Life

Μια συζήτηση με τον πατέρα μου για τη ζωή και τον θάνατο

«Το θέμα είναι να δεχθείς ότι γεννήθηκες, ότι μεγάλωσες κι ότι θα φύγεις…»

Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 899
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν: Μια συζήτηση με τον πατέρα μου για τους ανθρώπους που πενθούν και την ανθρώπινη μοίρα

Πάντα αναρωτιόμουν –φοβόμουν– πώς θα διαχειριστεί ο ένας από τους δύο την απώλεια του άλλου. Το λογικό ήταν να φύγει πρώτα η μητέρα μου, ο πατέρας μου ήταν ο δυνατός, εκείνος τη φρόντιζε τα τελευταία λίγα χρόνια όσο εκείνη έχανε κάποιες από τις δυνάμεις της χωρίς ωστόσο να καταβληθεί εντελώς. Έτσι είχα μια ησυχία μέσα μου ότι η μαμά μου είναι σε καλά χέρια κι όταν έκλεινε η πόρτα και τους άφηνα με το χαμόγελο, στην κρυφή τους χαρά, πλημμύριζα ευγνωμοσύνη που της πρόσφερε ασφάλεια και αγάπη μέχρι το τέλος, που ήρθε ξαφνικά ένα μεσημέρι του Αυγούστου στο μπάνιο τους, μέσα στη θάλασσα, πριν από ενάμιση χρόνο. Λένε πως οι γυναίκες είναι πιο ανθεκτικές στο πένθος. Δεν το ξέρω. Όλο αυτό τον καιρό όμως, βλέποντας το πένθος του πατέρα μου που μόλις μετά τον ένα χρόνο άρχισε να γλυκαίνει –σαν να φεύγει κάποιο από το βάρος, όχι όμως και η μελαγχολία της έλλειψης–, σαν να μου αποκαλύφθηκε ένας άλλος άνθρωπος που τον γνώρισα από την αρχή.

Πένθος: Μια συζήτηση με τον πατέρα

Το παρηγορητικό με τις προσωπικές ιστορίες είναι πως συναντιούνται σε ένα σύμπαν συναισθημάτων στο οποίο καθρεφτιζόμαστε. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που μέσα από τη δική του ιστορία συναισθάνθηκα τους μεγάλους ανθρώπους που προς το τέλος της ζωής τους μένουν μια μέρα μόνοι, παίρνοντας μια –συμπονετική– γεύση από τη μοναξιά τους που δεν μοιάζει με καμία, αόρατη όπως μένει στο περιθώριο του κύκλου της ζωής. Κάπως έτσι το σκέφτηκα και τον ρώτησα μια μέρα αν θα ήθελε να δώσουμε φωνή στους ανθρώπους σαν κι εκείνον. Σε ανύποπτο χρόνο, ένα πρωί, με φώναξε: Βάλε το κινητό να γράφει, τι θέλεις να με ρωτήσεις; Απάντησα: Να μου πεις για τη μοναξιά των ανθρώπων που πενθούν. Η συζήτησή μας έγινε σε ήρεμο κλίμα το να καταφέρνεις να μιλάς για αυτά που έχεις μέσα σου είναι πάντοτε ανακουφιστικό, διακόπηκε για το μεσημέρι και συνεχίστηκε το απόγευμα στο ίδιο αυτό τραπέζι της βεράντας που έχουμε πει τόσα και τόσα από τότε που έφυγε η γυναίκα του, το άλλο του μισό. Ο πατέρας μου, Μάρκος Γκρους, γεννημένος το 1936, ήταν καπετάνιος σε ποντοπόρα πλοία – κι ίσως έχει κάτι από τη σοφία των ανθρώπων που έχουν γυρίσει όλο τον κόσμο με φουρτούνες και ήρεμα νερά στους ωκεανούς. Τα λόγια του χρειάστηκαν ελάχιστη επιμέλεια μετά την απομαγνητοφώνηση. Μαζί μας ήταν η Μπλάκι, το σκυλάκι του που τον ακολουθεί όπου κι αν πάει, και το βλέμμα της μαμάς μου που δεν τον εγκαταλείπει ποτέ.

Σκέφτομαι ότι δεν θα την ξαναδώ, ότι δεν θα ξαναμιλήσω μαζί της, ότι δεν θα την ξαναπιάσω. Συμβιβάζομαι με το γεγονός ότι πέθανε ήρεμα. Δεν έζησε την αγωνία του θανάτου που έχει πολύς κόσμος στα κρεβάτια του νοσοκομείου. Με τους αγαπημένους της. Από τότε που άρχισαν τα προβλήματα ήμουν δίπλα της, έφευγα να πάω να ψωνίσω και κοιτούσα να γυρίσω γρήγορα. Μου ’λεγε, πήγαινε να πιεις καφέ, και της έλεγα, αφού περνάω πιο καλά μαζί σου… Δεν έμεινε καθόλου μόνη εκτός από τις ώρες που περνούσε στην κρεβατοκάμαρα ξαπλωμένη κι εγώ στην πολυθρόνα στο σαλόνι και βλέπαμε διαφορετικά κανάλια στην τηλεόραση. Κι είχα όμως τη συντροφούλα της. Από την άλλη, το ’βλεπα ότι η κακοκαιρία ερχόταν, το βαρόμετρο είχε πέσει πολύ και πόσο θα άντεχε δεν ξέρω, πώς θα το άντεχε αυτό το πράγμα, ενώ τώρα έφυγε στο φτερό, χωρίς να το καταλάβει. Πήγαμε, καθίσαμε εκεί, μπήκαμε στο νερό… έτσι έπρεπε ίσως, έτσι της έγραφε, που λένε.

― Είχαμε πει να μιλήσουμε για τη μοναξιά των μεγάλων ανθρώπων…

Η μοναξιά των ηλικιωμένων είναι ένα βίωμα που θα το ζήσετε όλοι. Τον παλιό καιρό η διαμόρφωση της κοινωνίας ήταν τέτοια που οι νέοι κρατούσαν στα σπίτια τους γονείς τους, στα μικρά μέρη συμβαίνει ακόμα. Στις μεγαλουπόλεις τους πάνε στο γηροκομείο, αν δεν έχουν τη δυνατότητα να έχουν έναν άνθρωπο στο σπίτι να τους φροντίζει. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αόρατοι, οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που έχουν χάσει τον σύντροφό τους και ζουν στο περιθώριο της μοναξιάς. Απλώς έχεις την ύπαρξή σου και τίποτα άλλο. Δεν έχεις ερεθισμούς, μόνο τις αναμνήσεις σου, κι εκεί μετράει το πώς έχεις ζήσει τη ζωή σου. Υπάρχουν πολλοί, όπως εγώ, που ήταν με τη σύντροφό τους για 60 χρόνια. Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν χώριζαν, καλή ή κακή η σχέση, έμεναν μαζί.

― Τι σημαίνει να ζεις στο περιθώριο της μοναξιάς;

Δεν έχεις προοπτική. Αν και αυτό δεν το πολυσκέφτεσαι. Δεν σε αφήνει η φύση να το σκεφτείς, ότι είσαι κοντά στο αδιαπέραστο πλέον, εκεί που δεν μπορείς να συνεχίσεις. Δεν σε απασχολεί ιδιαίτερα ο θάνατος. Αλλά δεν ζεις… Εγώ κάνω τα ψώνια, μαγειρεύω, πηγαίνω στην καφετέρια, μετά έρχομαι να φάω, βλέπω ίσως κάποιον από εσάς, μετά ξαπλώνω – το πιο δύσκολο είναι το απόγευμα, όταν κλείνει η πόρτα. Ενδιάμεσα η μάνα σου είναι δίπλα μου, μαζί της ζω, για αυτό καμιά φορά θέλω να είμαι μόνος. Δεν βλέπω να διαβάσω, αν δω κάτι στην τηλεόραση θα περάσω τον χρόνο μου, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Δεν με ενδιαφέρει η επόμενη μέρα – απλώς υπάρχω. Υπάρχω γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, γιατί και να θέλεις να τελειώσεις  δεν είναι εύκολο.

Η αυτοκτονία δεν είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις, θα πρέπει να σου έχει σαλέψει το μυαλό ή να ζήσεις κάτι τόσο ακραίο που να πεις πάω να φουντάρω, αλλιώς δεν έχεις το θάρρος – αν το είχαμε ο μισός κόσμος θα είχε φύγει έτσι, η φύση όμως δεν σε αφήνει, ο Θεός, όπως το έχει ο καθένας μέσα του… Γιατί, εντάξει, βιολογικά μπορεί από το κύτταρο να δημιουργήθηκε η ζωή, να φτιάχτηκε η καρδιά, το συκώτι, τα νεφρά… από εκεί και πέρα; Η σκέψη; Το συναίσθημα; Η αρμονία εκεί έξω;  Ας πάρουμε τον ουρανό, μπορείς να υπολογίσεις ποια θα είναι η σχετική θέση ήλιου και γης μετά από 10 χρόνια με ακρίβεια δευτερολέπτων. Υπάρχει όμως μια απορία, πώς λειτουργεί όλο αυτό, από ένα κύτταρο; Και βλέπεις ότι η φύση δεν σε αφήνει να κάνεις αυτό που θέλεις, έχει κόκκινες γραμμές και σου λέει, ωπ, μέχρι εδώ πας. Είναι πολλά τα ερωτηματικά. Από τη μια λες ότι έφυγε ο άνθρωπός μου, τα άφησε όλα εδώ. Από την άλλη, τι είναι η ψυχή; Πού πηγαίνει;

 ― Και ο χρόνος;

Δεν υπάρχει χρόνος, όλα είναι σαν χθες. Τον χρόνο δεν τον μετράω ούτε με τις συντάξεις μου γιατί μπαίνουν αυτόματα. Έχω την ανάγκη όμως να πάω να πληρώσω, τότε καταλαβαίνω ότι πέρασε ο μήνας. Μετά σταματάει. Δεν έχω καμία σχέση αυτή τη στιγμή εγώ με τον χρόνο. Τον ψάχνω πίσω. Βλέπω τις φωτογραφίες, έρχονται στο μυαλό μου γεγονότα, η ζωή μας όλη. Ο τρόπος της ζωής μας δεν μας άφηνε στην κανονικότητα, έλειπα εγώ στα ταξίδια κι εκείνη ερχόταν μαζί μου, σας έπαιρνε κι εσάς…

― Επειδή ήσουν καπετάνιος ήταν ξεχωριστή η σχέση σας…

Εγώ είχα το προνόμιο να έχω μια γυναίκα που με ακολουθούσε, δεν ήταν εύκολο για μια μάνα να αφήνει τα παιδιά της. Ερχόταν, την περίμενα, με περίμενε, μεσολαβούσαν 4-5 μήνες, δεν είχαμε ρουτίνα όπως ένας δημόσιος υπάλληλος: ξυπνάς, δουλεύεις, τρως, κοιμάσαι, μετά από χρόνια παθαίνεις κόπωση. Όταν δεν έχεις αντικείμενο τριβής αρχίζουν τα προβλήματα διαχείρισης της ζωής σου, αυτό εμείς δεν το είχαμε, μέχρι την τελευταία μέρα, το πρωί πριν φύγει, ήμασταν αγκαλιά στο κρεβάτι πόση ώρα, με χάιδευε, λες και το ήξερε… Ήταν μια ζωή γεμάτη ένταση, δεν έπληττα ποτέ, ύστερα κι εκείνη ήταν ένας άνθρωπος που δεν κούραζε, ποτέ δεν μου είπε πού ήσουν, γιατί άργησες. Είχε βέβαια κι αυτή τα «δικά της», όπως όλοι.

 ― Ήσουν τυχερός, δηλαδή.

Ήμουν πολύ τυχερός, αυτά τα οποία είχα στοχεύσει σε ποσοστό 90% τα έκανα. Δεν το καταλαβαίνεις όταν το ζεις, όταν είσαι ευτυχισμένος δεν δίνεις σημασία. Ξαναγυρνώντας πίσω καταλαβαίνω ότι ήμασταν πολύ δεμένοι με τη σύντροφό μου, και αυτό μου λείπει τώρα που την έχασα. Καμιά φορά λέω πως ίσως είναι μια ιδιαίτερη επιτυχία το ότι δεν αισθάνθηκε ότι τελειώνει ο χρόνος της. Παρά την κατάστασή της έκανε σχέδια, να φτιάξουμε το πάτωμα που έχει χαλάσει, να βάψουμε τη βεράντα, δεν πρόλαβε να νιώσει τη δυσκολία, αυτόν τον φόβο για το πού πάω, ρε παιδί μου; όπως το νιώθω εγώ τώρα. Την αγαπούσατε όλοι και όλα τα μετρούσε, έλεγε στη φίλη της, ακόμα και τον τελευταίο καιρό, είμαι ευτυχισμένη.

Όλα αυτά στριφογυρίζουν στο μυαλό μου. Και δεν μοιάζει με τη στενοχώρια που μπορείς να έχεις για κάποιο συμβάν, συνέβη κάτι, ακόμα και τραγικό, κάηκε το σπίτι σου. Είναι μια ξεχωριστή στενοχώρια, της έλλειψης. Εκεί που λειτουργείς κάπως φυσιολογικά, ξαφνικά σου έρχεται η θύμηση ότι σου έφυγε, ότι δεν θα την ξαναδείς, κι είναι σαν να σου ρίχνουν μαχαιριές. Κατάλαβες; Φτάνεις σε ένα σημείο να λες την έχασα, έφυγε, θα την ξανασυναντήσω κάποτε; Κάπου; Ακούγεται ακραίο, αλλά το ψάχνεις κι αυτό, ελπίζεις. Από την άλλη σκέφτεσαι ότι τα άφησε όλα εδώ, το κορμάκι της, την καρδιά της – και πώς θα είναι αν θα την ξαναδώ;

Πάω να πλύνω τα πιάτα.                                              

                                                     ***

Έλα κάτσε, τι άλλο θέλεις να πούμε; Μου αρέσει να κοιτάζω τις φωτογραφίες, μου λείπει το βλέμμα της, είχε έντονο βλέμμα. Τα τελευταία χρόνια είχε χάσει τη φρεσκάδα της αλλά δεν με ενοχλούσε, της έλεγα είσαι όμορφη! Παλιά ένιωθα τα βλέμματα να πέφτουν πάνω της αλλά δεν έδινα σημασία. Πάντα την έβλεπα όμορφη, κι ας είχε αρχίσει να συρρικνώνεται, ήταν κοκέτα η μάνα σου, μέχρι το τέλος πρόσεχε να στέκεται στητή, να φτιάχνει τα μαλλιά της, να βάφει τα νύχια της…

― Θα πούμε κι άλλα για τη μοναξιά;

Τι είναι η μοναξιά; Μια έννοια η οποία δεν έχει ερμηνευτεί, και το λέω εγώ αυτό που έχω ζήσει πολλές μοναξιές. Ήταν η μοναξιά της δουλειάς μου, ότι ήμουν ναυτικός και έλειπα από το σπίτι μου. Δεν ένιωθε την ίδια μοναξιά όμως και ο ναύτης, ο λοστρόμος, ο μηχανικός. Γιατί εγώ είχα θέματα τα οποία με απασχολούσαν και δεν μου έδιναν ελεύθερο χρόνο για να αρχίσω να σκέφτομαι ότι είμαι μακριά σας. Ο άλλος, όταν τελείωνε τη δουλειά του, πήγαινε στην καμπίνα του ή στην τραπεζαρία και άρχιζε να σκέφτεται τι του λείπει. Εγώ έπεφτα στο κρεβάτι μου και έλεγα έχω φουρτούνα, πώς θα την αντιμετωπίσω; Θα φτάσουν τα καύσιμα μέχρι το λιμάνι γιατί έχω καθυστερήσει; Έχω πρόβλημα με τα αφεντικά, τι θα κάνω; Γιατί ήμουν και αφεντικό και εργαζόμενος, είχα 25 άτομα κάτω από μένα και κάποια άλλα από πάνω που έπρεπε να τα φέρω σε έναν λογαριασμό. Αυτή η μοναξιά είναι πιο διαχειρίσιμη, δεν είναι τελειωμένη, θα περάσει ο χρόνος και θα επανέλθεις στην κανονική σου ζωή.

Είναι όμως κι η άλλη μοναξιά, που χάνεις κάποιον πολύ δικό σου και έναν τρόπο ζωής που τον στερείσαι. Εκεί είμαι κι εγώ τώρα. Δεν είμαι ο μοναδικός. Όμως είναι μια σκληρή μοναξιά αυτή που δεν έχει τέλος, από την εξαφάνιση της συντρόφου σου. Πώς αντιμετωπίζεται; Δύσκολα. Αν μπορείς να γυρίσεις πίσω και να ξαναζήσεις όσα ζούσες που σου δημιουργούσαν αυτή την απαραίτητη ανάγκη, αν είναι τέτοια που να τα αναπολείς, είναι μεγάλη παρηγοριά. Όμως, τότε, και η μοναξιά γίνεται πιο σκληρή από ό,τι αν δεν έχεις να θυμάσαι ωραία πράγματα. Όταν έχεις περάσει καλά μια ολόκληρη ζωή είναι μια μοναξιά με πόνο, δεν ξεπερνιέται. Τα υπόλοιπα, οι φιλόσοφοι.

― Έχεις γίνει κι εσύ φιλόσοφος.

Μια περιγραφή κάνω… Όταν βιώνουμε τέτοια συναισθήματα ανοίγουν κι άλλες πλευρές του μυαλού, αποκτάς ένα βάθος που μπορεί και να μην είχες. Το θέμα είναι πως όταν ζεις καλά δεν σκέφτεσαι ότι κάποτε μπορεί να ζήσεις και δύσκολα. Ήταν επιθυμία μας να γεράσουμε μαζί και το καταφέραμε, είναι πολύ ωραίο να γερνάς με τη σύντροφό σου, να βλέπεις τη φθορά του χρόνου επάνω της. Από εκεί παίρνεις είδηση και για τη δική σου φθορά. Γιατί ο καθρέφτης σε ξεγελάει, μέσα από τον άλλο όμως βλέπεις και για σένα.

Πώς να στο πω, είναι δύσκολη αυτή η ιστορία της απόλυτης μοναξιάς σου. Γιατί όταν φτάσεις στα 86 δεν έχεις να ασχοληθείς με πολλά πράγματα, παρακολουθείς τα παιδιά σου, χαίρεσαι όταν περνάνε καλά, όταν έχουν επιτυχίες, στενοχωριέσαι με τις δυσκολίες τους… όταν δεν τα έχεις κι αυτά είναι πολύ χειρότερα. Εγώ είμαι από τους τυχερούς.

Κάπως έτσι τελειώνει το ταξίδι σου. Γιατί όλοι κάνουμε ένα ταξίδι. Αν έχεις πάει κάπου και πέρασες καλά, όταν επιστρέψεις αρχίζεις και κουβεντιάζεις πόσο όμορφα ήταν, τι ωραίο το τοπίο, πόσο ωραία εκείνη η μέρα... Το δικό μου το ταξίδι έχει τελειώσει, αυτά σκέφτομαι τώρα και ετοιμάζω τις αποσκευές. (γαβ, γαβ!) Να, η Μπλάκι δεν τα έχει αυτά, είναι ένα σκυλάκι που κοιμάται, ζει τρώγοντας και παίζοντας μαζί μας.

― Μέσα από σένα, συνειδητοποιώ πόσο δύσκολο είναι για τους ανθρώπους μεγάλης ηλικίας που πενθούν.

Το θέμα είναι να δεχθείς ότι γεννήθηκες, ότι μεγάλωσες κι ότι θα φύγεις… αυτή τη συνέχεια του χρόνου. Οι πιο πολλοί άνθρωποι ασχολούνται με το παρελθόν και με το μέλλον. Ειδικά το μέλλον είναι μια στιγμή που μπορεί να μην έρθει, αύριο μπορεί να μην υπάρχεις. Εμείς πήγαμε να κάνουμε το μπάνιο μας και δεν γύρισε πίσω, ενώ καθόμασταν εδώ το πρωί και λέγαμε θα κάνουμε εκείνο, το άλλο… πότε; Μας απασχολεί συνέχεια το μέλλον, τρέχουμε, κάνουμε σχέδια, είναι ο τρόπος μας για να ζήσουμε, σιγουριά όμως δεν υπάρχει. Αυτό το καταλαβαίνεις όταν περνάνε τα χρόνια, στις απώλειες. Καλό είναι ο άνθρωπος να ζει και να χαίρεται στο παρόν, να περνάει καλά και με σύνεση.

Εγώ λέω για τον εαυτό μου ότι είμαι πολύ τυχερός και να μην είμαι αχάριστος – έκανα τη δουλειά που ήθελα, παντρεύτηκα τη γυναίκα που ερωτεύθηκα, πραγματοποίησα πάρα πολλά όνειρά μου μαζί της. Έζησα χωρίς δυσκολίες, ε… ήρθε το τέλος. Αυτή είναι η διαδικασία. Γεννιέσαι, μεγαλώνεις, γερνάς. Έρχεται η ώρα που θα κάνεις τον απολογισμό, όλοι πρέπει να τον κάνουμε, αυτό το έκανα καλά, αυτό στραβά, αυτό κατά τύχη έγινε. Έτσι είναι η ζωή, πώς να το κάνουμε; Κάποτε τελειώνει.

― Γιατί τότε είσαι τόσο θλιμμένος;

Δεν τα έχω με την τύχη μου. Είμαι θλιμμένος επειδή έχασα κάτι που με ευχαριστούσε, που μου έδινε ευτυχία. Αισθάνομαι την έλλειψη, την απουσία, αυτό με στενοχωρεί. Ούτε ακόμα και το ότι πέθανε, έρχεται η ώρα που το αποδέχομαι κι αυτό. Γεράσαμε, το λέγαμε, 80 plus… και μετά λέγαμε να βάψουμε αυτό τον τοίχο. Αυτό είναι όλο. Πάρε ένα παιδάκι που έχει ένα παιχνιδάκι και το παίζει, και περνάει ωραία και χαμογελάει, και το χάνει το παιχνιδάκι του, αυτή τη στενοχώρια νιώθω. Σαν ένα μικρό παιδί, όπως γεννήθηκα, εκεί βρίσκομαι τώρα. Μου λείπει η γυναίκα μου. Το ξέρω, δεν είμαι ο μόνος, εκατομμύρια κόσμος περνάει ό,τι κι εγώ, ο καθένας για τον δικό του σύντροφο, για το παιδί του, για τη μάνα του, τον αδελφό του, τον φίλο του... Τι να κάνω, πες μου. Να πάω να διασκεδάσω; Αφού δεν έχω διάθεση. Να βρω άλλη σύντροφο; Αποτυχία, γιατί δεν θα είναι η σύντροφος του ονείρου μου. Δεν υπάρχει διέξοδος και αυτό είναι ένα στοιχείο της θλίψης μου. Έχουν διαλυθεί τα πάντα. Φύσηξε ένας αέρας και τα ρήμαξε όλα. Υπάρχει ψυχή; Έτσι λένε. Και επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, όλοι ελπίζουμε κάπου.

― Εσύ τι εύχεσαι για το μέλλον σου;

Έλεγαν οι αρχαίοι, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο. Το μέλλον το δικό μου ποιο είναι; Να φύγω ήσυχος και αξιοπρεπής από αυτή τη ζωή. Το εύχομαι αυτό. Όμως το μέλλον είναι μια ανύπαρκτη έννοια, μια κούφια λέξη. Δεν ξέρω καν αν θα προλάβω να σηκωθώ να πάω στο κρεβάτι μου, εγώ και οποιοσδήποτε άλλος. Κι όμως όλη την ώρα ονειρευόμαστε…

Αυτό είναι όλο. Όχι, πέρασα πάρα πολύ καλά. Καλύτερα δεν γινόταν. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα, και για πάντα. Δεν μπορεί να είσαι ο τέλειος, ο μοναδικός, πάνω από τον διπλανό σου, το ίδιο πράγμα είστε. Ίσως κάποια τυχαία γεγονότα να σας ξεχώρισαν, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι. Όλοι τα ίδια πάθη έχουμε, στο ίδιο σημείο θα καταλήξουμε. Δεν πάει πάρα πέρα, τοίχος, κόλλησα, αυτή είναι η γραμμή και θα τη βρούμε όλοι.

 Αυτά, Δήμητρα. Κλείσ’ το.