Life

Γιατί διαβάζω και δεν σκρολάρω

Πόσο μας επιτρέπει ο καθημερινός καταιγισμός πληροφοριών -άχρηστων στην πλειοψηφία τους- να ηρεμήσει ο εγκέφαλός μας;

Νίκος Καραχάλιος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για να παράξεις σκέψεις πρέπει να τις γεννήσεις. Για να τις «γεννήσεις» πρέπει να τις κάνεις, να δημιουργηθούν και να πάρουν υπόσταση σε κάποια γωνιά του εγκεφάλου ή της ψυχής σου, δεν γνωρίζω αν είναι either or ή και τα δύο.

Για να συμβεί όμως αυτό το απλό, πρέπει να υπάρχει η «γωνιά», να υπάρχει ο τόσο απαραίτητος χώρος για να «τρυπώσουν». Πόσο μας επιτρέπει ο καθημερινός καταιγισμός πληροφοριών -άχρηστων στην πλειοψηφία τους- να ηρεμήσει ο εγκέφαλός μας; Να «αδειάσει» και να «καθαρίσει» το μυαλό μας;

Όσο απλοϊκές και αν είναι οι παραπάνω σκέψεις, όσο στοιχειώδης η αλληλουχία, αλλά τόσο πολύς ήταν ο χρόνος που μου πήρε να τις καταγράψω. 52 ολόκληρα χρόνια…

Για την ακρίβεια 53! (τόσων ετών ισχυρίζονται πως είμαστε οι 150 συμμαθητές μου γεννηθέντες το 1969 και το 1970 -Pumpers ‘87 / Seniors ‘88- στο νεότευκτο και λίαν ψυχοθεραπευτικό what’s up group μας. Δεν μπορεί, τόσοι πολλοί απόφοιτοι Κολλεγίου κάτι παραπάνω θα ξέρουν…).

53 χρόνια για να καταλάβω γιατί απομονώνονται όσοι θέλουν να γράψουν κάτι-οτιδήποτε.

Αυτό το σύντομο κείμενο είναι το προϊόν της φθινοπωρινής απομόνωσής μου στο κέντρο του Αιγαίου.

Εχθές το πρωί κολυμπούσα στα κατάμαυρα νερά του Περίβολου της Σαντορίνης. Η θάλασσα ήταν φουσκωμένη και ο ουρανός ανταριασμένος. Γι’ αυτό και δεν υπήρχε ψυχή σε μια παραλία που ξεπερνά σε μήκος αυτό που «φτάνει το μάτι». Αν κοιτάξεις στον ορίζοντα συνειδητοποιείς τι σημαίνει Πέλαγος, ανοιχτή θάλασσα. Ανάμεσα σε εμένα στη νότια παραλία της Σαντορίνης και την Κρήτη απλωνόντουσαν πάνω από 60 μίλια υδάτινου όγκου.

Αν άφηνα το σώμα μου να το παρασύρει το ρεύμα, θα με έβρισκαν (;;;) ψαράδες που πίνουν τσικουδιά. Αντ’ αυτού που ακούγεται αυτοκτονικό, άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει. Κάθε πρωί ανάμεσα στις 9 και τις 11, έχω καθιερώσει 120 λεπτά ως INTERNET FREE ZONE. Οι πρώτοι συνειρμοί μου βουτούσαν στα δύο εξαιρετικά βιβλία που διάβαζα παράλληλα.

Είναι πράγματι το ένα είναι καλύτερο από το άλλο. Στην εκκίνηση του δίωρου reading session της ημέρας συναντιόμουν με την ποιοτικότερη και πυκνότερη γραφή που έχω συναντήσει εδώ και πολλά χρόνια. Είμαι πλέον σίγουρος πως δεν θα καταφέρω ποτέ να φθάσω σε αυτό το επίπεδο όσα χαρτιά και αν γεμίζω με λέξεις και σκέψεις. Και ξέρω πλέον καλά γιατί αυτό το βιβλίο της Annita Brookner κέρδισε το Booker Prize του 1984 (ένα από τα 24 μυθιστορήματά της αφού ολοκλήρωσε μια επιτυχημένη καριέρα ως ιστορικός τέχνης). Ακόμη και μία απλή ανάγνωσή του συνιστά πολύ μεγάλη απόλαυση. Διαβάζω όσο πιο αργά μπορώ -κόντρα στις συνήθειές μου- κάθε μια από τις 184 σελίδες του “Hotel du Lac”. Τις ρουφάω και παρακαλάω να μην τελειώσουν. Η τύχη ήταν που μου έφερε στα χέρια αυτό το λογοτεχνικό διαμάντι. Περπατούσα με τον πατέρα μου στην αρχή της οδού Ασκληπιού, στο ύψος της Νομικής, όταν το πέτυχα με την άκρη του ματιού μου σε ένα πάγκο που πουλούσε μεταχειρισμένα βιβλία. Η αξία μεταπώλησής του; Μόλις 1 ευρώ! Δανείστηκα το νόμισμα από τον κ. Δημήτρη και πήρα ένα -πλαστικοποιημένο μάλιστα- αντίγραφο των εκδόσεων Grafton, το οποίο όταν κυκλοφόρησε κόστιζε μόλις $2.50! What A Bargain That Proved To Be!!!

Στις όχθες μιας πανήρεμης ελβετικής λίμνης ξεδιπλώνονται οι ζωές μιας παρέας τεσσάρων «μαραμένων» γυναικών. Οι μισές λόγω ηλικίας και οι άλλες μισές λόγω αρνητικής ψυχολογίας. Δεν αναφέρω τίποτα άλλο σεβόμενος τους αναγνώστες που ελπίζω να το αναζητήσουν. Δεν θα ήθελα να κάνω spoiler.

Το δεύτερο βιβλίο, αυτό της Polly Sampson είναι ελληνοκεντρικό, μια και ξετυλίγεται στην Ύδρα μας.

Το «Θέατρο για Ονειροπόλους», (εκδόσεις Πατάκη, μετφ. Νίνα Μπούρη, 2020) είναι επίσης βραβευμένο ως Βιβλίο της Χρονιάς από τις εφημερίδες Times, Sunday Times, Telegraph, Daily Mail και το περιοδικό Spectator!

Όσο άχρονο είναι το πρώτο, τόσο αντιπροσωπευτικό της δεκαετίας του ’60 είναι το δεύτερο. Όσο αποτραβηγμένες από τα εγκόσμια είναι οι ηρωίδες της Brooknan, τόσο ουτοπικά είναι τα όνειρα των κοριτσιών της Sampson. Όσο γοητεύει η απώλεια της αθωότητας των άγουρων μετεφήβων στην Ύδρα, τόσο σαγηνεύει η γλυκιά παραίτηση από κάθε φιλοδοξία των μεταεμμηνοπαυσιακών ώριμων ladies στην Ελβετία.

Ο λαμπερός ελληνικός ήλιος κόντρα στην πυκνή ομίχλη της Κεντρικής Ευρώπης. Ένας κύκλος διανοούμενων συγγραφέων, μουσικών και ζωγράφων που περιστρέφονται γύρω από τον νεαρό -τότε- Καναδό ποιητή Λέοναρντ Κόεν: οι μεν πίνουν ρετσίνα, οι δε τσάι. Αντιστίξεις: ο ένας  μποέμ τύπος απέναντι σε εκατομμυριούχους upper class κληρονόμους, που βρίσκουν νόημα μόνο πλουτίζοντας την γκαρνταρόμπα τους με νέες δημιουργίες των οίκων Gucci και Louis Vuitton. Stories που μαζί διαβάστηκαν και έχουν γίνει Athens Voice essays.

Οι μεν ξυπνάνε το απομεσήμερο, την ίδια ώρα που αποσύρονται οι δε μετά το λιτό γεύμα τους. Ζωές στο ξεκίνημά τους γεμάτες δυναμισμό και ζωές ανθρώπων που τα έχουν όλα, αλλά δεν μπορούν να νοιώσουν τίποτα. Τα παιδιά στην Ύδρα οραματίζονται να φτάσουν στο φεγγάρι, ενώ οι ζάμπλουτες κυρίες στην Ελβετία ψάχνουν να πιαστούν από μία αχτίδα φωτός για να τις σώσει από την κατάρρευση της παραίτησης.

Ζωές αντιφατικές, λίαν ενδιαφέρουσες, άξιες καταγραφής και αναφοράς. Χαρακτήρες που στον αφοσιωμένο αναγνώστη, αφήνουν ήδη το αποτύπωμά τους και ας μην έχω φτάσει στο τέλος της αφήγησης. Εδώ και πέντε μέρες αυτοί οι δύο κόσμοι συνυπάρχουν μέσα μου και με μεταφέρουν σε άλλους τόπους και άλλες εποχές. Λειτουργούν θεραπευτικά σ την ένταση του μήνα που προηγήθηκε και της διαρκώς νοσηρής «περιρρέουσας ατμόσφαιρας».

Γιατί; Ποια θα ήταν εναλλακτική μου; Να παρακολουθώ την ειδησεογραφία των ημερών; Τι θα περιείχε; Τι θα την «μόλυνε»;

Η απόλυτη κυριαρχία των σιχαμένων πράξεων ενός τέρατος με selfie mania και εμφανώς διαταραγμένη όψη, την οποία δεν μπόρεσαν μέσα στην ψηφοθηρική τους χαύνωση να διαγνώσουν πολλοί έμπειροι άνθρωποι. Ο Ηλίας Μίχος, ο Παπαχρόνης του 21οθ αιώνα, «ο παιδοβιαστής της διπλανής πόρτας». Με ψυχή πιο μαύρη και από τους ηφαιστειογενείς βράχους της Καλντέρας…

Όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά…

Γι’ αυτό προτιμώ να διαβάζω και όχι να σκρολάρω. Γιατί μαζί με το σκρολ, που σου φέρνει στην οθόνη εμετικές ειδήσεις συνυπάρχουν και τα σχόλια που τις συνοδεύουν, από τους δαίμονες του ιντερνετικού χαμαιτυπείου τα τρολ. Τα χυδαία άτομα -όχι άνθρωποι- που κρύβονται πίσω από ένα ανόητο ψευδώνυμο, για να χύνουν δηλητήριο και αρρωστημένο πύον, όπου και σε όποιον μπορούν…

Αν είχα παιδιά -(το απεύχομαι συνειδητοποιώντας πόσοι «Μίχοι» κυκλοφορούν ανάμεσά μας - 213 λέει το ρεπορτάζ ήθελαν να διαλύσουν τις σάρκες της δύστυχης 12χρονης)- θα έκανα το παν να τα μάθαινα να διαβάζουν και να μη σκρολάρουν. Πολύ περισσότερο να μην κάνουν το τόσο «αυτονόητο» και συνάμα επικίνδυνο chat με αγνώστους.

Είναι κάτι τέτοιο εφικτό ή φαντάζει πλέον ουτοπικό;

Δεν το ξέρω. Και τι δεν θα ‘δινα όμως, η όποια δημόσια συζήτηση αντιμετώπισης τέτοιων κοινωνικών φαινομένων, να μην καταλήγει στο αυτονόητο «δεν έχουμε παιδεία». Και πόσο σημαντικό θα ήταν αν ο διάλογος για την Παιδεία μας, να μην περιστρέφεται (σχεδόν εμμονικά) στο μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά στο μέλλον της Χώρας, που είναι τα παιδιά της, τα παιδιά μας.

Η «επαναπροτεραιοποίηση» είναι μια λέξη δυσπρόφερτη, αλλά σημαντική. Η έμφαση πρέπει να δοθεί επιτέλους στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Να μάθουμε στα μικρά να μην απωθούνται από τα βιβλία, να μην θεωρούν αναχρονισμό το πολύτιμο τυπωμένο χαρτί αλλά να ψάχνονται: «Πώς να διαβάζω;», «Τι να διαβάζω;», «Πώς να αγαπώ τα βιβλία και βέβαια όχι μόνο τα σχολικά;», «Πώς νοιώθω τα βιβλία ως “τα βιβλία ΜΟΥ”;».

Όσο συνεχίσουμε να σκρολάρουμε και όχι να διαβάζουμε, θα μαζεύουμε τα κομμάτια μας. Κομμάτια χαμένων ψυχών. Κομμάτια καμένων γονιών. Κομμάτια βιασμένων παιδιών...

ΥΓ. Αναρωτιέμαι, αν διάβαζε ο Μίχος, τι θα έπιανε στα βρωμερά του χέρια, τη «Σιωπή των Αμνών»;