- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι κατάφυτες πλαγιές του βουνού φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Καθώς κατηφορίζω στη ρεματιά κοιτάζω την πυκνή βλάστηση και από τις δυο πλευρές του μονοπατιού, αναρριχώμενα φυτά μπλεγμένα στα κλαδιά των δέντρων φτιάχνουν αδιαπέραστα τείχη από πυκνές φυλλωσιές, πιο πέρα επικλινείς εκτάσεις δασωμένες με ελιές, πουρνάρια και αγριοκερασιές. Τα παλιά χρόνια εδώ κυλούσαν ορμητικοί χείμαροι που κατέβαιναν από το βουνό, τώρα είναι ένας στενός χωμάτινος δρομος με θάμνους και αγριολούλουδα, έντομα κάθε είδους, σαύρες και πεταλούδες. Ρίχνω το κεφάλι κάτω για να έχω το νου μου πού πατάω, κι όσο το σώµα κάνει τη δική του δουλειά τα πνευµόνια γεμίζουν από ήχους και µυρωδιές του καλοκαιριού που ερεθίζουν τους αισθητήρες της όσφρησης και ξυπνούν µνήµες ξεγνοιασιάς.
Στην επιστροφή λαχανιάζω και πεισµώνω κι αντιστέκομαι στην επιθυµία να ξαποστάσω, λίγο ακόµα, λέω, και φτάνω πάρα πάνω. Αναρωτιέμαι πόσα τρίτα της διαδροµής έχω διανύσει, ή µήπως να τη χωρίσω σε περισσότερα µέρη, πόσο μένει ακόµα, πόσο έχω αφήσει, στήνω αριθµητικά παιχνίδια στο μυαλό για να δίνω κουράγιο στα κουρασµένα μου βήµατα. Η κατηφόρα είναι πιο εύκολη. Χαµηλώνω το κέντρο βάρους λυγίζοντας ελαφρά τα γόνατα κι αφήνω την κλίση του εδάφους να με παρασέρνει σε µια ροή που με πήγαινει όλο και πιο κοντά στη στάθµη της θάλασσας, που αρχίζω να τη βλέπω κάπου στη µέση της διαδροµής πρώτα από ψηλά να υψώνεται σαν τείχος στον ορίζοντα του βλέµµατος, που ησυχάζει στη θέα του προορισµού της. Η απόσταση που μας χωρίζει τώρα γίνεται µια ανάσα όσο χώνομαι βαθιά στη ρεµατιά, επιτρέποντας στη βαρύτητα να με παρασέρνει όλο και πιο χαµηλά, κι η ανάσα, αντί να λαχανιάζει, ηρεµεί.
Η τελευταία στροφή οδηγεί σε ένα πλάτωµα κι αυτό σε µια απότοµη κατηφοριά, όπου πρέπει να βάζεις τα πέλµατα πλαγιαστά για να µη γλιστράς στα χαλίκια. Κατρακυλάω τα τελευταία μέτρα µε τη θέρµη της ευεξίας του σώµατος που ’χει φχαριστηθεί και όταν φτάνω στο βραχώδες στένωμα της ακροθαλασσιάς στέκομαι και κοιτάζω τα νερά που έρχονται απ’ τα βουνά έχοντας ακολουθήσει υπόγειες διαδροµές κάτω από τη γη, κρυστάλλινα ρεύµατα που ανακατεύονται µε το θαλασσινό νερό. Διστάζω να θυσιάσω τη θέρμη του καλοκαιρινού ήλιου για να περάσω σε μια ακόµα µεγαλύτερη ευχαρίστηση, όχι για πολύ.
Στα ανοιχτά η επιφάνεια της θάλασσας είναι διάφανη και αστραφτερή, τα νερά κρυστάλλινα και βαθιά. Όσο για το βυθό είναι απροσπέλαστος, κι αν ανοίξω τα μάτια μέσα στο νερό τρομάζω από τον κόσμο αυτό που είναι ανοίκειος, το χάος της αβύσσου εκτείνεται σε σκοτεινά βάραθρα και βάθη που ούτε μπορώ να φανταστώ. Στην επιφάνεια η αίσθηση είναι τελείως διαφορετική, υπάρχει μια ησυχία που κατεβαίνει από τα βουνά και απλώνει, μια αδιατάρακτη γαλήνη που θυμίζει ευτυχισμένες μέρες. Κολυμπάω με αργές κινήσεις κατευθυνόμενη σε μια βραχονησίδα μεσοπέλαγα, αποκολλημένη στα βάθη των αιώνων από τις παράκτιες βραχώδεις απολήξεις. Πλησιάζω µε αργές δρασκελιές, βρίσκω δύο σηµεία να πιαστούν τα δάχτυλά μου και µε µια έλξη αναδύομαι από το βαθύ µπλε στο εκτυφλωτικό φως, λίγα εκατοστά µόνο από το απέραντο της θάλασσας που πιάνει όσο φτάνει το µάτι, µε τα πέλµατα να ψάχνουν τις φιλόξενες αιχµές της κοφτερής επιφάνειας του βράχου. Ορθώνομαι περήφανα στο θαυµαστό ετούτο κόσµο σαν σώµα που τίποτα δεν φέρνει από πριν, στην άγρια θαλασσινή εξοχή, βαθύ Αιγαίο, κι η ομορφιά είναι απερίγραπτη, η δύναμη της φύσης, χωρίς αρχή και τέλος, εισβάλλει μέσα μου και νιώθω τίποτα να μη λείπει. Όλος αυτός ο όγκος των βουνών που πλαγιάζει στη θάλασσα, με τις απόκρηµνες κατάφυτες πλαγιές να ορθώνονται ξανά ψηλά, να συναντάνε τις βουνοκορφές που ξεπροβάλλουν και χάνονται σε επάλληλες στρώσεις σε µια προοπτική βάθους και µεγαλείου, με κάνουν να υποτάσσομαι, φθαρτό στολίδι στην άκρη του βράχου.
Μένω έτσι για ώρα να θαυµάζω, να ησυχάζω, µέχρι που παίρνω την απόφαση και πέφτω πάλι, τα χέρια συναντιούνται και κάνουν προς τα έξω σπρώχνοντας το νερό όσο τα πόδια διαγράφουν ηµικύκλια σε αντίθετη φορά, κι έπειτα σε ύπτια θέση ξαπλώνω στο θαλασσινό νερό και απολαμβάνω. Τι τύχη, θέε µου, αναφωνώ κοιτάζοντας τριγύρω, πόση οµορφιά, όση ώρα πλέω στην ησυχία που φτιάχνουν τα χρώµατα, που λες ήχους βγάζουν σιωπηλούς παρέα µε τη µεσηµεριανή πάχνη, καθώς αχνοφαίνονται στα περιγράµµατα των βράχων που πέφτουν στο νερό και καθρεφτίζονται στη διάφανη υφή του, η θάλασσα αστράφτει... Κι έτσι όπως είναι χαλαρά, απόκοσμα, κολυμπάω κάνοντας κύκλους στα βαθιά νερά.
Μέρες ησυχίας, ξεγνοιασιάς, παράξενο ε;