- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μεθεόρτια
Στον καφέ της παρηγοριάς, τρυγώ από τους πιο παλιούς στιγμιότυπα της μάνας μου που αγνοώ, επιβεβαιώνοντας ότι η ζωή ενός τόσο κοντινού ανθρώπου έχει πράγματα που δεν ήξερα και δεν θα μάντευα
Ο θάνατος της μητέρας: Σκέψεις και συναισθήματα μετά την απώλεια
Η ιστορία δεν έχει ακριβώς περίγραμμα, έχει όμως όγκο, σαν αποσκευή πανέτοιμη ν’ ανασυρθεί απ’ το πορτ μπαγκάζ της μνήμης.
Είναι πάνω από σαράντα μέρες που το Γεγονός έχει συντελεστεί – αδιανόητο και μαζί κοινότοπο, όπως κάθε θάνατος. Μένει να συντονιστούμε στην καινούργια συχνότητα, να μάθουμε να ισορροπούμε στα κενά αέρος από το ωστικό κύμα της αμετάκλητης αποχώρησης.
Για κάποια χρόνια τώρα, τον χώρο όπου κατοικούσε η ζωντανή μητέρα τον καταλάμβανε η διαδρομή της, η φροντίδα της, η κατάσταση, οι ανάγκες, οι διαθέσεις της. Αφότου έφυγε, ο χώρος έχει αρχίσει να χάνει τη συνοχή του, είναι φτιαγμένος από στρόβιλους μνήμης που εκτείνονται στο παρελθόν, υποχωρούν κι επανεμφανίζονται με άλλη άλλοτε ένταση. Το δωμάτιο που λεγόταν «Μητέρα» εξαχνώνεται και διαρρέει σε όλο το σπίτι αλλάζοντας τη σύστασή του.
Χτες το βράδυ, η απόχη των ονείρων είχε μέσα τρία σκυλιά τα οποία (Θεέ και Κύριε!) είχαν πυροβοληθεί στο κεφάλι. Η πράξη ήταν ακραία, ψύχραιμη και χωρίς προειδοποίηση. Αμέσως μετά, η γυναίκα που το έκανε (άγνωστη μα πόσο οικεία! Μπορώ να την περιγράψω με την παραμικρή λεπτομέρεια…) μου έβαλε το περίστροφο στο χέρι (βαρύ, γκριζόμαυρο) σαν να μην το χρειαζόταν άλλο. Με κοίταξε με νόημα, και το μήνυμα της ήταν σαφέστατο: «Όποιος έχει τα μέσα, έχει και το δικαίωμα».
Δεν είναι ν’ απορεί κανείς, δεδομένου του πόσο συχνά σκέφτομαι το τέλος, γενικά και ειδικά. Ο θάνατος, από την περιφέρεια όπου ζούσε εξόριστος, έχει κάνει ένα βήμα πιο κοντά στο κέντρο του κύκλου και είναι τώρα ορατός από κάθε γωνία. Η πανταχού παρουσία του δεν είναι ακριβώς απειλητική, αντίθετα μάλιστα, αποπνέει την υπόσχεση μιας νέας ελευθερίας. Μόνο που, για να φτάσει κανείς εκεί, πρέπει πρώτα να διασχίσει ένα τοπίο απελπισίας. (Κάπως έτσι μεταφράζω και την αίσθηση του να κρατάω τώρα εγώ το περίστροφο!)
«Υοu are constantly in the process of creating consequences» έλεγε το κείμενο της ημέρας για σήμερα. Δηλαδή: «Δημιουργείς συνέπειες συνεχώς, ό,τι κι αν επιλέξεις». Η ιδέα είναι ενοχλητική, σαν μια επιπλέον επιβάρυνση. Μου ζητάει να μεταπηδήσω σε μια διάσταση που δεν είναι εδώ, το μέλλον, που ήταν πάντα απροσπέλαστο. Μια έννοια αφηρημένη που ποτέ δεν μπόρεσα να της προσδώσω περιεχόμενο. «Δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα “μετά”», μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια της η απελπισία. «Ζούμε σ' έναν χρόνο συντελεσμένο, η ζαριά έχει ριχτεί. Η καταστροφή έχει ήδη συμβεί, έχουμε γεννηθεί! Τώρα ο καθένας ας τα βγάλει πέρα όσο καλύτερα μπορεί».
Κι ενώ, κανονικά, δεν προσυπογράφω τέτοιες σκέψεις, αναγνωρίζω πεντακάθαρα το συναίσθημα που ψάχνουν να δικαιώσουν. Η σκηνή από την οποία αυτή η ματαίωση αναβλύζει με ανανεωμένη ορμή είναι η εξής:
Στον εξωτερικό χώρο του κοιμητηρίου, φίλοι και παλιοί γείτονες κάθονται σε ξύλινα καθίσματα τοποθετημένα ημικυκλικά στο γρασίδι. Συνομιλούν χαμηλόφωνα. Κάποιους έχω να τους δω δεκαετίες. Βοηθάμε ψιθυριστά ο ένας τον άλλο να ταυτοποιήσουμε τους υπόλοιπους. Μπροστά μας, στο χορτάρι, είναι το φέρετρο της μητέρας, ανοιχτό. Το θέαμα μου είναι οδυνηρό. Δεν αφήνω το βλέμμα να σταθεί εκεί, ούτε καν όταν πλησιάζω για ν’ αποχαιρετίσω.
Είναι μια πολιτική κηδεία. Δεν υπάρχει εδραιωμένο τελετουργικό που θ’ ακολουθηθεί, κι αυτό μας κάνει όλους λίγο αβέβαιους. Ένας από τους παλιούς γείτονες προτείνει διστακτικά: «Αν φωνάζαμε τον ιερέα να διαβάσει ένα σύντομο εξόδιο;» (Με την άκρη του ματιού δεν βλέπω τη μαμά να εγείρει κάποια αντίρρηση.)
Η πρόταση αποδεικνύεται σωτήρια. Το δεκάλεπτο ευχολόγιο, που όλοι αναγνωρίζουμε, βοηθά να μπει το συλλογικό συναίσθημα σε μια κοινή κοίτη. Κατόπιν, σηκώνεται η Ε. και περιγράφει τη φιλοξενία της από τη μάνα, που τότε δεν την ήξερε, όταν είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα από το νησί. Έπειτα παίρνω εγώ τη σκυτάλη και μιλάω για την όρεξή της να βγει απ’ το σπίτι στον κόσμο και να «κονταροχτυπηθεί εκεί έξω», όπως το έθετε, πράγμα που έγινε δυνατόν μόνο μετά τον θάνατο του πατέρα…
«Μου προτάθηκε να της μιλάω» συνεχίζω, «και το κάνω, όπως και με τα φυτά μου. Δεν το νιώθω παράλογο, αντίθετα με ανακουφίζει να τη σκέφτομαι τώρα σαν μπουκαμβίλια. Ούτε υπάρχει τίποτα σπαρακτικό σ’ αυτά που της λέω. Κυρίως ψιλοκουβέντα της κάνω, για το χάος του νοικοκυριού μου».
(Όταν κάθομαι, η Β. με την οποία γειτονεύουμε χρόνια, μου λέει στο αυτί: «Να δεις που κάποια στιγμή θα σου απαντήσει κιόλας».
«Το έχει ήδη κάνει. “Χεσ’ το σπίτι” μου λέει, “εσύ, κοίτα να κάνεις τα πράγματα που σ’ αρέσουν”». Η Β. πνίγει ένα γελάκι. «Ναι» προσθέτω, «μετά θάνατον έχει γίνει πολύ αθυρόστομη!»)
Ανθρώπινη, απέριττη, χωρίς τον εκκλησιαστικό στόμφο, χωρίς ακατανόητα μουρμουρίσματα από χρυσοποίκιλτα βιβλία, η αυτοσχέδια τελετή πετυχαίνει άριστα τον σκοπό της. Μέσα από τα λόγια των ανθρώπων, ενώνει τα νήματα ώστε να γίνει ορατό ένα μικρό κομμάτι του υφαντού που ήταν μια ζωή. Και μας φέρνει μαζί να αποχαιρετήσουμε το μικρό πανί που χάνεται στον ορίζοντα.
Στον καφέ της παρηγοριάς, τρυγώ από τους πιο παλιούς στιγμιότυπα της μάνας μου που αγνοώ, επιβεβαιώνοντας ότι η ζωή ενός τόσο κοντινού ανθρώπου έχει πράγματα που δεν ήξερα και δεν θα μάντευα. «Οικείος», λοιπόν, δεν σημαίνει «δικός μου».
Λίγες ώρες μετά, η συγκυρία θέλει να βρεθούμε μόνοι με τη μαμά στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας. Λευκό, άδειο δωμάτιο με τζαμαρία στη λιακάδα και στη μέση η σωρός, μια συρρικνωμένη κέρινη κούκλα, άκαρδη απομίμηση του ζωντανού ανθρώπου. Το μόνο που παραμένει αναλλοίωτο είναι το τόξο των φρυδιών, κι εκεί εστιάζομαι. Δεν είναι πια εκείνη, αλλά στο σώμα που την υπηρέτησε κοντά 85 χρόνια αξίζει να τιμηθεί.
«Μην ανησυχείς που θα καείς, δεν θα πονέσει», μου έρχεται αυθόρμητα άλλος ένας ανακουφιστικός παραλογισμός.
Στη γωνία του δωματίου πίσω μου, ένα πιάνο. Ένας νεαρός άντρας μπαίνει αθόρυβα και, μ’ ένα ελαφρύ νεύμα, αρχίζει να παίζει.
Ποτέ δεν ήξερα ότι η μουσική μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο! Το πιάνο σκέφτεται και νιώθει για μένα, και μου δίνει άδεια απλά να υπάρχω. Οι νότες του φτεροκοπούν στο δωμάτιο ραμφίζοντας μαλακά τον αέρα για να μπορέσω να φτάσω στη λύπη μου. Κάνει όλα όσα χρειάζονται για να βρω το πέρασμα για εκεί, ανάμεσα στην εκτίμηση, την ανακούφιση, την τρυφερότητα, την ενοχή...
Με το ένα χέρι αγγίζω το δικό της που είναι σαν παιχνιδιού από καουτσούκ, με το άλλο το μέτωπό της, ψυχρό και τεντωμένο.
«Δεν ξέρω αν η ζωή που έζησες ήταν αυτή που θα διάλεγες, δεν είναι για μένα να το πω. Ξέρω ότι δοκιμάστηκες πολύ, όπως τόσοι και τόσοι απ’ τη γενιά σου. Και ξέρω ότι αγάπησες τον ανοικτό ορίζοντα όσο λίγοι. Όλος δικός σου τώρα. Αντίο, γλυκιά μου».