Life

Τα άπλυτα χέρια

Τι βλέπει κανείς όταν βγαίνει από το σπίτι του πριν χαράξει

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι δεν μας έμαθε η πανδημία, γιατί δεν υπήρχε τίποτε για να μας μάθει

Ασχέτως Εορτών, το πρώτο πράγμα που βλέπουμε κάθε πρωί Σαββάτου ή Κυριακής όταν βγαίνουμε αγουροξυπνημένοι για τη βόλτα μας στις 05:15 σαρπ, χειμώνα-καλοκαίρι, είναι καναδυό τύπους να κατουράνε στον δρόμο, άλλος εδώ άλλος εκεί, κάποιοι πίσω από κάδους —οι πιο ντροπαλοί—, κάποιοι στην είσοδο της πολυκατοικίας απέναντι και δεξιά —οι πιο σπιτόγατοι—, και κάποιοι σε ένα από τα δεντράκια του δρόμου ή στο παρτέρι του Δήμου παραπέρα — οι πιο βουκολικοί, οι πιο καβαλερία ρουστικάνα. Έχει μαγαζιά που το ξημερώνουν στη γειτονιά —είμαστε γνωστοί για τα άφθονα νυχάδικα και για τα αφτεράδικά μας—, και τα αγοράκια, τι να κάνουν κι αυτά τα φουκαριάρικα όλη μέρα πακετάδες, πίνουν δυο διουρητικές μπόμπες και δεν μπορούν να κουμαντάρουν τη φούσκα τους. Οκέι, τι να κάνουμε. Προχωράμε.

Το πιο ενοχλητικό όμως δεν είναι αυτό, είναι που μετά συνεχίζουν κι αυτοί κανονικά τη ζωή τους: τη συνεχίζουν χωρίς να πλύνουν τα χέρια τους, λες και δεν άλλαξαν τα πάντα αφ’ ης στιγμής κατούρησαν τον κάδο, την είσοδο, το δεντράκι ή το παρτέρι. Πιάνουν τα τσιγάρα τους, τη μύτη τους, καθαρίζουν το δόντι τους από τα μπαγιάτικα φιστίκια που τους κέρασαν στην μπάρα, στρώνουν το μαλλί, δίνουν μια φάπα στο σβέρκο του φίλου τους, κάνουν ό,τι τέλος πάντων κάνουμε όλοι με τα δάχτυλά μας —και βασικά κάνουμε πάρα πολλά πράγματα με τα δάχτυλά μας αν το καλοσκεφτείς—, αλλά χωρίς να έχουν πλυθεί.

Θα πει κανείς ότι είναι πιωμένοι — παραπατάνε άλλωστε, φωνάζουν, μουγκανίζουν, κάποιοι μιλάνε ακατάληπτα σαν τη Ζαν Νταρκ Βέιντερ, άλλοι κάνουν οχτάρια. Αλλά ξέρετε τι; Δεν θα τα έπλεναν ούτε αν είχαν πάει να κοινωνήσουν μια Κυριακή πρωί, με τη μαμά και τον παππού, τελείως ξεσούρωτοι, με το πουλοβεράκι. Δεν τα πλένουν ποτέ, ή μόνο από λάθος, ή όταν βρέχει και είναι στο μηχανάκι. Γιατί; Γιατί δεν ξέρουν ότι τα πλένουμε, λες και είναι Ρώσοι μουζίκοι, απ’ αυτούς που γίνονται λίπασμα στην Ουκρανία. Και όμως είναι Ελληνάκια και Αλβανάκια, δεν γεννήθηκαν στη στέπα ανάμεσα σε σάπια γογγύλια και κοπριά αγνώστου προελεύσεως και με χωρίς βεσέ στο σπίτι. Παρά ταύτα, δεν τους έχουν μάθει οι γονείς τους από μικρά ότι είναι ανωμαλία (σόρι, μπρο, αλλά είναι) να μην πλένεις τα χέρια σου όταν βγαίνεις από την τουαλέτα (για να μην πω και όταν *μπαίνεις* και φανώ υπερβολικός). Όπως ανωμαλία είναι, φέρ’ ειπείν, να σέρνεις τη γυναίκα σου από τα μαλλιά όπως έκαναν οι ούγκα-ούγκα την Εποχή του Λίθου, οι πρώτοι WASP. Δεν ζούμε στην Εποχή του Λίθου ή υπό τον Πούτιν, είμαστε φυσιολογικοί homo sapiens. Δηλαδή, ανάμεσα στα μπόλικα άλλα που πάνε πακέτο με τα χαρακτηριστικά του είδους, πλενόμαστε. Μαθαίνουμε στα παιδιά μας πως πρέπει να είναι καθαρά, γιατί το αντίθετο είναι —το ξαναλέμε γιατί έχει σημασία— ανωμαλία.

Γενικά είναι θλιβερό όλο αυτό, όπως θλιβερό είναι να βλέπεις άντρες που μοιάζουν έτοιμοι να σου πουλήσουν ασφάλεια, όχι πιτσιρικάδες δηλαδή, να χρησιμοποιούν μία κοινόχρηστη τουαλέτα, ας πούμε, σε ένα μαγαζί, και να επιστρέφουν στο τραπέζι όπου τρώνε και πίνουν χωρίς να έχουν πλύνει τα χέρια τους. Και δεν λέω χωρίς να τα έχουν πλύνει σαν υποχόνδριοι, όπως και πρέπει, απαγγέλλοντας από μέσα τους πέντε φορές το πατερημών. Αλλά χωρίς να τα έχουν πλύνει καν. Και συμβαίνει κατά κόρον. Μάλιστα, το κάνει (ή καλύτερα: ΔΕΝ το κάνει) η πλειονότητα των ανθρώπων. Υπήρξα πελάτης σε μπαρ επί κάτι δεκαετίες, άρα κάτι θα ξέρω. Και ασφαλώς, το να μην πλένεις συχνά, σχολαστικά και με ακρίβεια τα χέρια σου στη Δύση ισοδυναμεί με το να ψωνίζεις νυχτερίδες και μυρμηγκοφάγους σε κείνες τις σιχαμερές λαϊκές στην Κίνα, να σε ρωτάει η θεία με το ένα δόντι αν θέλεις να σ' τα τυλίξει κι εσύ να λες, «Όχι, θα τα φάω εδώ. Ζωντανά».

Εν πάση περιπτώσει: όπως λέμε κι εμείς στον Άρη, «Πάλι καλά που υπάρχουμε».

* * *

Ναι. Ασφαλώς και έπρεπε να έγραφα κάτι άλλο σήμερα στο σημείωμα εδώ, το αντιλαμβάνομαι, το ξέρω, κι ας μην είμαι των γιορτών. Έπρεπε να γράψω για τα φετινά new year’s resolutions, ας πούμε, και να ευχηθώ καλά Χριστούγεννα. Αλλά νά που σήμερα το πρωί, 05:15 ακριβώς, χρονιάρα μέρα, στη Λώρη Μαργαρίτη, το δρομάκι μας, μόλις βγήκαμε από την είσοδο της πολυκατοικίας μας έτυχε και είδαμε πέντε νεαρούς να ποτίζουν ταυτόχρονα την τζαμαρία ενός μαγαζιού απέναντι, όλοι μαζί, τραγουδώντας μάλιστα ανορθόγραφα και ένα οπαδικό σύνθημα. Και κοίτα να δεις: συνέχισαν τη ζωή τους αμέσως μετά χωρίς να τους ενοχλεί τίποτε, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει καν το γεγονός ότι δεν είχαν πλύνει τα χέρια τους. Ε, σε πιάνει μια αηδία.

Ξέροντας πως γενικά οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ, όταν επί πανδημίας άκουγα ότι ο κόβιντ θα μας αλλάξει, θα μας μεταμορφώσει κ.ο.κ., κάγχαζα. Έλεγα μάλιστα, «Μακάρι να μας μάθει τουλάχιστον να πλένουμε τα χέρια μας όταν βγαίνουμε από την τουαλέτα. Αυτό είναι το μόνο που μπορεί να κάνει». Ε, ούτε αυτό έκανε. Όχι άδικα, εξακολουθούμε να πεθαίνουμε από τον κορονοϊό σαν τις μύγες, εν μέσω σχεδόν πλήρους ανοσίας.

Ας είναι. Θα περάσει κι αυτό.

* * *

Συγγνώμη για το σημερινό, και βέβαια καλά Χριστούγεννα.

Και πάρτε και κάνα βιβλίο σήμερα: η μέρα είναι αφιερωμένη και σ’ αυτά, όχι μόνο στα ψηστήρια στους δρόμους και στις τσιγγάνικες ορχήστρες με τα χάλκινα.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome.