Life

Μια ακριβή κληρονομιά που μένει στο τέλος

Φίλοι που μας περιβάλλουν με την αγάπη τους χάρη στο διαδίκτυο, και ο χαμός τους

Κυριάκος Αθανασιάδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Άνθρωποι που πριν θα μας ήταν άγνωστοι, μας είναι πιο οικείοι από τους περισσότερους συγγενείς μας – και πενθούμε γι’ αυτούς

Η φωτιά, ο τροχός, η γραφή, οι αναβολείς της ιπποσκευής, ο αστρολάβος, η τυπογραφία, ο λαμπτήρας πυρακτώσεως, η μηχανή εσωτερικής καύσης, το τηλέφωνο, το διαδίκτυο, η τεχνητή νοημοσύνη… Η πορεία του ανθρώπου είναι γεμάτη θαυμαστές επινοήσεις και εφευρέσεις που σμίλεψαν τη μοίρα και τον κοινό μας πολιτισμό, απ’ άκρη σ’ άκρη της γης και της παγκόσμιας ιστορίας.

Δεν υπάρχουν βέβαια καλύτερες ή χειρότερες, καθώς καθεμιά τους γίνεται στην ώρα της και είναι η καλύτερη για τον καιρό της, αλλά για τους μοναχικούς κι αυτούς που δεν μπορούν τις πολλές κοντινές σχέσεις ναι, και για όλους τους άλλους, και για τη μεγάλη ανθρώπινη κοινωνία συνολικά, και για το μελλοντικό ταξίδι μας στα άστρα: αλλά εδώ ας πούμε, χωρίς την παραμικρή φιλοδοξία πρωτοτυπίας, για τους μοναχικούς κι αυτούς που δεν μπορούν τις πολλές κοντινές σχέσεις, γι’ αυτούς λοιπόν το διαδίκτυο είναι πάνω και από τον τροχό.

Σε φέρνει σε επαφή με τους πάντες, χάρη σ’ αυτό μπορείς να κάνεις φιλίες, να ξεπερνάς αποστάσεις, να γεφυρώνεις πόλεις, χώρες και ηπείρους, να συνάπτεις σχέσεις, να συνεργάζεσαι, να ερωτεύεσαι, να αναπτύσσεις κύκλους γνωριμιών που προηγουμένως ήταν αδύνατο ακόμη και να περάσουν από το μυαλό σου ή από το μυαλό οποιουδήποτε. Ποτέ πριν στην ανθρώπινη ιστορία δεν ήμασταν πιο κοντά και δεν γινόταν να είμαστε πιο κοντά. Αλλά και πιο ζεστά και πιο όμορφα. Και τόσο πραγματικά πολλοί άνθρωποι. Δυνάμει, όλοι μας. Και ποτέ μα ποτέ πριν δεν αναπτύσσαμε με τόση ευκολία δεξιότητες που δεν ξέραμε καν πως διαθέταμε ή δεν ανακαλύπταμε διεξόδους, χόμπι, απασχολήσεις, μεγάλες αισθητικές αγάπες που αλλιώτικα θα αγνοούσαμε πλήρως.

Το κακό βέβαια με το διαδίκτυο ούτε τώρα θα πούμε κάτι πρωτότυπο– είναι το μέγεθος, ο όγκος των θανάτων. Θα βλέπαμε ποτέ τα πρόσωπα των Ουκρανών ηρώων που έπεσαν πολεμώντας τον κατακτητή; Ποτέ. Κάτι θα ακούγαμε μόνο, σαν μακρινή βροντή, κάτι αόριστο και θολό. Τώρα τους βλέπουμε την ώρα που γελούν, που χαϊδεύουν γάτες, που μάχονται, που τους κόβονται τα χέρια και τα πόδια εκείνα που χάιδευαν τις γάτες, που πεθαίνουν, που θάβονται.

Και μετά, αναφορικά ακριβώς με τις σχέσεις που κάνουμε, είναι και όλοι οι άλλοι νεκροί. Άνθρωποι που πριν θα μας ήταν άγνωστοι, ή το πολύ-πολύ ονόματα σε μια βιβλιογραφική καταγραφή, σήμερα μας είναι πιο οικείοι από τους περισσότερους συγγενείς μας, και τους κοντινούς φίλους. Και συχνά εξίσου αγαπητοί  αν όχι και περισσότερο. Έτσι όμως πολλοί που είναι, και έτσι κοντινοί, δικοί μας, η συχνότητα του πένθους που μας προσβάλλει είναι υπερβολική. Γιατί μάς κυβερνά η ίδια μοίρα, και γιατί τείνουμε να πεθαίνουμε. Και πώς αλλιώς; Τουλάχιστον βοηθά, όπως στις κηδείες, ο κοινός κοπετός, το μοίρασμα των συναισθημάτων, η παράδοξη άμβλυνση του πένθους διά του πολλαπλασιασμού του. Βλέποντας πόσοι θρηνούν έναν νεκρό, η καρδιά μας γιατί έτσι πάει αυτό μερεύει λιγάκι.

Χάρη μάλιστα στους πολλούς κοινούς γνωστούς, και στα μηνύματα που ανταλλάσσουμε όταν νυχτώνει, ή νωρίς το πρωί, θυμόμαστε περισσότερα, λέμε περισσότερα, και κλαίμε καθαρτικά ακόμη περισσότερο για τους κοινούς φίλους, σκυμμένοι πάνω από τον υπολογιστή μας. Έτσι κάναμε και για τη Γιώτα.

Ή, όταν δεν κλαίμε, απλώς βλέπουμε πράγματα σαν αυτό, και χαμογελάμε: