Life

My failing resolutions: Οι υποσχέσεις μιας καινούργιας αρχής

Τι σχέση έχει το άγχος με τα πρωτοχρονιάτικα resolutions; Η απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση του εάν όλες αυτές οι λίστες των «θέλω» είναι καμουφλαρισμένα «πρέπει», και εάν ναι, από πού προέρχονται όλα αυτά τα «πρέπει»

Ελένη Χελιώτη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

New Year’s Resolutions: Οι στόχοι που θέτουμε για την καινούργια χρονιά, το άγχος, τα «θέλω» και τα «πρέπει».

Είναι 26 Δεκεμβρίου, μια ηλιόλουστη μέρα, τέλεια για βόλτες, καφέδες, φαγητά με φίλους, κ.τ.λ κ.τ.λ. Έχω ξυπνήσει από τις 9:30, έχω πιει καφέ, έχω διαβάσει λίγες σελίδες από το βιβλίο μου στο μπαλκόνι κάνοντας φωτοσύνθεση, και μετά με πιάνει η μανία να καθαρίσω. Βάζω δεύτερο καφέ, στρίβω ένα τσιγάρο και αρχίζω να ξεσκονίζω φορώντας τα noise cancelling ακουστικά μου και ακούγοντας μια διάλεξη πάνω στη Φιλοσοφία από ένα μάθημα που ξεκίνησα προχθές στο Coursera.

Φιλοσοφία είχα κάνει στο πρώτο έτος του προπτυχιακού μου, πριν 20 χρόνια, και μ’ άρεσε πολύ. Το βιβλίο που διαβάζω τώρα τελευταία είναι ο 2ος τόμος των ημερολογίων της Susan Suntag και η συγγραφέας αναφέρεται συχνά σε διάφορους γνωστούς φιλοσόφους, ειδικά τον Hegel. Ενώ το διάβαζα λοιπόν, μια από τις πολλές σκέψεις που έκανα είναι πόσο με ενθουσίαζε τότε και πόσο θα ‘θελα να την είχα μελετήσει περισσότερο. Κατέβασα λοιπόν την εφαρμογή, μάντεψα το password μου από την τελευταία φορά που ασχολήθηκα με το Coursera (πάνε 3-4 χρόνια), και έψαξα να βρω ένα εισαγωγικό μάθημα στη Φιλοσοφία. Το Πανεπιστήμιου του Εδιμβούργου είχε ακριβώς αυτό.

Χθες το βράδυ, μετά τα φαγοπότια, και αφού έκανα ένα μπανάκι και χαλάρωσα στον καναπέ, άκουσα τις διαλέξεις της 1ης εβδομάδας του μαθήματος και έκανα τα δύο τεστάκια που ακολουθούσαν. Πήρα 100% και στα δύο. I still got it, σκέφτηκα. Σήμερα όμως οι διαλέξεις ήταν πιο σύνθετες και ενώ καταλάβαινα απόλυτα τι έλεγαν, δεν τα πήγα τόσο καλά στο πρώτο τεστ. Δεν είσαι αρκετά συγκεντρωμένη, σκεφτόμουν με το σφουγγαρόπανο να με κοιτάει στη γωνία. Έκλεισα την εφαρμογή, τελείωσα το καθάρισμα και αποφάσισα να κάνω λίγη γυμναστική.

Ενώ έκανα σχοινάκι και άκουγα ένα άλλο βιβλίο της Susan Sontag με δοκίμιά της («Against Interpretation and Other Essays») που έχω αγοράσει στο Audible, κοιτούσα το τραπεζάκι του σαλονιού πάνω στο οποίο έχω, ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά 5 μισοτελειωμένα βιβλία που με περιμένουν και τα «πιάνω» ανάλογα τη διάθεση: «The Mandarins» της Simone de Beauvoir, «How to Stop Time» του Matt Haig, «Zeno’s Conscience» του Italo Svevo, «Adults» της Emmy Jane Unsworth, και το μοναδικό στα ελληνικά «Η μικρή Μπιζού» του Patrick Modiano. Κανα-δυο ακόμα βαριανασαίνουν επάνω στο κομοδίνο μου και με κοιτάνε με μισό μάτι κάθε φορά που τα αγνοώ με θράσος.

Και ενώ η Sontag, λοιπόν, ανέλυε από το JBL ηχειάκι μου πως τα σύγχρονα θεατρικά έργα που θέλουν να πιστεύουν ότι είναι τραγωδίες (με την αυθεντική αρχαιοελληνική έννοια), στην πραγματικότητα δεν είναι, εγώ σκεφτόμουν ότι πρέπει/θέλω να τα τελειώσω αυτά κάποια στιγμή, να ξανακούσω σωστά την τελευταία διάλεξη και να ξανακάνω το quiz, να διαβάσω εκείνα τα 2 άρθρα που έχω ανοιχτά στο Chrome εδώ και μέρες (αν και το πρωί με τον πρώτο καφέ κατάφερα και διάβασα άλλα δύο), να σαπίσω λίγο στο Netflix (άσχετα που καμιά φορά με πιάνουν τύψεις), ότι είναι ευκαιρία να δω κάτι φίλους που έχω καιρό να δω, να κάτσω να γράψω λίγο… και ξαφνικά μ’ έπιασε ένα άγχος και μια ταχυπαλμία η οποία δεν οφειλόταν στο σχοινάκι.

Τα resolutions, πιο συγκεκριμένα τα New Year’s Resolutions, είναι μια ετήσια συνήθεια που ενδεχομένως πιστεύουμε ότι είναι αμερικάνικης προέλευσης: οι μικροί και μεγάλοι αυτοί στόχοι που θέτουμε για την καινούργια χρονιά: να χάσω βάρος, να αλλάξω δουλειά, να μάθω να λέω «όχι», να ταξιδέψω περισσότερο, να είμαι πιο ήρεμος/η, να, να, να. Τόσο η λίστα όσο και η ποικιλία θεμάτων μπορεί να είναι ατελείωτη. Η συνήθεια ωστόσο όχι μόνο δεν προέρχεται από την Αμερική, αλλά χρονολογείται γύρω στα 4.000 πριν και την οφείλουμε στους αρχαίους Βαβυλώνιους, οι οποίοι ήταν επίσης οι πρώτοι που γνωρίζουμε ότι γιόρταζαν το νέο έτος (το οποίο για αυτούς όμως δεν ήταν τον Ιανουάριο αλλά στα μέσα Μαρτίου, όταν έσπερναν τις καινούργιες σοδειές).

Οι εορτασμοί είχαν τη μορφή μιας τεράστιας θρησκευτικής εορτής 12 ημερών, γνωστής ως Akitu, κατά τη διάρκεια της οποίας είτε έστεφαν νέο βασιλιά, είτε επιβεβαίωναν την πίστη τους στον υπάρχοντα. Υπόσχονταν επίσης στους θεούς να ξεπληρώσουν όλα τα χρέη τους και να επιστρέψουν όσα αντικείμενα είχαν δανειστεί (ταπεράκια μάλλον). Εάν κρατούσαν το λόγο τους, οι θεοί θα τους αντιμετώπιζαν ευνοϊκά το επόμενο έτος. Εάν όχι, θα έχαναν την εύνοια των θεών.

Κάτι παρόμοιο έκαναν και οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν αυτός που καθιέρωσε την 1η Ιανουαρίου ως την αρχή του νέου έτους, γύρω στο 46 π.Χ. Ο μήνας δε πήρε το όνομά του από τον Ιανό, τον διπρόσωπο θεό του οποίου το πνεύμα κατοικούσε σε πόρτες και καμάρες, και είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Ρωμαίους. Η πεποίθησή τους ότι ο Ιανός κοίταζε συμβολικά προς τα πίσω (το προηγούμενο έτος) και μπροστά (στο μέλλον και το έτος που έρχεται), οι Ρωμαίοι έκανα θυσίες στη θεότητα και υπόσχονταν «καλή διαγωγή» για το επόμενο έτος.

Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, οι υποσχέσεις μιας καινούργιας αρχής και της καλής διαγωγής ήταν υποκινούμενες από φόβο και δεισιδαιμονία για την οργή των θεών. Κάποια χιλιάδες χρόνια μετά, ενώ ένα διαολεμένα ζόρικο 2021 φεύγει και δίνει τη θέση του στο 2022, οι δικές μας «υποσχέσεις» από που προέρχονται και σε ποιον απευθύνονται;

Αν και τέτοιου είδους resolutions δεν έκανα ποτέ για το καινούργιο έτος, καθότι θεωρώ γενικότερα υπερεκτιμημένη την όλη διαδικασία, όπως και τις παράλογες προσδοκίες, γύρω από την πρωτοχρονιά, κατά καιρούς, και σε άναρχα χρονικά διαστήματα, θέτω στόχους με μια συχνά υπέρμετρη θέρμη και αποφασιστικότητα. Όπως με τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή, κάποιους τους έχω πετύχει, πολλούς άλλους όμως όχι (κάτι το οποίο παραδόξως δεν με αποθαρρύνει από το να τους ξαναβάλω). Τα βιβλία στο τραπεζάκι θα τα διαβάσω όλα. Έχει πραγματικά σημασία το πότε;

Τι σχέση έχει όμως το σημερινό μου άγχος με τα πρωτοχρονιάτικα resolutions; Η απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση του εάν όλες αυτές οι λίστες των «θέλω» είναι καμουφλαρισμένα «πρέπει», και εάν ναι, από πού προέρχονται όλα αυτά τα «πρέπει».

Από κάποια εσωτερική πίεση ασκούμενη από την πεποίθηση ότι πρέπει πάντα να καταπιανόμαστε με κάτι ή να αυτοβελτιωνόμαστε; Από κοινωνική ή οικογενειακή πίεση ότι θα ‘πρεπε (στη ζωή μας) να είμαστε κάπου που δεν είμαστε; Από τον φόβο αποτυχίας; (Και αν ναι, τι σημαίνει αποτυχία; Δεν είναι υποκειμενικό για τον καθένα από εμάς;)

Η δική μου λίστα εμπεριέχει πραγματικά «θέλω» και όλες αυτές οι δραστηριότητες μου δίνουν μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Το άγχος λοιπόν πού έγκειται; Απ’ τη δική μου λανθασμένη πράξη τού να τις εντάξω σε μια λίστα με τον τίτλο «πρέπει» και τη σκέψη ότι αν δεν γίνουν, ή αν δεν γίνουν άμεσα, αυτό θεωρείται ένα είδος αποτυχίας (προσωπικής μεν, αποτυχίας δε).

Για κάποιους, οι λίστες αυτές βάζουν ή σημαίνουν μια τακτοποίηση, μια τάξη, ή μια προτεραιότητα. Για άλλους είναι ένα εκκρεμές που ταλαντεύεται πάνω από το κεφάλι τους και φαίνεται να πλησιάζει με κάθε ταλάντευση. Για μένα προσωπικά μπορεί να είναι είτε το ένα είτε το άλλο, ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκομαι.

Και η φάση στην οποία βρίσκομαι ενώ γράφω αυτό, μου λέει να σταματήσω επιτέλους να σκέφτομαι, να πάρω το κρασάκι μου και «βουτήξω» ξανά στο 1965, όταν η Susan Sontag (η οποία τις τελευταίες μέρες νιώθω ότι μόνο με αυτή με καταλαβαίνει) είπε ότι: «every act is a compromise (between what one wants and what one thinks is possible)».