Life

Ζωή: Ένα άθροισμα απωλειών με πεπερόνι

Κάθε μέρα που περνά, χάνουμε ένα μέρος όσων θεωρούσαμε περιουσία μας — αλλά τα καταφέρνουμε έτσι κι αλλιώς

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν έχεις χάσει πάρα πολλά, φρόντισε να διατηρείς υψηλό το φρόνημά σου, και να παραγγείλεις μία πίτσα

Κάθε μέρα που περνά ξεκολλάει κάτι από πάνω μας, μικρό ή μεγάλο, και το πατάμε. Ή το πατούν άλλοι. Και μετά πάει, χάνεται. Κάθε μέρα και κάθε λεπτό της μέρας. Συχνά είναι πράγματα που δεν θα μας λείψουν πολύ — αλλά ίσως να τα θυμόμαστε κάποτε με ζήλια, ποιος ξέρει. Σπανιότερα, είναι πράγματα που δεν κάνει να ζεις χωρίς αυτά, και η απώλειά τους σε στοιχειώνει περισσότερο κι απ’ όσο σε γέμιζε η παρουσία τους όσο ακόμα ήταν εδώ, κτήμα σου.

Βρήκανε —αυτοί που μετρούν κάτι τέτοια— πως στη διάρκεια της ζωής μας όλοι θα θρηνήσουμε, λέει, κάπου διακόσιες χιλιάδες απώλειες. Ο καθένας μας. Μεγάλο νούμερο, συντριπτικό, άκου τώρα διακόσιες χιλιάδες — μα που δείχνει και κάτι ακόμα, και δεν θέλει πολύ μυαλό για να το δεις: πως ΤΑ ΕΙΧΑΜΕ αυτά τα διακόσιες χιλιάδες πράγματα, δεν ήταν κάποιου άλλου. Κι αυτό, αν και το ίδιο, μου φαίνεται πολύ μεγαλύτερο νούμερο.

Διακόσιες χιλιάδες! Είχα εγώ τόσα; Είχα έστω τα μισά; Και για πόσο το καθένα τους; Και τι ήταν όλα αυτά; Τα μικροπράγματα που έχω στο συρτάρι, ξεχασμένα όλα τους εκεί μέσα στο σκοτάδι; Και τα βιβλία που διάβασα και έτυχε ίσως να μου αρέσουν; Και οι ώρες που καθόμαστε όλη η οικογένεια μπροστά στην τηλεόραση και τρίβουμε ο ένας τα πόδια του άλλου, εναλλάξ, απολαμβάνοντας περισσότερο όταν του τα τρίβουμε εμείς, παρά το αντίθετο; Και φαγητά που μαγειρεύουμε—όχι μόνο για εμάς— και δοκιμάζουμε να δούμε αν σηκώνουν κι άλλο αλάτι; Και κάτι τισέρτ με στάμπες από κόμικς που παραγγέλνουμε και έρχονται με το κούριερ όταν τα έχουμε πια ξεχάσει;  Και δουλειές που δουλέψαμε και τις αφήσαμε να υπάρχουν στον κόσμο; Και χαρές που πήραμε, και χαμόγελα που κάναμε να ανθήσουν σε ξένα πρόσωπα, και χαμόγελα που έκαναν εκείνοι να ανθήσουν στο δικό μας; Και ένα κομμάτι από την τυρόπιτα που δώσαμε σε εκείνο τον σκύλο; Και η ουρά του που κουνήθηκε και είπε ένα σωρό πράγματα για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα; Και δυο γενναιόδωρα λόγια που δεν τσιγκουνευτήκαμε να χαρίσουμε σε κάποιον μια μέρα που αισθανόμασταν μια στάλα πιο πλούσιοι από όσο συνήθως; Και δυο ακόμη πιο γενναιόδωρα λόγια που δεν τσιγκουνεύτηκε να μας χαρίσει αυτός και που μας κάνανε να κοκκινίσουμε;

Διακόσιες χιλιάδες πράγματα είναι πάρα πολλά. Σχεδόν μού φαίνεται πως δεν τα αξίζουμε.

                                                  * * *

Τελικά όλοι θα χάσουμε και ό, τι πολυτιμότερο άλλο έχουμε — αν είμαστε τυχεροί. Εάν δεν είμαστε, θα χάσουν εκείνοι εμάς. Οι άνθρωποί μας.

Φαινομενικά, αυτό δεν είναι κάτι που συνηθίζεται· η απώλεια ενός ανθρώπου, πόσο δε μάλλον εκείνου ή εκείνων: συντρόφων, γονιών, φίλων. Αλλά στην πραγματικότητα υπάρχει πολύς χώρος μέσα μας για να την επεξεργαστούμε: χώρος και χρόνος δηλαδή. Δεν ξέρουμε πώς γίνεται, ο μηχανισμός μπορεί να αναλυθεί μα όχι και να γίνει απολύτως κατανοητός, αλλά αυτός ο δεύτερος τάφος εκεί κάπου στο στήθος μας κλείνει επίσης μια μέρα, σαν τον κανονικό —ίσως τότε που δεν το ελπίζεις, και ασφαλώς απροειδοποίητα—, και πια τον επισκεπτόμαστε μόνο πού και πού για να αφήσουμε δυο λουλούδια στην πέτρα και να πούμε δυο κουβέντες.

Η ίδια σκέψη που κάναμε πριν, ότι τουλάχιστον τον είχαμε μέχρι να τον χάσουμε, ότι υπήρξαμε έτσι ευλογημένοι, ότι ανταλλάσσαμε τα λόγια μας και τα όνειρά μας και πράγματα που ποτέ δεν θα λέγαμε σε έναν άλλον, δεν είναι το ίδιο παρηγορητική σε πρώτη ανάλυση. Θέλει πολύ καιρό για να την κατανοήσουμε πλήρως. Καμιά φορά, μας φαίνεται μέχρι και κωμική, ή και βέβηλη, γελοία. Αλλά πάντα φτάνει εκείνη η ώρα. Είναι κάτι που δεν μας μαθαίνει κανείς· ούτε καν τα βιβλία, ή ο ορθός λόγος, ή η θρησκεία. Απλώς γίνεται. Έτσι είναι φτιαγμένα τα πράγματα.

Αν είμαστε τυχεροί, τελικά θα χάσουμε και ό, τι πολυτιμότερο άλλο έχουμε.

                                                   * * *

Διαβάσαμε αυτή την ειδησούλα, ένα παραλειπόμενο. Στο διάλειμμα ανάμεσα από δύο βομβαρδισμούς προχθές, ένα μηχανάκι με ένα μεγάλο κουτί δεμένο στη σχάρα γύρναγε σε μια γειτονιά του Κιέβου, και βρήκε έναν περαστικό που έτρεχε να καλυφθεί ερχόμενος από το γραφείο του. Ο οδηγός τον σταμάτησε μισό λεπτό, και τον ρώτησε πού ήταν το καταφύγιο της γειτονιάς. Όταν ο άνθρωπος του έδειξε, τον ευχαρίστησε και πήγε γρήγορα προς τα εκεί: ήταν πακετάς, και έφερνε μία παραγγελία στο καταφύγιο — δύο πίτσες.

Κάπως έτσι είναι όλη η ζωή μας: είμαστε κλεισμένοι σε ένα καταφύγιο, προσπαθώντας να μη σκάσει η βόμβα πάνω στο κεφάλι μας. Στο μεσοδιάστημα, παραγγέλνουμε πίτσα.