- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο ταπετσιέρης Γιάννης Κοφινάς φτιάχνει το «πρόσωπο των πραγμάτων»
Μπήκαμε στον χώρο εργασίας του στο Περιστέρι και μάθαμε για τη δουλειά του
Ο ταπετσιέρης Γιάννης Κοφινάς μιλάει για τη δουλειά του και τη σχέση μας με τα πράγματα
Στο πατρικό, η σαλοτραπεζαρία ήταν μια μακρινή χώρα –κάτι σαν την Ανταρκτική– που την μαντεύαμε αχνά πίσω από το τζάμι μιας διπλής συρόμενης πόρτας η οποία άνοιγε σπανιότατα. Είσοδος στο άβατον επιτρεπόταν μόνο τις μεγάλες γιορτές και, ενίοτε, για επιφανείς επισκέψεις. Μόνο τότε μπορούσαμε να περιηγηθούμε ανάμεσα στο τραπέζι με τα σκαλιστά πόδια, τις πολυθρόνες που φάνταζαν αυτοκρατορικές και το μπαρ με τα ζαλιστικά, πολύχρωμα λικέρ του.
Ξαναβρέθηκα εκεί, διαβάζοντας το βιβλίο «The Comfort of Thing», όπου ο ανθρωπολόγος Daniel Miller επισκέπτεται τριάντα σπίτια σε έναν δρόμο του Λονδίνου και φτιάχνει ισάριθμα πορτρέτα των ανθρώπων που τα κατοικούν, με βάση τα υλικά αντικείμενα από τα οποία έχουν επιλέξει να περιστοιχίζονται.
Κάθε κεφάλαιο, αφιερωμένο σ’ έναν διαφορετικό χαρακτήρα/σπίτι, δείχνει πώς τα αντικείμενα σηματοδοτούν τη ζωή μας τόσο για τους άλλους, αλλά και για εμάς τους ίδιους. Μέσα από το τι κρατάμε, τι πετάμε, τι συλλέγουμε, τι φροντίζουμε, αφηγούμαστε το ποιοι είμαστε και ποιες είναι οι αξίες μας, στο παρελθόν και σήμερα.
Πιο πρόσφατα, στον χώρο εργασίας του ταπετσιέρη Γιάννη Κοφινά στο Περιστέρι, είχα την αφορμή να ξαναθυμηθώ το πατρογονικό σαλόνι καθώς και τις βιογραφίες των λονδρέζικων σπιτιών του Miller. Πρόκειται για ένα συνδυασμό εργαστηρίου, ατελιέ, αποθηκευτικού χώρου και νεκροτομείου επίπλων όπου όλα συμβαίνουν υπό τη μουσική υπόκρουση της παιδικής μου ηλικίας: Καζατζίδης, Μοσχολιού, Τζένη Βάνου.
«Βοηθάω τους πελάτες μου να πάρουν πίσω αυτό που έχει κλέψει ο χρόνος» συστήνεται ο μάστορας, μ’ ένα τσιγάρο μόνιμα στο χέρι. «Να διακρίνουν πίσω από τα φαινόμενα. Πίσω από το παλιό έπιπλο στην αποθήκη, τόσο καιρό εγκαταλελειμμένο που, πλέον, μέχρι και απολύμανση μπορεί να θέλει. Και, εννοείται, τους κινητοποιώ: Μπράβο σου, τους λέω, που θέλεις να το φτιάξεις».
»Έχω δει έπιπλα δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών που με τίποτα δεν τους άξιζε τέτοια μοίρα. Πολλά έρχονται από μια εποχή όπου η καινούργια τραπεζαρία ήταν επένδυση ζωής – στοίχιζε όσο και ολόκληρο το διαμέρισμα. Δεν ήταν για τώρα, ήταν για πάντα. Και δήλωνε αξίες, έναν τρόπο ζωής, κοινωνικές φιλοδοξίες, ένα σωρό πράγματα.
»Για να αναστηθούν, χρειάζεται εξειδικευμένη γνώση, όχι από έναν αλλά από ολόκληρη ομάδα ανθρώπων. Ο λουστραδόρος τα ξεθάβει από τα αλλεπάλληλα βερνίκια και αποκαθιστά το φυσικό ξύλο, που αυτό ενδιέφερε τους παλιούς. Ο μεταλλοτεχνίτης επαναφέρει τα επιπρόσθετα μπρούτζινα στοιχεία που πιθανώς λείπουν, τα χερούλια στα συρτάρια, τα κιονόκρανα στον μπουφέ – που πολλές φορές πρέπει να βγάλει μήτρες για να τα αναπαράγει. Ο μαρκετερίστας κάνει το ίδιο με τα ένθετα εμφυτεύματα, δηλαδή τα διακοσμητικά στοιχεία από καπλαμά, τα λεγόμενα φιλέτα, που δίνουν στο κάθε κομμάτι την ιδιαιτερότητα και τη φινέτσα του. Και ο ταπετσιέρης, δηλαδή εγώ, φροντίζει να ξαναγίνουν φιλικά απέναντι στα σώματα που φιλοξενούν».
Αυτά ιστορεί ο κυρ-Κοφινάς, με τα χέρια βυθισμένα στο υπογάστριο μιας ξυλόγλυπτης πολυθρόνας. «Η λογική εκείνης της εποχής ήταν ότι η καρέκλα θέλει να ’ναι φιλόξενη, να σε κρατάει, όχι όπως σήμερα που κάθεσαι σαν να είσαι έτοιμος να φύγεις». Τριγύρω στον χώρο (άπειρων τετραγωνικών για τις ανάγκες της αποθήκευσης) βρίσκονται έπιπλα σε διάφορα στάδια αποκατάστασης, κάποια γυμνωμένα στο στάδιο του σκελετού, άλλα πανέτοιμα για τη δεύτερη (ή τρίτη) ζωή τους.
Πενήντα χρόνια στο κουρμπέτι, από τα 15, όπου παρέδωσε το όνειρο της μηχανικής αεροσκαφών για τη μετέπειτα τέχνη του, ο μάστορας Κοφινάς είναι παθιασμένος με τα υλικά του. «Δεν μιλάμε για ελαστικούς ιμάντες, αφρολέξ και λάστιχο που είναι τα υλικά στα μοντέρνα σαλόνια. Μιλάμε για φάσες που πάνω τους ράβονται οι σούστες με το χέρι, για μπουρλέ με ατόφια τζίβα που κάνει όλη τη διαφορά στην αίσθηση της καρέκλας… Το ’ξερες ότι η τζίβα έρχεται από την Ινδία;»
Ούτε αυτό ήξερα, ούτε τι είναι οι χελιδονοουρές ή οι αντηρίδες ή τα μόρσα (φυτευτές προεκτάσεις που πλέκονται για τέλεια κόλληση) ούτε καν ότι η λινάτσα είναι πλεγμένη φυσική ίνα.
«Το ξύλο είναι το μακροβιότερο ζωντανό υλικό στη φύση. Και σαν τέτοιο, γερνάει και αρρωσταίνει και χρειάζεται θεραπεία», παρεμβαίνει κάποια στιγμή ο λουστραδόρος της ομάδας, ο κυρ Πέτρος.
«Και πενήντα χρόνια αργότερα» ξαναπαίρνει τη σκυτάλη ο Κοφινάς «ακόμα βρίσκουμε καινούργιους τρόπους και μεθόδους για να βελτιώσουμε τη δουλειά μας. Είναι κάτι που δεν σταματάει να εξελίσσεται. Αυτό την κάνει τέχνη, κατάλαβες;»
«Όμως, τι τα θες;» συνεχίζει «όλα αυτά τα χρόνια ούτε μια ψυχή δεν μου ’ρθε για μαθητευόμενος. Κάτι παιδιά μόνο από το Μπαγκλαντές που, όμως, απλά έψαχναν για μεροκάματο. Είναι μια τέχνη που μαθαίνεται εμπειρικά, βιωματική δηλαδή, τώρα πια, μια τέχνη που φθίνει, που η εποχή δεν την ευνοεί. Τη σήμερον ημέρα δεν κάνουμε σχέση με τα πράγματα. Είναι όλα αναλώσιμα. Τα αγοράζουμε, τα χρησιμοποιούμε, τα ξεχνάμε. Μη σου πω ότι πολλές φορές χρειάζεται να εκπαιδεύσω τον πελάτη να καταλαβαίνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια καρέκλα που σου λέει ‘μείνε’ και σε μια που σε διώχνει. Είναι μια μάθηση που γίνεται με τη ραχοκοκαλιά, με τα οπίσθια, με τους ώμους. Όταν όμως αυτό τελικά συμβεί, ε τότε, η καρέκλα αποκτάει πρόσωπο».