Life

Τελικά είμαστε τεμπέληδες ή αναβλητικοί;

Η ρίζα της αναβλητικότητας και της τεμπελιάς πώς μας επηρεάζουν

Λουκάς Βελιδάκης
ΤΕΥΧΟΣ 868
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Αναβλητικότητα VS τεμπελιά: Η Νικόλ Ερίνη και η Αναστασία Νικολάου εξηγούν τη διαφορά της τεμπελιάς με την αναβλητικότητα και πώς μας επηρεάζουν

Μήνες τώρα έχω στο μυαλό μου μία «δουλειά σπιτιού» – να βγάλω από δύο συρτάρια που ασφυκτιούν όλα τα t-shirts, να αποφασίσω ποιο φοράω και ποιο όχι (το 90%) και να τα δώσω σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη, ώστε να απελευθερώσω (και) χρήσιμο χώρο. Δεν το έχω κάνει, το παραπέμπω στο μέλλον. Πολλές φορές, ενώ είμαι ξαπλωμένος, απλώς χαϊδεύω με το βλέμμα τα συρτάρια, πλην όμως δουλειά με αυτόν τον τρόπο δεν γίνεται – κι έτσι εγείρονται ερωτήματα: είμαι τεμπέλης, κουρασμένος ή αναβλητικός;

Στα αγγλικά, η λέξη «procrastinate» (=αναβολή), ετυμολογικά, προέρχεται από το λατινικό ρήμα procrastinare που σημαίνει αναβάλλω για αύριο. Αλλά εδώ μάλλον έχουμε κάτι περισσότερο από μια οικειοθελή καθυστέρηση. Η αναβλητικότητα προέρχεται επίσης από την αρχαία ελληνική λέξη ακρασία: κάνοντας κάτι ενάντια στην καλύτερη κρίση μας. Μία μίνι έρευνα μου προκάλεσε ακόμα περισσότερες απορίες – είδα ότι διανοίγεται μπροστά ένα θέμα σημαντικό και μεγάλο, που απασχολεί πολύ κόσμο: είτε ανθρώπους που τους βασανίζει η αναβλητικότητα είτε ψυχολόγους που προσπαθούν να την αποκρυπτογραφήσουν.

«Ποια είναι η διαφορά της τεμπελιάς με την αναβλητικότητα;» ρώτησα την ψυχολόγο-ψυχαναλύτρια Αναστασία Νικολάου, σε μία απόπειρα δημιουργίας ενός οδικού χάρτη, που εν τέλει θα φωτίσει την έννοια: «Η αναβλητικότητα ως πράξη αρκετά συχνά συγχέεται με την τεμπελιά. Στην ουσία όμως μιλάμε για δύο διαφορετικά φαινόμενα στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Η αναβλητικότητα αφορά στην καθυστέρηση ή την αναβολή μιας εργασίας μέχρι ο χρόνος να γίνει εξαιρετικά πιεστικός ή ακόμα και να υπερβεί κανείς τα χρονικά περιθώρια που τίθενται για τη διεκπεραίωσή της. Στην αναβλητικότητα το άτομο θα εκτελέσει την εργασία την τελευταία στιγμή και θα καταβάλει τεράστια ενέργεια ώστε να την ολοκληρώσει. Θα καταναλώσει, επίσης, πολύ χρόνο αναλύοντας το τι θα κάνει, γεγονός που επιτείνει την παράταση χρόνου. Υπάρχει, ωστόσο, γνήσιο ενδιαφέρον για την εργασία και μια διάθεση αυτή να γίνει σωστά».

Αναστασία Νικολάου

— Άρα η τεμπελιά είναι άλλο πράγμα;
Η τεμπελιά αντίθετα χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ενδιαφέροντος για μια εργασία, την ελάχιστη επένδυση χρόνου και προσπάθειας από την πλευρά του ατόμου προκειμένου να αναλάβει και να ολοκληρώσει τις υποθέσεις του. Στην τεμπελιά απουσιάζει η ανάληψη ευθύνης, η ενσυναίσθηση, η ντροπή, το άγχος και η έννοια της υποχρέωσης απέναντι στους άλλους. Το άτομο τείνει να δικαιολογεί τη συμπεριφορά του και να μην αναγνωρίζει στον εαυτό του υπαιτιότητα.

— Στην περίπτωση της αναβλητικότητας, υπάρχει έλλειψη αυτοπειθαρχίας;
Η έλλειψη αυτοπειθαρχίας συνδέεται περισσότερο με την τεμπελιά, στην οποία εντοπίζουμε μια αντιδραστικότητα και μια αδιαφορία σε κανόνες και υποχρεώσεις και πολύ λιγότερο με την αναβλητικότητα που έχει διαφορετικές αιτιάσεις.

— Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να προτιμούν να επωμίζονται το κόστος της αναβλητικότητας;
Με μια πρώτη ανάγνωση, η αναβλητικότητα μοιάζει με ένα πρόβλημα διαχείρισης χρόνου και μια αδυναμία να θέσει κανείς ένα πρόγραμμα. Ωστόσο, σε ένα ασυνείδητο επίπεδο, οι αναβλητικοί άνθρωποι έχουν τους δικούς τους σοβαρούς λόγους, που τους ωθούν να αναλάβουν το κόστος μιας τέτοιας συμπεριφοράς.

— Αναβλητικότητα παρατηρείται όταν πρόκειται για στρεσογόνες ενέργειες που πρέπει να γίνουν, π.χ. μια επίσκεψη σε γιατρό, αλλά και για ευχάριστες, π.χ. ένα χόμπι. Υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα σε είδη αναβλητικότητας;
Στους αναβλητικούς ανθρώπους συνήθως συνυπάρχουν ένα έντονο άγχος και μια χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η αναβλητικότητα, λοιπόν, κάτω από ένα τέτοιο φως θα μπορούσε να “ανακουφίσει” το άτομο, καθώς το προστατεύει από την έκθεση σε σοβαρότερα άγχη και ανασφάλειες που αδυνατεί να διαχειριστεί, όπως το άγχος για την υγεία, αλλά και το άγχος της απόδοσης και ο φόβος της αποτυχίας. Αυτό αφορά ακόμα και ευχάριστες ενασχολήσεις, αφού μια κακή εικόνα εαυτού πυροδοτεί την ανασφάλεια της έκθεσης, της κριτικής και του δίπολου επιτυχία-αποτυχία που εδράζει στην προσέγγιση ενός αναβλητικού ανθρώπου με τα πράγματα και τον τρόπο που σχετίζεται με τον κόσμο. 

— Υπάρχουν ψυχολογικοί παράγοντες που καλλιεργούν τη νοοτροπία της αναβλητικότητας;
Η αναβλητική προσωπικότητα διακρίνεται για την επικράτηση της αγωνίας και του φόβου της αποτυχίας έναντι της διάθεσης για κινητοποίηση και αυτοκυριαρχία. Παρατηρούμε χαμηλή συνήθως αυτοεκτίμηση και φόβο απέναντι στην κριτική και σε ένα ενδεχόμενο αποτέλεσμα κατώτερο των προσδοκιών και των απαιτήσεων τόσο του ίδιου του ατόμου, όσο και των άλλων. Η τελειομανία αποτελεί επίσης καθοριστικό παράγοντα αυτού του τύπου αναβλητικότητας που μελετητές ονομάζουν ως ενεργητική. Το άτομο καθυστερεί το έργο συνειδητά με σκοπό την εξασφάλιση ενός άριστου αποτελέσματος. Η υπερβολική ανάλυση μπορεί να ενισχύει την αναβλητικότητα. Το άτομο αναλώνεται σε κάθε είδους υπολογισμούς και σενάρια με αποτέλεσμα το φαινόμενο της “παράλυσης της ανάλυσης”. Ο αντίκτυπος και το βάρος της επιτυχίας είναι ένας ακόμα απροσδόκητος λόγος για αναβλητικότητα. Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται δέος μπροστά στο να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις που απορρέουν μετά την επίτευξη ενός στόχου.

— Υπάρχουν άλλοι παράγοντες;
Η αναβλητικότητα συνδέεται ακόμα με την ανάγκη των ανθρώπων για τη διατήρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας τους μέσα από την αποφυγή της προσαρμογής τους σε προκαθορισμένα χρονοδιαγράμματα. Η διάθεση να δοκιμάσει κανείς τα όρια του χρόνου, του εαυτού του και των άλλων και ταυτόχρονα να παραδώσει μια ολοκληρωμένη δουλειά, φανερώνει την τάση ενός πνεύματος να διατηρήσει στο ακέραιο και να χαράξει μια δική του μοναδική πορεία και να εφεύρει ένα προσωπικό τρόπο να λειτουργεί, διατηρώντας παράλληλα τον έλεγχο της ζωής και του εαυτού του. Θα μπορούσε να είναι δηλαδή η έκφραση ενός ατομικισμού που αντιστέκεται στις πιέσεις των πολλών και επιθυμεί να διαφοροποιείται».

— Μπορούμε στο βάθος του δρόμου να εντοπίσουμε την έννοια της κατάθλιψης;
Η αναβλητικότητα μπορεί βεβαίως να αποτελεί και ένα σύμπτωμα κατάθλιψης. Η απελπισία, η απάθεια, η απουσία διάθεσης, κινήτρου και ενέργειας καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο το να ξεκινήσει και να διεκπεραιώσει κανείς εγκαίρως μία εργασία. Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή της προσωπικότητας προκαλεί ομοίως αναβλητικότητα, καθώς συνδέεται άρρηκτα με την τελειομανία και την αναποφασιστικότητα, τις επίμονες σκέψεις, αναλύσεις και αμφιβολίες. Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ) συνδέεται επίσης με την αναβλητικότητα. Η αδυναμία συγκέντρωσης και εστίασης, η εύκολη απόσπαση της προσοχής και η δυσκολία να καταπιαστεί εκ νέου κανείς με το αντικείμενο της εργασίας του, καθιστούν τη διάθεση για αναβολή ενός έργου σχεδόν μονόδρομο.

— Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς ώστε να μην καλλιεργήσουν την αναβλητικότητα στα παιδιά τους;
Ακούγεται κλισέ ή αυτονόητο, ωστόσο το ζωντανό παράδειγμα των γονέων αποτελεί την αποτελεσματικότερη οδό αντιμετώπισης της αναβλητικότητας στις συμπεριφορές των παιδιών. Επιπλέον, η τήρηση ενός σταθερού προγράμματος δραστηριοτήτων, υποχρεώσεων, φαγητού, ύπνου, διαβάσματος και παιχνιδιού βοηθούν το παιδί να παραμένει ενεργητικό και δημιουργικό χωρίς να εξαντλείται και να ματαιώνεται. Τα όρια –που συχνά δεν τηρούνται γιατί τα παιδιά τείνουν να τα εξερευνούν και οι γονείς τείνουν να τα χαλαρώνουν για διάφορους λόγους– βοηθούν επίσης τη βαθύτερη κατανόηση της σημασίας της ισορροπημένης διαχείρισης του χρόνου και των ενασχολήσεων. Η έγκαιρη διάγνωση μαθησιακών διαταραχών, αλλά και της ΔΕΠΥ είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την αντιμετώπιση της αναβλητικότητας ως ένα από τα συμπτώματα που εμφανίζονται, αλλά κυρίως της ομαλής ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης των παιδιών και της καλλιέργειας της αυτοεκτίμησής τους.

— Πώς μπορεί ένας ενήλικας που συνειδητοποιεί ότι έχει πρόβλημα αναβλητικότητας, να αλλάξει; Υπάρχουν βήματα ή τεχνικές;
Οι επιπτώσεις της αναβλητικότητας στη ζωή ενός ατόμου δεν πρέπει να υποτιμώνται. Δεν έχει να κάνει μόνο με την κακοδιαχείριση του χρόνου. Βαθμιαία αποφέρει σοβαρή αποδιοργάνωση στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή, βαθιά αισθήματα δυσαρέσκειας, δυσφορίας με τον εαυτό απειλώντας την ψυχική μας υγεία και ισορροπία. Το πρώτο και σημαντικότερο βήμα είναι η αναγνώριση και παραδοχή του προβλήματος. Στη συνέχεια είναι απαραίτητη η ενημέρωση και η αναζήτηση της κατάλληλης βοήθειας. Είναι δυνατό να επιχειρήσει κάποιος να κινητοποιηθεί, εφαρμόζοντας τεχνικές όπως είναι το να μάθει να φτιάχνει ένα πρόγραμμα ή μια λίστα με όσα έχει να κάνει καθημερινά και να τα συμβουλεύεται συχνά. Να εντοπίσει τους παράγοντες που του αποσπούν την προσοχή και να τους αποφύγει. Να θέσει μικρότερους, πιο απλούς και πιο εύκολους στόχους πριν την επίτευξη του τελικού, στην προσπάθεια περιορισμού του άγχους και της τελειομανίας. Να ενθαρρύνει τον εαυτό του κάθε φορά που καταφέρνει να διατηρεί το πρόγραμμα ή να ολοκληρώνει ένα βήμα πριν το τελικό αποτέλεσμα. Να αναζητά στήριξη όταν νιώθει ότι αποσπάται ή βυθίζεται εκ νέου στο μοτίβο της αναβλητικής συμπεριφοράς. Η ψυχοθεραπεία αποτελεί πάντοτε μια καλή επιλογή όταν νιώθουμε πως μόνοι μας δεν μπορούμε να καταφέρουμε όσα επιθυμούμε. Είναι ένας από τους δρόμους που οδηγούν τόσο στην προσωπική ανάπτυξη όσο και στη διερεύνηση της σχέσης που έχουμε με τον κόσμο και τον εαυτό μας. Μέσα στη θεραπευτική πράξη, ο καθένας –πέρα από όσα μπορεί να είναι κοινά για όλους– νοηματοδοτεί προσωπικά όσα τον περιβάλλουν και τον αφορούν.

Η ρίζα της αναβλητικότητας και πώς μας επηρεάζει 

Η Νικόλ Ερίνη, κοινωνική λειτουργός, μας εξηγεί πως μας επηρεάζει η αναβλητικότητα: «Η κύρια διαφορά της τεμπελιάς με την αναβλητικότητα είναι ότι η αναβλητικότητα είναι η μη αναγκαία αναβολή ενεργειών που πρέπει ή ακόμα και που θέλουμε να κάνουμε, και που αν δεν κάνουμε πιθανότατα θα έχουμε κάποιες συνέπειες, οι οποίες μπορεί να είναι δυσάρεστες. Για παράδειγμα να αναβάλουμε μια αναγκαία επίσκεψη σε γιατρό, ενώ έχουμε κάποια συμπτώματα, την πληρωμή ενός λογαριασμού (ενώ έχουμε τη δυνατότητα να τον πληρώσουμε) μέχρι να μας κόψουν το ρεύμα ή την ενασχόληση με εκείνο το χόμπι που θέλουμε πολύ να αρχίσουμε και που γνωρίζουμε ότι θα μας ευχαριστήσει.

Νικόλ Ερίνη

Η τεμπελιά είναι απλά η έλλειψη διάθεσης και θέλησης να κάνουμε κάτι – που όμως μπορεί τελικά και να το κάνουμε. Για παράδειγμα, ο Μίλτος Τεντόγλου έχει δηλώσει ότι είναι τεμπέλης – και είναι Ολυμπιονίκης! Αν ήταν αναβλητικός μπορεί να μην πήγαινε καν στις προπονήσεις ή να ανέβαλλε την ενασχόληση με τον αθλητισμό μέχρι να είναι πολύ αργά για να πετύχει τις ίδιες επιδόσεις. 

Τεμπελιά –για παράδειγμα– είναι επίσης το να απλώνουμε τα ρούχα και να κάνουμε μέρες να τα μαζέψουμε γιατί προτιμάμε να χαλαρώσουμε στον καναπέ. Η αναβλητικότητα θα ήταν να κάνουμε τόσο καιρό να μαζέψουμε τα ρούχα, ενδεχομένως γιατί προτιμάμε να κάνουμε κάτι άλλο, ώστε τελικά να έχουν αλλοιωθεί από τον ήλιο ή τη βροχή, ή να τα έχει πάρει ο αέρας με αποτέλεσμα να πρέπει να πάρουμε καινούργια.

Παρεμπιπτόντως, μια ακόμα διαφορά είναι ότι ο αναβλητικός άνθρωπος μπορεί να καταπιαστεί με κάτι δείχνοντας έντονο ζήλο, προκειμένου να αναβάλει εκείνο που θέλει να κάνει ή που γνωρίζει πως θα έπρεπε να προτεραιοποιήσει. Ο τεμπέλης απλά δεν θέλει να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια ή την κάνει καταναγκαστικά. 

Οι ρίζες και των δύο είναι παρόμοιες και βρίσκονται στη διαδικασία της μάθησης και της μίμησης: Έχουμε πολύ περισσότερες πιθανότητες να κάνουμε κάτι αν γνωρίζουμε/έχουμε μάθει ότι θα αισθανθούμε επιβράβευση, και αν περιτριγυριζόμαστε από ανθρώπους που κάνουν παρόμοια πράγματα, που έχουν παρόμοιους στόχους ή/και υψηλά επίπεδα κινητοποίησης. Και στη ρίζα της μάθησης βρίσκεται η ντοπαμίνη, η ορμόνη της επιβράβευσης.

Όταν μεγαλώνουμε παιδιά τιμωρώντας τα σκληρά για τα λάθη που κάνουν, ενώ καταβάλλουν προσπάθειες να επιτύχουν κάτι, όταν τα αποθαρρύνουμε από το να ασχοληθούν με τα ενδιαφέροντά τους (γιατί εμείς δεν τα θεωρούμε σημαντικά ή γιατί εμείς φοβόμαστε ότι θα αποτύχουν), περνάμε το μήνυμα ότι "μόνο το τέλειο είναι αρκετά καλό" και το παιδί μαθαίνει να μην κάνει καθόλου κάτι αν δεν γνωρίζει ότι το αποτέλεσμα θα είναι τέλειο. 

Φυσικά, ούτε από πριν μπορούμε να γνωρίζουμε τα αποτελέσματα των προσπαθειών μας, όχι 100% τουλάχιστον, ούτε η τελειότητα είναι κάτι εφικτό.

Παρομοίως η αναβλητικότητα μπορεί να καλλιεργείται και από την υπερπροστατευτικότητα των γονέων, η οποία επίσης αντανακλά δικούς τους φόβους: "Μην το κάνεις εσύ, θα το κάνω εγώ για σένα, εσύ δεν μπορείς". Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν ότι "δεν μπορούν", αλλά και ότι κάποιος άλλος θα κάνει την προσπάθεια που θα έπρεπε να καταβάλλουν τα ίδια. 

Με αυτούς τους τρόπους διαπαιδαγώγησης στην ουσία αποσυντονίζουμε την υγιή διαδικασία ρύθμισης της ντοπαμίνης στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο των παιδιών και –μεγαλώνοντας– αισθάνονται, πολλές φορές ασυνείδητα, ότι δεν έχει νόημα να προσπαθήσουν γιατί δεν θα επιβραβευτούν ή μπορεί ακόμα και να τιμωρηθούν.

Όσον αφορά στη μίμηση, αυτή εμπεριέχει και το στοιχείο της λογοδοσίας. Όταν περιτριγυριζόμαστε από ανθρώπους μη-αναβλητικούς, που σημειώνουν πρόοδο στη ζωή τους και δεν συναντούν τα προβλήματα που επιφέρει η αναβλητικότητα, αισθανόμαστε κατά κάποιον τρόπο ότι "πρέπει" κι εμείς να κάνουμε τα ανάλογα βήματα, ειδάλλως θα αισθανθούμε πως "μένουμε πίσω", ακόμα και ντροπή. Επίσης γνωρίζουμε ότι θα λάβουμε αναγνώριση από το περιβάλλον αυτό. Πάλι, δηλαδή, παίζει ρόλο η ντοπαμίνη.

Υπάρχει όμως και το πολιτισμικό στοιχείο, αφού το πώς οργανώνουμε τη ζωή μας πολύ συχνά αντανακλά τα επίπεδα οργάνωσης στο περιβάλλον στο οποίο ζούμε και τη γενικότερη κουλτούρα. Επιπλέον, η ζωή μας έχει αποκτήσει πολύ γρήγορους ρυθμούς και έχουμε «εθιστεί» στην άμεση ικανοποίηση – έτσι έχουμε πολύ μικρότερες πιθανότητες να καταβάλουμε μια προσπάθεια αν γνωρίζουμε ότι είναι χρονοβόρα ή ότι θα πάρει αρκετό χρόνο να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. 

Πάντα "ζυγίζουμε" την προσπάθεια και το κόστος με το κέρδος. Όταν θέλουμε πολύ να χτίσουμε για παράδειγμα μια επιχείρηση αλλά υπάρχει μεγάλο οικονομικό ρίσκο, αναβάλλουμε όλες τις ενέργειες που θα οδηγούσαν στην ίδρυσή της, ακόμα και τις ανέξοδες (π.χ. μια υποτυπώδη αρχική έρευνα αγοράς). 

Δηλαδή, ναι μεν στη ρίζα της αναβλητικότητας βρίσκεται η ντοπαμίνη, τα επίπεδα της οποίας εξαρτώνται σε τεράστιο βαθμό από τον τρόπο που μεγαλώσαμε, κι αυτή όμως επηρεάζεται στη συνέχεια από το κοινωνικό περιβάλλον και τις οικονομικές συνθήκες στις οποίες ζούμε.

Τέλος, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο ένας άνθρωπος να είναι πολύ αναβλητικός σε έναν τομέα της ζωής του, αλλά καθόλου σε έναν άλλον. Φερ’ ειπείν, να είναι πολύ συνεπής στην εργασία του αλλά καθόλου στην προσωπική του ζωή. Επίσης μπορεί να αναβάλλει μια πολύ σημαντική συζήτηση με τον/τη σύντροφό του γιατί δεν έχει τις συναισθηματικές αντοχές να την κάνει ή γιατί φοβάται ότι θα οδηγήσει σε χωρισμό κι έτσι προτιμά την παράταση μιας μη υγιούς συνύπαρξης.

Αυτό συμβαίνει γιατί έχει μάθει ότι από την εργασία θα έχει σίγουρα κάποιο είδος επιβράβευσης (τον μισθό, την κοινωνική αναγνώριση και καταξίωση, τις καλές σχέσεις με τους συναδέλφους κ.λπ.) και παράλληλα ότι οι προσωπικές του ανάγκες δεν έχουν σημασία, δεν αφορούν κανέναν και άρα "δεν χρειάζεται" να είναι προτεραιότητα».