Life

Καλοκαιρινές ιστορίες #3: Ο Ναυαγοσώστης ή «The Baywatch Project»

Μια χολιγουντιανή ιστορία και η πεζή καθημερινότητα του 2023

Νίκος Καραχάλιος
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Νίκος Καραχάλιος μοιράζεται μια ιστορία για την κοινωνική πραγματικότητα.

O Μάιος τελείωνε. Όχι όμως και οι εκκρεμότητες. Η διαδικασία είχε καθυστερήσει όπως συνέβαινε πάντα.... «Συνηθισμένη η γριά στα σύκα» σκέφτηκε. Την ενοχλούσε βέβαια που το μυαλό της πήγαινε για άλλη μια φορά σε παροιμίες, αλλά ως απόφοιτος Λυκείου δεν πρόλαβε να ανέβει επίπεδο και να φτάσει να μιλάει με αποφθέγματα. Έπρεπε μέσα σ’ ένα Σαββατοκύριακο να εξετάσει πάνω από 500 βιογραφικά, να εγκρίνει λιγότερα από τα μισά για τις θέσεις των 200 ναυαγοσωστών που θα προσλάμβανε η Περιφέρεια για να καλύψει τις ανάγκες της θερινής περιόδου.

Και να σκεφτείτε ότι είχε ήδη γίνει και προεπιλογή από τους υφιστάμενούς της στην Υπηρεσία. Όταν βγήκε η προκήρυξη οι αιτήσεις είχαν ξεπεράσει τις 5.000 για μια εποχιακή, part time, γεμάτη ευθύνες και κακοπληρωμένη δουλειά. Η ανεργία όμως είχε χτυπήσει κόκκινο, όπως θα χτυπούσε σε λίγο και ο υδράργυρος. Κατά συνέπεια κάθε μεροκάματο, ακόμη και του τρόμου, ήταν καλοδεχούμενο…

Το καλοκαίρι ερχόταν με φόρα. Τα σχολεία έκλειναν σε δύο εβδομάδες. Ποιος θα μπορούσε τότε να συγκρατήσει τα στίφη των αλαφιασμένων Αθηναίων, που μετά από δύο χρόνια αναγκαστικού εγκλεισμού με τον Covid, θα ξεχύνονταν για λίγη δροσιά στις παραλίες της Αττικής;

Και βέβαια, μαζί με τις βουτιές θα άρχιζαν και τα παρατράγουδα… Η χώρα δυστυχώς κρατούσε και αυτό το θλιβερό ρεκόρ. Την πρωτιά σε πνιγμούς ανά 1.000 κατοίκους. Μαζί με τους υπερβολικά πολλούς θανάτους από οδικά δυστυχήματα, συμπλήρωναν το δίδυμο του Χάρου που αφαιρούσε τις ζωές των «απρόσεκτων» (βαριά κουβέντα να την πεις, πόσο μάλλον να την γράφεις…). «Εμείς -το Κράτος- πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας να μην χαθεί άδικα φέτος καμία ανθρώπινη ζωή». Αυτό ήταν το νέο δόγμα του Κυβερνήτη. Λες και υπάρχουν ζωές που χάνονται δίκαια…

Η Λουκία άφησε κατά μέρος τις δεύτερες σκέψεις και επιτάχυνε τον ρυθμό της. Αυτό το Σαββατοκύριακο αυτή -η Λουκία Κοτοπούλη αυτοπροσώπως- θα ήταν το μακρύ και αποτελεσματικό χέρι του Επιτελικού Κράτους. Έχανε που έχανε το διήμερο δουλεύοντας υπερωρίες, δεν σκόπευε να χάσει και το bonus παραγωγικότητας που της είχε υποσχεθεί ο Προϊστάμενος Ανθρωπίνων Πόρων «αν ξεπετούσε έγκαιρα το έργο».

Όλη η Υπηρεσία γελούσε ήδη με το «Baywatch Project», όπως το είχε ονομάσει ο Υπερνομάρχης στις προεκλογικές του εξαγγελίες πριν από τέσσερα χρόνια. Τώρα που πλησίαζαν και πάλι εκλογές (και δεν το είχε υλοποιήσει), εκείνη θα τον ξελάσπωνε και πάλι με την αποτελεσματικότητά της. Το έπαιρνε πολύ στα σοβαρά. Όπως άλλωστε κάθε τι που της ανέθεταν «εμπιστευτικά». Γι’ αυτό είχε καταφέρει «ν’ ανέβει». Ξεκίνησε από τα χαμηλά -ως μια απλή ΠΕ- και τώρα έδινε εντολές σε απόφοιτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης.

Πού να ‘ξερε ο Μεγάλος ότι σε λίγο δεν θα κρυφογελούσε μαζί του μόνο το προσωπικό, αλλά και τέσσερα εκατομμύρια Αθηναίοι. Πότε;

Όταν θα τον έβλεπαν να φωτογραφίζεται ανάμεσα στα καλλίγραμμα κορίτσια και στα καλογυμνασμένα αγόρια, που θα διάλεγε -σε πλήρη αναντιστοιχία με τη δική της εικόνα- η υπέρβαρη και μύωψ Λουκία. Πού να φανταζόντουσαν οι άλλοι στο τμήμα, ότι όποτε τη συναντούσε την κολάκευε, αλλά αυτή δεν ενέδιδε στη γοητεία της εξουσίας του; Αφού το έκανε σε όλες ο αθεόφοβος νάρκισσος.

Η αλαζονεία του συγκεκριμένου πολιτικού ήταν υπερβολική. Ο τίτλος «Μικρός Πρωθυπουργός» που του απέδιδαν οι υπερφίαλοι συνεργάτες/αυλοκόλακες μετά τον θρίαμβο του 51% στις εκλογές του ’18, σε συνδυασμό με την ακόρεστη φιλοδοξία του, τον είχαν κάνει να ξεφύγει. Όμως, τώρα τελευταία «είχαν σφίξει τα γάλατα» (να τη πάλι η λαϊκή παροιμία…) [Ευτυχώς είχε μάθει να μην τις ξεστομίζει αυτές τις «λαϊκούρες» και μάλιστα μπροστά στις άλλες στο γραφείο που ήταν τσιμπημένες μαζί του]. Αυτή η σχεδόν ανέραστη 40άρα -λέμε τώρα- κράταγε χαρακτήρα. Βράχος ηθικής. Τον αγνοούσε επιδεικτικά. Πώς άντεχε την πολιορκία; Τους ήξερε καλά κάτι τέτοιους τύπους… Εαυτούληδες που κάνουν τη δουλειά τους και μετά σε πετάνε «σαν στημένη λεμονόκουπα». Άλλωστε, εδώ και χρόνια ήταν τσιμπημένη με άλλον… Αλλά αυτός ζούσε πολύ μακριά. Άσε που της έπεφτε και πολύ ψηλός. Ποιος ήταν αυτός; Το επτασφράγιστο μυστικό της! Ένας ξένος…

Λουκία, συγκεντρώσου! Αν η φίλη μας ήταν άντρας με τόσες φωτογραφίες νέων παιδιών που περνούσαν από την κρίση και τα χέρια της, θα νόμιζε ότι ήταν κάτι σαν Iron Woman, παρότι δεν είχε περάσει ούτε απ’ έξω από γυμναστήριο. Ξεφύλλιζε για άλλη μια φορά τις αιτήσεις που έμοιαζαν με καλοκαιρινό τεύχος του Playboy. Γιατί;

Ο κύριος Αλέκος, ο «Μεγάλος», επέμενε ότι στον διαγωνισμό μαζί με τα βιογραφικά και τα δικαιολογητικά έπρεπε «απαραιτήτως να επισυνάπτονται και δύο φωτογραφίες -έγχρωμες μάλιστα! Μία πρόσωπο, μία ολόσωμη με μαγιό». Τι να κάνουν και τα καημένα τα παιδάκια; Στηνόντουσαν χειμωνιάτικα στη θάλασσα να ποζάρουν... Φαίνεται πως τελικά είχαν και κάτι κοινό. Πρέπει να έβλεπε πολύ και αυτός Baywatch στα νιάτα του... Μεταξύ μας ήταν ένας κομπλεξικός τάπας που, ενώ έφτανε μετά βίας το 1,65, νόμιζε πως είναι «μοντελοπνίχτης», κάτι σαν την ελληνική έκδοση του David Hasselhoff. Αυτός ήταν δίμετρος, τρομάρα του. Σε αντίθεση με τον «Μεγάλο», το δήθεν ταίρι του, η κυρία Υπερνομάρχη έφερνε σε κάτι προς Pamela Anderson – τουλάχιστον ως προς το πλατινέ μαλλί και το ενισχυμένο στήθος…

Ο ανεπρόκοπος πρέπει να ήταν οφθαλμολάγνος. Δεν ντρεπόταν ούτε τα δύο παιδιά του; Είχε θεωρητικοποιήσει την έξη του… Διατεινόταν και μάλιστα το διακήρυττε και στον δημόσιο λόγο του ότι «η αισθητική είναι η νέα πολιτική». Δεν παραδεχόταν βέβαια ότι ήταν voyeur, αλλά επέμενε πως «ζούμε στην Εποχή της Εικόνας, του facebook και του instragram. «Σκεφθείτε τα νέα στελέχη μας, όλες και όλοι εσείς, το πρόσωπο του Τουρισμού μας στον κόσμο, οι πρεσβευτές μιας Ελλάδας με 13.850 χλμ ακτών, οι ναυαγοσώστες μας, να βγάζετε selfies με ξένους επισκέπτες στις παραλίες και να είστε υπέρβαροι… Αηδία!». Γι’ αυτό -δήθεν- ήθελε «όλοι οι νεοπροσληφθέντες να είναι καλλίγραμμοι και οι νεοπροσληφθείσες καλλίπυγες». Στην Ελλάδα του 2023, το woke κίνημα δεν είχε ανοίξει το κεφάλαιο bodyshame ακόμη, οπότε όλα αυτά ακουγόντουσαν εντελώς φυσιολογικά.

Α! Και βέβαια, δεν χρειαζόταν να τους υπενθυμίζει συνέχεια «το αυτονόητο» (ψιθυριστά): «να είναι του κόμματος».

Εδώ κάπου παραμόνευε το conflict. Η σύγκρουση ανάμεσα στο καθήκον απέναντι στην Υπηρεσία, την πίστη στο Κόμμα και την εφηβική της Φαντασίωση. Η σύγκρουση αυτή θα άγγιζε οσονούπω τα όρια της υπαρξιακής κρίσης.

Όσοι αναρωτιούνται πώς θα κατάφερνε να εξελιχθεί μια διεκπεραιωτική διαδικασία σε μπλέξιμο για τη Λουκία μας, οφείλουμε να σας δώσουμε μερικά βιογραφικά στοιχεία, όσο η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας «βγάζει τα μάτια της», για να ξεδιαλέξει τους άριστους ανάμεσα στα εκατοντάδες βιογραφικά. Μόνο δύο λεπτομέρειες αρκούν για να καταλάβετε πώς μπορεί να συνθλιβεί κανείς ανάμεσα στο Baywatch -και δεν εννοούμε το Project της Περιφέρειας, αλλά το ομώνυμο serial- και την κομματική γραφειοκρατία.

Η Λουκία ήταν γεννημένη το 1969. Είχε τελειώσει το Λύκειο στο Κουκάκι στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τότε περίπου εμφανίστηκε και η ιδιωτική τηλεόραση, έκαναν θραύση οι έγχρωμες συσκευές -τους είχε αγοράσει μια Grundig 27’’ ιντσών ο πατέρας της «να ‘ναι καλά εκεί ψηλά που είναι»- και παιζόταν μια από τις πιο δημοφιλείς σειρές της εποχής το life turning point της άχρωμης ζωής της.

Από το 1989 έως το 2000 δεν είχε χάσει ούτε ένα επεισόδιο. Τα περίμενε πώς και πώς κάθε εβδομάδα. Μεγάλωσε κυριολεκτικά παράλληλα με το Baywatch. Μόλις άκουγε το τραγούδι της σειράς, το «I ll be ready» του Jimi Jamison, αναριγούσε λες και έπαιζε ο Εθνικός Ύμνος. Είχε μάθει όλα τα λόγια απ' έξω και ας ήταν τα αγγλικά της επιπέδου Lower. «I won’t let you out of my sight, never you fear». Χωρίς να γνωρίζει τον όρο φαντασίωση, σίγουρα στο υποσυνείδητό της λειτουργούσε μια ταύτιση. Η Pamela Anderson ως Casey της έπεφτε πολύ χυμώδης και η Erika Eleniak ως Shanni πολύ εκρηκτική. Η Λουκία μπορεί να κυκλοφορούσε στου Μακρυγιάννη, αλλά έβλεπε τον εαυτό της ως μια ατρόμητη Stephanie από την Santa Barbara. Όχι τόσο γιατί μοιάζανε. Είχε στοιχειώδη συναίσθηση. Αντιλαμβανόταν ότι η Alexandra Paul έβλεπε τον κόσμο από το 1.80, ενώ εκείνη ούτε με 12ποντο δεν έφθανε το 1.75 (άσε που η Steph ήταν και μοντέλο...). Ο ρόλος της όμως ως δυναμική Lieutenant Holden, δηλαδή ήταν κάτι σαν «Βοηθός Διευθυντού», στόχο που είχε και η ίδια στην καριέρα που είχε ξεκινήσει στο Δημόσιο, την εξέφραζε πλήρως. Άσε που ήταν και η μόνη με την οποία φλέρταρε «ο δικός της», ο Mitch…

Πού να φανταζόταν τότε ότι τελικά θα μείνει ανύπαντρη και αυτή, child free σαν το πρότυπό της, αφού όπως και εκείνη δεν μπορούσε να βρει τον Πρίγκιπα της Παραλίας. Είχε ταυτιστεί τόσο μαζί της, ώστε όταν η Alexandra σταμάτησε να εμφανίζεται στο Baywatch, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Άρχισε τα Xanax και τότε πήρε τα πρώτα –πολλά- κιλά. Καταλάβαινε βέβαια ότι πνίγηκε μόνο για τις ανάγκες του σεναρίου, αλλά αισθανόταν ότι είχε δεθεί τόσο που δεν μπορούσε να δεχθεί ότι μαζί της βυθίστηκε και η όποια ελπίδα να τα φτιάξουν με τον Mitch. Η Λουκία σταμάτησε να παρακολουθεί το serial με το νέο cast και έβλεπε συνεχώς τις επαναλήψεις. Όμως παρακολουθούσε την εξέλιξη της Paul από ηθοποιό σε ακτιβίστρια. Όταν μάλιστα συνελήφθη έξω από τον Λευκό Οίκο σε μια διαμαρτυρία για τον αδικαιολόγητο Πόλεμο στο Ιράκ, της μπήκε και εκείνης η ιδέα να κάνει κάποτε μια ενέργεια που θα ήταν ανατρεπτική και ας μην ήταν αποδεκτή από τους κανόνες του ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Μπορεί να «μην την έπιανε το μάτι τους», αλλά κάποια στιγμή μπορεί να γινόταν θηλυκός Τσε Γκεβάρα, αυτή που ήταν «τύπος και υπογραμμός». Φρόντιζε με την εργατικότητά της οι αξιολογήσεις να την χαρακτηρίζουν «άψογη». Πήγαινε πρώτη, έφευγε τελευταία από το γραφείο. Εκτελούσε τα καθήκοντά της στην εντέλεια και πάντα σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. «Μικρή Σταχάνοφ» την αποκαλούσε ο Πρόεδρος των Συνδικαλιστών και ας μην καταλάβαινε αν της κάνει κομπλιμέντο ή αν την ειρωνεύεται. Δεν την ένοιαζε. Πού να ξέρανε όλοι αυτοί ότι άλλος καημός την έτρωγε όλα αυτά τα χρόνια….

Εδώ κλείνει η χολιγουντιανή παρένθεσή μας και επανερχόμαστε στην πεζή καθημερινότητα του 2023.

Στο διαμέρισμα που είχε κληρονομήσει από τους συγχωρεμένους τους γονείς της η Λουκία μας είχε κουβαλήσει ασθμαίνοντας δύο μεγάλες μπλε πράσινες σακούλες με τα χαρτιά από τη δουλειά. Όχι ότι ήταν και μεγάλη η διαδρομή. Ούτε 500 μέτρα δεν χώριζαν το γραφείο στη Συγγρού από το 6Α της οδού Χατζηχρήστου. Ο δρόμος της ήταν κάθετος στη Λεωφόρο. Μόλις 5 λεπτά με τα πόδια. Αυτό το πηγαινέλα ήταν όλη της τη ζωή. Μία ευθεία. Καμία εναλλαγή. Καμία απόκλιση. Το δυάρι ήταν στο δεύτερο όροφο. Αν ήταν στον τρίτο θα έβλεπε την Ακρόπολη. Τώρα κοίταζε την άχαρη πλάτη του Μουσείου της Ακρόπολης. Αντί ν’ ατενίζει τις Καρυάτιδες με την περηφάνια πως τα μοντέλα της Αρχαίας Αθήνας ήταν πρόγονοί της, την κάρφωναν εκείνη μέσα από τα τζάμια του κτιρίου οι περίεργοι τουρίστες, σαν να είναι η μικροαστική μιζέρια του διαμερίσματός της μία αίθουσα κόντρα ρόλος στη μεγαλοπρέπεια του νέου στολιδιού της σύγχρονης Πόλης. Άθελά της έγινε η κλεισούρα της ένα ακόμη -γκρίζο- αξιοθέατο. Γι’ αυτό ένα χρόνο αφότου το εγκαινίασαν «το ρημάδι», αποφάσισε να ζήσει στο σκοτάδι. Για την ακρίβεια εξαναγκάστηκε να κρυφτεί από τον αγαπημένο της αττικό ουρανό. Κατέβασε τα πατζούρια και δεν θα τ’ άνοιγε ποτέ ξανά, παρά μόνο Πρωτοχρονιά και Ανάσταση, για να θαυμάσει τα πυροτεχνήματα από το στενό μπαλκόνι. «Ας είναι… Έχει ο Θεός», αναστέναξε καρτερικά γι’ άλλη μια φορά.

Κάπου-κάπου έψαχνε τρόπους για να σπάσει την πλήξη που είχε περάσει από το μυαλό και είχε διαποτίσει το αίμα της, χωρίς να βρίσκει καμία έξοδο διαφυγής. Μοναδικό άνοιγμα στη φαντασία της η μετατροπή του ανήλιαγου σαλονιού στο Κουκάκι σε ηλιόλουστη παραλία της California.

Ο ωκεανός απλωνόταν μπροστά της όταν άνοιγε η νέα τεράστια plasma Smart TV τηλεόραση των 47 ιντσών. Ο καναπές ήταν η «ξαπλώστρα της». Το καφέ παρκέ από καρυδιά, η καστανή άμμος του Ειρηνικού. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στόλιζε το κινέζικο βάζο στο σερβάν. Ενώ της το χάριζε κάθε δεύτερη μέρα όταν περνούσε μπροστά από το ανθοπωλείο του ο Μήτσος ο γείτονας, σκεφτόταν πως ήταν από τον Mitch.

Ως εδώ όμως με τις ονειροπολήσεις. Δουλειά! Τα χαρτιά είχαν απλωθεί σε όλο το σαλόνι. Τα είχε οργανώσει σε τέσσερις κατηγορίες επάνω στη σκαλιστή τραπεζαρία. Είχε διπλώσει με προσοχή τα σεμεδάκια που είχε πλέξει η ίδια με το βελονάκι της σε μια διπλανή καρέκλα. Στα δεξιά της τοποθετούσε τους «επιτυχόντες» σε δύο πιο κοντές στοίβες: «ΑΡΡΕΝ» και «ΘΗΛΥ». Αφού τσέκαρε εξονυχιστικά τα δικαιολογητικά, έβαζε την μονογραφή της με μπλε BIC. Αριστερά της σε δύο πολύ μεγαλύτερους πάκους ήταν οι «κομμένες» αιτήσεις, μονογραμμένες με κόκκινο BIC.

Είχε μείνει πίσω. Βιαζόταν. Τις Κυριακές έτρωγε εδώ στο σαλόνι. Όμως τώρα δεν προλάβαινε τέτοιες πολυτέλειες. Τις καθημερινές έτρωγε μόνη της κάτι στα πεταχτά στην κουζίνα. Σήμερα, λόγω φόρτου εργασίας, δεν είχε μαγειρέψει. Τσίμπησε στο πόδι κάτι γιουβαρλάκια που είχαν μείνει από χθες, την ελληνική version των meatballs που τόσο άρεσαν στον Mitch της. Αχ και να είχε την ευκαιρία να του τα φτιάξει κάποτε... «Σμυρνέικα. Θα τον τρέλαιναν». «Βρε παπούτσι από τον τόπο σου» της έλεγε η καημένη η μάνα της. Πού ν’ ακούσει τότε αυτή η ονειροπαρμένη... Και να που «έμεινε στο ράφι», όπως είχε προβλέψει με κακεντρέχεια η επίσης γεροντοκόρη θεία της, η Φιλιώ.

Η Λουκία πιεζόταν πλέον να ολοκληρώσει τη δουλειά της για να προλάβει να δει στην τηλεόραση τους τελικούς του Just the Two of Us. Έβλεπε σχεδόν αποκλειστικά τον πιο ψυχαγωγικό ALPHA. Τέρμα ο ΣΚΑΪ και οι ειδήσεις που την ψυχοπλάκωναν. Το τηλεκοντρόλ το είχε μόνο για ON–OFF. Δεν άλλαζε πια ούτε κανάλι, στη μονότονα επαναλαμβανόμενη ζωή της.

10μμ. Πλησίαζε επιτέλους στο τέλος πάνω στην ώρα. Όπως και στο reality, έτσι και σ’ αυτό τον διαγωνισμό της πραγματικής ζωής είχαν μείνει τρεις διεκδικητές για τις δύο τελευταίες θέσεις. Αφορούσαν ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Η κοπέλα ήταν εύκολη υπόθεση. Η Κωνσταντίνα Κοκκίνου έμοιαζε με την ιδανική ναυαγοσώστρια. Έφερνε στη Neely περισσότερο από την ίδια την Gena Lee Nolin. Είχε πάνω δεξιά στα χαρτιά της και το απαραίτητο «αστεράκι», το σημαδάκι με την ένδειξη ότι η οικογένεια είχε τα πρέποντα κομματικά διαπιστευτήρια. Ποιος ξέρει σε ποια τοπική ξημεροβραδιαζόντουσαν ο πατέρας και η μάνα της κολλώντας αφίσες για να εξασφαλίσουν το μέλλον στο αγγελούδι τους;

Η δεύτερη περίπτωση όμως θα την προβλημάτιζε γιατί είχαν μείνει δύο υποψήφιοι. Ο δίμετρος Γιώργος Αστερίου, απόφοιτος ΤΕΦΑΑ και πολίστας, φουνταριστός στο Παλαιό Φάληρο, όχι μόνο είχε με κεφαλαία «ΝΑ ΛΗΦΘΕΙ ΥΠ’ΟΨΙΝ!» ως μακρινός συγγενής του Μεγάλου, ήταν και αληθινός κούκλος!

Ο άλλος ήταν ένας Σωτήρης Αλεξίου. Χωρίς καμία περαιτέρω σύσταση.

Ωπ!

Μπλέξιμο προαισθάνομαι…

Πώς βρέθηκε αυτός εδώ;

Περίεργο…

50 χρονών υποψήφιος;

Πληρούσε μεν όλα τα τυπικά προσόντα, αφού μπορούσαν να πάρουν μέχρι και 60χρονους, αλλά πλησίαζε τα διπλάσια χρόνια από τον μέσο όρο ηλικίας των άλλων παιδιών. Ξανακοίταξε με προσοχή το CV του. Μόλις είχε πάρει το δίπλωμα που του έδινε την επάρκεια. Ήταν Φυσικός, καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης στο 15ο Λύκειο στην Κυψέλη. Κάποιος είχε σημειώσει χειρόγραφα «έχασε συγγενή του σε πνιγμό πέρυσι…»

Προς απόδειξη επισυναπτόταν και το περσινό απόκομμα ενός πρωτοσέλιδου δημοσιεύματος καθημερινής εφημερίδας με τίτλο: «ΔΡΑΜΑ στην ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΡΙΒΙΕΡΑ! Μητέρα πνίγηκε στην Ανάβυσσο προσπαθώντας να σώσει τον 10χρονο γιό της.» Σύμφωνα με το ρεπορτάζ τον μικρό τον είχε χτυπήσει και εγκαταλείψει ένας ασυνείδητος οδηγός ταχυπλόου. Που ως συνήθως δεν βρέθηκε ποτέ…50 ετών ήταν αυτή η δυστυχισμένη, 50 και ο υποψήφιος. Πώς γινόταν αυτό;

Ήταν σύζυγός του;

Θα μπορούσε… Ξανακοίταξε το βιογραφικό του.

Έγραφε: «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Άγαμος».

Κοίταξε καλύτερα τη φωτογραφία της γυναίκας. Η ομοιότητα ήταν καταφανής. Σαν δύο σταγόνες που τις σημάδεψε το νερό…

Η άτυχη ήταν μελαχρινή, με μακριά ίσια μαλλιά, σαν Ινδιάνα, και είχε μεγάλα, εκφραστικά μάτια. Μελαχρινός και αυτός με ίσια μαλλιά, χωρίστρα στο πλάι και γκριζαρισμένους κροτάφους. Τα μάτια ήταν το ίδιο μελαγχολικά. Το βλέμμα βαθύ σαν το βυθό που τους χώρισε.

Ήταν δίδυμοι!

Πρόβλημα… Ποιον να διαλέξει;

Παλαιότερα δεν θα βρισκόταν καν σε δίλημμα. Δεν θα άφηνε συναισθηματισμούς να ξεπεράσουν τις άνωθεν εντολές.

Αυτή τη φορά όμως μπήκε σε δεύτερες σκέψεις.

Η φωνή της θείας Φιλιώς σαν να τη μάλωνε: «Κάνε το σωστό! Κοίταξε μια φορά και τον εαυτό σου». Του χρόνου θεμελίωνε δικαίωμα συνταξιοδότησης. Δεν θα ρίσκαρε να τα τινάξει όλα στον αέρα για μια φαντασίωση. Τώρα μάλιστα που μετρούσε αντίστροφα. Κάθε μέρα ήταν ένα βήμα προς την πολυπόθητη στιγμή που θ’ απαλλασσόταν απ’ όλους και όλα. Λένε ότι η ζωή είναι στιγμές. Για τη Λουκία ήταν μια αλληλουχία από ανομολόγητες και ανεκπλήρωτες προσδοκίες… Η σύνταξη ήταν πια η μόνη της προσδοκία!

Αστερίου ή Αλεξίου;

Δύο ονόματα που έμοιαζαν τόσο πολύ και όμως εκτός από τα δύο μόλις γράμματα, διέφεραν τόσο πολύ. Ο ένας ήταν ίσως ο πιο όμορφος άντρας που είχε δει και ο άλλος ο πιο λυπημένος. Ο ένας είχε όλη τη ζωή μπροστά του και ο άλλος είχε αφήσει τη μισή ζωή πίσω του. Όσο θα ήθελε να έχει τον πρώτο, άλλο τόσο ταυτιζόταν με τον δεύτερο…

Μάλιστα… Τέλος έπρεπε να κάνει το «σωστό».

Χαμογέλασε. Έκλεισε τους φάκελους με την ικανοποίηση που δίνει στον άνθρωπο η αίσθηση της πραγματοποίησης μιας «σωστής» πράξης… Δεν της συνέβαινε συχνά να αισθάνεται γεμάτη.

Έκλεισε την τηλεόραση και πήγε να ξαπλώσει. Μακάρι να έβλεπε και απόψε το αγαπημένο της όνειρο.

Ιούνιος και Ιούλιος πέρασαν γρήγορα. Είχε πέσει ακόμη περισσότερη δουλειά. Ήταν περίοδος εργασιοθεραπείας για τη γραφειοκρατία. Έπρεπε να διεκπεραιώσουν διπλές εκλογές, αυτοδιοικητικές τον Σεπτέμβριο και να αντιμετωπίσουν τις πολλαπλές πυρκαγιές που κατέκαιγαν αλύπητα το Λεκανοπέδιο, χωρίς να κάνουν εξαιρέσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Δεν ήταν σίγουρη ποιες ήταν πιο επιζήμιες για τη Χώρα, οι εκλογές ή οι φωτιές, αλλά κράτησε τη σκέψη για τον εαυτό της. Μετά το νέο θρίαμβο του Εθνικού Κυβερνήτη, ακόμη και το πέρασμα από το νου μιας τέτοιας ιδέας μπορεί να καταγραφόταν από το Terminator και να αποδεικνυόταν καταστροφικό για την καριέρα ακόμη και του πιο συνεπούς δημοσίου υπαλλήλου.

13 Αυγούστου έγραφε το ημερολόγιο του ΕΟΤ που είχε κρεμασμένο στον τοίχο. Αν και συνηθισμένη να «δουλεύει για δέκα», είχε συσσωρεύσει κούραση. Παρότι ήταν Παρασκευή και 13 δεν την θεωρούσε καθόλου άτυχη μέρα, αφού σήμερα άρχιζε επιτέλους η άδειά της, δύο ημέρες πριν τον 15Αύγουστο.

Είχε βάλει από το πρωί στο ασημένιο Yaris τη μεγάλη ψάθινη τσάντα της παραλίας. Την ετοίμαζε ολόκληρες μέρες για να μην ξεχάσει τίποτα. Το περιεχόμενο είχε αγοραστεί με το bonus που πήρε για τις επιλογές της. Το ξόδεψε όλο ως προσωπική επένδυση σε μια προσπάθεια να έρθει πιο κοντά στη φαντασίωσή της. Καινούργιο μαγιό – ολόσωμο και κατακόκκινο για ευνόητους λόγους, παρότι δεν έκοβε όπως το μαύρο τα έξτρα κιλάκια του χειμώνα. Ήταν Yamamay και το αγόρασε, στο Golden Hall αφού δοκίμασε άλλα πέντε. Τα υπερμοντέρνα μεγάλα γυαλιά ηλίουτα προφύλασσε μια θήκη Gucci. Τα φυτικά αντηλιακά by Korres με 50 βαθμούς προστασίας, αφού θα ήταν το πρώτο της μπάνιο. Τέλος, έβαλε το απαραίτητο καπέλο από λευκό ψαθάκι, ήταν ίδιο με αυτό που φόραγε η Όντρεϊ Χέρμπορν στις «Διακοπές στη Ρώμη». Και βέβαια, το τελευταίο μυθιστόρημα της Λένας Μαντά, η «ΣΦΡΑΓΙΔΑ» (ταυτιζόταν απόλυτα με την Πρωταγωνίστρια Φρειδερίκη Ρένεση). Α! Δεν ξέχασε και το λευκό καφτάνι με τα ασορτί πεδιλάκια Athina + Poseidon, που είχε σχεδιάσει με τα χεράκια της η Πρώτη Κυρία. Με τέτοιο εξοπλισμό ένα ήταν σίγουρο: η Λουκία Κοτοπούλη θα ήταν επιτέλους αυτό το καλοκαίρι μέσα στη μόδα. Επιτέλους!

Σήμερα σχολάγανε νωρίτερα!

Ήταν και ημιαργία: το ρολόι έδειχνε δώδεκα και τέταρτο, όταν κατέβηκε στο parking.

Το θερμόμετρο ανηφόριζε και εκείνη αεράτη κατηφόριζε τη Λεωφόρο Συγγρού. Πριν τη 1μμ είχε διασχίσει ολόκληρη τη Λεωφόρο Ποσειδώνος με ανοιχτά τα παράθυρα, Love Radioστο ραδιόφωνο και κατέφθανε πάνοπλη σαν φρεγάτα στο Μαύρο Λιθάρι.

Η Αθήνα τον Αύγουστο θύμιζε εμπόλεμη πόλη. Έμεναν πίσω μόνο οι γέροι και τα γυναικόπαιδα. Εκείνη παρότι δεν ήταν γριά, ούτε είχε παιδιά, ακόμη και εκτός γραφείου αισθανόταν άγρυπνος φρουρός της Πολιτείας. Προχώρησε με αποφασιστικότητα, αυτή του δημόσιου λειτουργού που πάει για έλεγχο σε επιχείρηση εστίασης. Γι’ αυτό μπήκε δυναμικά στο beach bar, σαν να ήταν ηρωίδα του Baywatch.

Πάτησε στην καυτή άμμο, με την άνεση πως πατούσε το χαλί στο σαλόνι της.

Η θάλασσα ήταν υπέροχη. Δροσερή και αρυτίδωτη. Και όμως μαρμάρωσε ξαφνικά.

Γιατί;

Κοντοστάθηκε λίγο πριν βουτήξει.

Πού πήγε τόση σιγουριά;

Πού εξαφανίστηκε τόση αυτοπεποίθηση;

Όλα συνέβησαν μόλις αντίκρισε το νερό…

Άλλη μια φοβία βγήκε στην επιφάνεια.

Ενώ διέσχιζε για τα καλά τα πρώτα «ήντα», δεν είχε καταφέρει ακόμη να κατανικήσει τον φόβο της για τη θάλασσα. Ίσως να ήταν άλλο ένα παιδικό τραύμα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα.

Ενώ τη λαχταρούσε τόσο αυτή τη βουτιά, ενστικτωδώς πίσω πάτησε ξανά.

Σε ποιόν να ομολογήσει πως δεν ήξερε ούτε τόσο καλό κολύμπι;

Σε ποιον να πει ότι έβλεπε και ξανάβλεπε Baywatch ως κομμάτι μιας ιδιότυπης ψυχοθεραπείας στο σαλόνι της;

«Μην ανησυχείτε» την ενθάρρυνε μια γριούλα που μπανιαριζόταν σχεδόν πατώντας στα ρηχά. «Σας κατάλαβα, γιατί κι εγώ τη φοβάμαι την άτιμη, αλλά από τότε που μας φέρανε αυτό το καλό παιδί, με το κόκκινο μαγιό, όλοι εμείς αισθανόμαστε ασφαλείς και απολαμβάνουμε το καλοκαίρι μας».

Έδειξε με το ροζιασμένο δάκτυλο στο βάθος της παραλίας. Τις χαιρέτησε από μακριά ο Ναυαγοσώστης.

«Τον λένε Σωτήρη»…

Βουλιαγμένη 30.8.23

Σημείωση: Οι πρωταγωνιστές αυτού του διηγήματος είναι φανταστικοί. Τα γεγονότα της επικαιρότητας που μνημονεύονται έχουν ως μοναδικό σκοπό να προσδώσουν αληθοφάνεια στην αφήγηση, χωρίς καμία επιζήμια πρόθεση.

Αληθινή είναι βέβαια η κοινωνική πραγματικότητα που λειτουργεί ως πλαίσιο αναφοράς.