Life

Γεμίζει, αδειάζει και ξαναγεμίζει

Φοίβος Οικονομίδης
ΤΕΥΧΟΣ ok zoomer
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

OK Zoomers: Το διήγημα του Φοίβου Οικονομίδη «Γεμίζει, αδειάζει και ξαναγεμίζει»

Δίπλα στην πόρτα ένα μεγάλο παράθυρο με τα παντζούρια ανοιχτά, βλέπει στο δρόμο και τα τραπέζια. Γύρω από το παράθυρο, ο τοίχος κρύβεται πίσω από τις κορνίζες. Όλες οι φωτογραφίες τραβηγμένες από τον ιδιοκτήτη σε διάστημα τριάντα ετών. Όλες στο νησί. Όλες απεικονίζουν δέντρα που έχουν υποκύψει στον άνεμο. Λυγισμένοι κορμοί, τόσο που είναι σχεδόν παράλληλοι με το έδαφος. Τα κλαδιά ευθυγραμμισμένα στην ίδια κατεύθυνση. Μέρες με άπνοια; Φυσικά και υπάρχουν. Δεν γίνεται να φυσάει κάθε μέρα, δεν γίνεται. Κάθε μέρα όμως τα δέντρα περιμένουν τον αέρα υποταγμένα, ό,τι μέρα κι αν είναι. Έτσι έμαθαν. Τα φύλλα γραπωμένα, το ξύλο ταπεινό, κι όταν ο αέρας έρχεται, υπομονή. Όλες οι τελευταίες μέρες είναι μέρες άπνοιας. Ο ιδιοκτήτης έχει σκαμμένο πρόσωπο και γαλανά μάτια, τόσο γαλανά που είναι αδύνατο να εκδηλώσουν συναίσθημα.

Τα φρύδια συνοφρυώνονται, οι ρυτίδες διπλώνουν, το στόμα χαμογελά – τα μάτια δεν ακολουθούν. Επτά πουκάμισα σε επτά διαφορετικά χρώματα, ένα για κάθε μέρα της εβδομάδας, τα μανίκια γυρισμένα τρεις φορές, χαλαρά γύρω από τους πήχεις καθώς τα χέρια βάζουν ένα παγάκι στο ποτήρι και ρίχνουν ουίσκι. Εικοσιένα CD γραμμένα από τον ίδιο, τρία για κάθε μέρα της εβδομάδας, μουσική από τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80. Κοντά λευκά μαλλιά. Δύο μεγάλοι ανεμιστήρες γυρνούν στο ταβάνι. Ξύρισμα κάθε τρεις μέρες. Τέλη Ιουλίου. Δέκατη τρίτη μέρα καύσωνα. Τριάντα δύο βαθμοί, έντεκα η ώρα τη νύχτα. Διακοπή ρεύματος κάθε τέσσερα με πέντε λεπτά, για δύο με τρία δευτερόλεπτα. Κάθε τέσσερα με πέντε λεπτά απόλυτο σκοτάδι, η μουσική σταματάει, όπως και οι ομιλίες, οι κινήσεις, η σκέψη. Αν κάποιο ποτήρι πάει να ακουμπήσει την μπάρα, το τραπέζι ή τα χείλη την ώρα της διακοπής, αν κάποια κουβέντα πάει να ακουστεί, όλα μένουν μετέωρα μέχρι να επιστρέψει το φως. Κάθε τέσσερα με πέντε λεπτά μπορεί το φως να μην επιστρέψει. Όλοι τους περιμένουν για να σιγουρευτούν ότι βλέπουν κι ακούνε ξανά. Οι ανεμιστήρες ξεκινούν και πάλι κι ο ιδιοκτήτης κουνάει το κεφάλι απογοητευμένος, γυρίζει την πλάτη στον κόσμο και ανάβει ξανά το στερεοφωνικό.

Στην μπάρα κάθεται ένα ζευγάρι λίγο πριν τα τριάντα. Πίνουν τζιν τόνικ με λίγο φρέσκο λεμόνι. Παρατηρούν το χώρο γύρω τους. Ακούν τη μουσική. Μετά από κάθε διακοπή, χαμογελούν. Ο ιδιοκτήτης ανάβει ξανά το στερεοφωνικό, ύστερα συναντάει το βλέμμα του κοριτσιού. Ο ντόπιος στη γωνία σηκώνει το χέρι του εννοώντας άλλο ένα. Ο ιδιοκτήτης πιάνει ένα ποτήρι, βάζει ένα παγάκι, ρίχνει ουίσκι ενώ μιλάει στο κορίτσι.

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Όλα τα κλιματιστικά στο νησί δουλεύουν ταυτόχρονα. Ξέρεις πόσα είναι; (κουνάει το χέρι εννοώντας πολλά) Δεν αντέχει το σύστημα.

ΚΟΡΙΤΣΙ: Συμβαίνει συχνά;

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Τα τελευταία χρόνια. Πέρσι τον Δεκαπενταύγουστο είχαμε μπλακ άουτ. Πάνω κάνανε πανηγύρι με κεριά. Στα βόρεια χτίζουν εξήντα στρέμματα. A five year project, έτσι μου είπανε. Να δω τι θα κάνουμε με τόσα κλιματιστικά σε five years.

Ξύλινα ράφια πίσω από τον ιδιοκτήτη γεμάτα μπουκάλια. Ένα ταμπλό ασφυκτικά γεμάτο με χαρτονομίσματα από διάφορα μέρη του κόσμου. Ένα δεύτερο ταμπλό γεμάτο καρτ ποστάλ. Ένας μικρός μαυροπίνακας με το όνομα του μαγαζιού, με λευκή κιμωλία γράφει: TOM WAITS COULDN’T MAKE IT TONIGHT. Το αγόρι κατεβάζει το ποτό του. Οι διακοπές του δημιουργούν άγχος. Οι διακοπές ρεύματος το κάνουν χειρότερο. Πρέπει κάτι να συμβεί. Πρέπει να πιουν κι άλλο, πρέπει να μεθύσουν. Ίσως αν μεθύσουν να συμβεί κάτι φανταστικό. Ίσως να καταφέρουν να μείνουν ξύπνιοι ως την ανατολή. Πρέπει να έχουν δει μια ανατολή πριν τελειώσουν οι διακοπές. Να έχουν κάνει σεξ έξω, έξω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Στη θάλασσα. Ενώ βγαίνει ο ήλιος. Κάτι που θα θυμούνται όταν πεθαίνουν. Το κορίτσι τον ακουμπάει στο μπούτι.

ΚΟΡΙΤΣΙ: Τι σκέφτεσαι;

Διακοπή ρεύματος. Πριν σβήσουν τα φώτα και πριν από εκείνες τις σκέψεις, είχε μόλις περάσει μια ευτυχισμένη στιγμή, ενώ έπιναν τα ποτά τους, οι ανεμιστήρες γυρνούσαν κι ο ιδιοκτήτης τους έλεγε κάτι για κλιματιστικά. Δεν μπορούσαν να το ξέρουν αυτό. Τα φώτα ανάβουν. Ο ιδιοκτήτης ανάβει το στερεοφωνικό. Το τραγούδι ξεκινάει από την αρχή.

ΑΓΟΡΙ: Τίποτα απολύτως.

ΚΟΡΙΤΣΙ: Ωραίο αυτό.

Το κορίτσι σκέφτεται ότι πάντα όλοι κάτι σκέφτονται κι ότι ποτέ δεν γίνεται να πλησιάσεις κάποιον αρκετά ώστε να ζει ο ένας μέσα στον άλλο. Απλώς δεν γίνεται.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα από την Αυστραλία με ένα μακρύ φουστάνι έρχεται στην άκρη της μπάρας. Τον Μάιο ήταν στο Τόκιο και σκεφτόταν τον ιδιοκτήτη, που του αρέσει πολύ το Τόκιο. Ναι, το Τόκιο είναι υπέροχο, της απαντάει. Έξι μήνες το χρόνο ο ιδιοκτήτης ταξιδεύει. Εκείνους τους έξι μήνες, ξυπνάει και κοιμάται με τη σκέψη του μαγαζιού. Των μαζεμένων τραπεζιών. Της κλειδωμένης πόρτας. Του αέρα στους γκρεμούς του νησιού. Κάθε χρόνο, έξι παράξενοι μήνες στις άκρες του κόσμου. Αν δεν φύγει, δεν μπορεί να επιστρέψει. Ο ντόπιος σηκώνει το χέρι. Ο ιδιοκτήτης πιάνει ένα ποτήρι, βάζει ένα παγάκι, ρίχνει ουίσκι, πλησιάζει τον ντόπιο, πάει κάτι να του πει αλλά στην άλλη άκρη, στο γωνιακό τραπέζι, η νεαρή τουρίστρια του κάνει νεύμα. Παραγγέλνει άλλη μια μαργαρίτα. Γυρνάει σελίδα στο βιβλίο της. Ανάβει ένα τσιγάρο. Ο ντόπιος την κοιτάει. Τις προηγούμενες μέρες την κοιτούσε κι έβλεπε την πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει στη ζωή του. Τώρα βλέπει μόνο μια γυναίκα που διαβάζει.

Η τουρίστρια πήρε πτυχίο κι έφυγε για τρεις μήνες διακοπές, μόνη. Έχει αφήσει το κινητό της κλειστό στο δωμάτιο. Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες και δεν αντέχει τη μοναξιά. Κάνει ακριβώς ό,τι είχε φανταστεί. Μιλάει όταν θέλει να μιλήσει. Καπνίζει. Διαβάζει το βιβλίο της. Πίνει το ποτό της. Δεν αντέχεται. Η μαργαρίτα έφτασε. Κάθε τζούρα την πνίγει και της φέρνει αναγούλα. Βάζει μια γουλιά μαργαρίτα στο στόμα για να της φύγει η γεύση. Το αλάτι της καίει τα χείλη. Διακοπή ρεύματος. Πάντα κατάπινε προσεκτικά. Φοβόταν μη στραβοκαταπιεί, πνιγεί και πεθάνει. Πιστεύει πως είναι το μόνο παιδί στον κόσμο που γεννήθηκε χωρίς μια ονειρική, έστω προσωρινή άγνοια κινδύνου. Γι’ αυτό πιστεύει και στη μετενσάρκωση. Πιστεύει πως κουβαλάει από γεννησιμιού τα αμέτρητα λάθη μιας προηγούμενης ζωής. Μέσα στο σκοτάδι, κρατάει τη γουλιά όσο πιο μακριά μπορεί από το λαρύγγι της. Τα φώτα ανάβουν. Σφίγγει τα μάτια και καταπίνει. Τα ανοίγει υγρά. Το μόνο που είχε ζητήσει ήταν να καπνίζει, να πίνει και να διαβάζει και δεν μπορεί να κάνει τίποτα από τα τρία σωστά. Είναι μια παρωδία της ιδέας που θα ήθελε να έχει για τον εαυτό της. Δεν μπορεί άλλο να υποδύεται την ενήλικη. Θέλει είτε να ενηλικιωθεί –να γίνει ένας άνθρωπος που είναι– ή, τουλάχιστον, κάποιος να της εξηγήσει πώς γίνεται. Να της δείξει τι πρέπει να κάνει. Να πάει σχολείο ξανά.

Η μουσική ξεκινάει. Ο ιδιοκτήτης πλησιάζει και πάλι τον ντόπιο που μόλις τελειώνει άλλο ένα ουίσκι.

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: (μιλάει σιγανά) Είσαι καλά;

ΝΤΟΠΙΟΣ: Γιατί;

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Μήπως να μην πιεις άλλο σήμερα;

Ο ντόπιος είχε ένα ήσυχο μυαλό. Έπινε γιατί του άρεσαν το γέλιο, το φλερτ και η ζαλάδα. Όταν περπατούσε στο νησί και τον χτυπούσε ο αέρας άκουγε, αλλά και σκεφτόταν μονάχα τον αέρα. Οι ριπές περνούσαν μέσα από τις συνάψεις του. Όταν κοιτούσε το ηλιοβασίλεμα έβλεπε τον ήλιο να πέφτει. Όταν ψάρευε έβλεπε ψάρια να πεθαίνουν. Τίποτα δεν του φαινόταν αδιάφορο, τίποτα δεν του φαινόταν ενδιαφέρον. Ένιωθε ό,τι υπήρχε για να νιώσει. Σήμερα όμως τα νιώθει όλα λάθος.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Γιατί μου τα ’πες αυτά που μου ’πες χθες;

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Τι σου ’πα χθες;

ΝΤΟΠΙΟΣ: Χθες, που κλείσαμε το μαγαζί μαζί. Που κάτσαμε και ήπιαμε μαζί.

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Δεν θυμάμαι.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Είχες γίνει τύφλα, γι’ αυτό μου τα ’πες. Και τώρα δεν θες να πιω εγώ. Εγώ τι σου φταίω, ρε Θανάση;

ΘΑΝΑΣΗΣ: Μη φωνάζεις. Τι σου είπα χθες;

ΝΤΟΠΙΟΣ: Πρώτα μου είπες ότι θες να ζεις εδώ, γιατί εδώ δεν θα ’πρεπε, λέει, να υπάρχουν άνθρωποι. Είπες ότι εδώ δεν φυτρώνει τίποτα, ότι ο ήλιος τσουρουφλάει κι ότι ο αέρας τα σαρώνει όλα. Είπες ότι δεν θα ’πρεπε να ζει κανείς εδώ και γι’ αυτό θες να πεθάνεις εδώ, για να τα καταφέρεις. Να καταφέρεις τι; Να πεθάνεις;

ΘΑΝΑΣΗΣ: Μη μου δίνεις σημασία. Είχα πιει κι έλεγα μαλακίες.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Ύστερα μου ’πες ότι οι άνθρωποι έχουμε μέσα μας ένα… δεν θυμάμαι αν το ’πες βαρέλι ή μπουκάλι ή... τέλος πάντων. Μου ’πες ότι έχουμε μέσα μας ένα πράγμα που γεμίζει, αδειάζει και ξαναγεμίζει. Κι εσύ, μου ’πες, είσαι απ’ τους άτυχους, που το μπουκάλι τους έχει τρύπες. Και είπες ότι δεν μπορεί να γεμίσει ποτέ. Σε είχα πάει μέχρι το σπίτι σου κι εσύ μου ’πες καληνύχτα και μου ’κλεισες την πόρτα στα μούτρα.

ΘΑΝΑΣΗΣ: Μη μου δίνεις σημασία.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Και είχε κι αυτή την κωλόζεστη, κι εγώ δεν έκλεισα μάτι. Και σήμερα δεν μπορούσα να δουλέψω. Γιατί μου τα ’πες αυτά τα πράγματα, ρε Θανάση;

ΘΑΝΑΣΗΣ: Δεν ξέρω μωρέ, δεν είναι δικά μου. Κάποιος θα μου τα ’χε πει σε κάνα ταξίδι, θα τα θυμήθηκα και θα σου ’κανα πλάκα. Μη δίνεις σημασία.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Δεν μπορώ, σου λέω. Ξύπνησα με ένα τρύπιο μπουκάλι στον λαιμό μου.

ΘΑΝΑΣΗΣ: Θα σου κεράσω ένα τελευταίο και θα πας για ύπνο.

Ο Θανάσης επιστρέφει πίσω από την μπάρα. Το κορίτσι αφήνει ένα χαρτονόμισμα και το ζευγάρι σηκώνεται. Το αγόρι και το κορίτσι ανυπομονούν να κοιμηθούν. Ο Θανάσης φέρνει το χέρι στην καρδιά του και ψελλίζει ευχαριστώ. Η τουρίστρια παρακολουθεί το ζευγάρι που περνάει την πόρτα αγκαλιασμένο και ξέρει πως είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν μπορεί καν να φύγει ικανοποιημένος από ένα γαμημένο μπαρ, και δη σε νησί. Διακοπή ρεύματος. Ένα μπουκάλι πέφτει και γίνεται θρύψαλα. Τα φώτα ανάβουν. Οι ανεμιστήρες ξεκινούν. Ο ντόπιος και η τουρίστρια κοιτάζονται. Κοιτούν ξανά την μπάρα, και τον χώρο πίσω της, που δεν υπάρχει κανείς. Ο ντόπιος θέλει να ρίξει ένα χαστούκι στον Θανάση, που χθες τον τρέλανε και σήμερα έχει όρεξη για πλάκες. Κοιτάζει ξανά την τουρίστρια και κουνάει το κεφάλι. Για μια στιγμή είναι όμορφη ξανά. Εκείνη κλείνει το βιβλίο κι ανάβει άλλο ένα τσιγάρο.