Life

Πού κοιτάς;

Ο ορίζοντας, τα μάτια της Αγάπης, ένας καθρέφτης

Δήμητρα Γκρους
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν υψώσεις το βλέμμα θα δεις κάτι άλλο από αυτό που βλέπεις, το βλέμμα δίνει την κατεύθυνση, έχει σημασία αν κοιτάς κοντά ή μακριά, κάτω ή πάνω. Για παράδειγμα, εκεί που περπατάς με σκυμμένο το κεφάλι, αν αλλάξεις προοπτική και κοιτάξεις στο βάθος του δρόμου θα δεις ένα βουνό, ζούμε σε μια πόλη-πεδιάδα περιτριγυρισμένη από φυσικά τείχη σαν προστατευτικά όρια, σημεία αναφοράς για το βλέμμα του περιπατητή. Κι έτσι, πιο γρήγορο κι απ’ τη σκιά του, αντανακλαστικά, από το βρώμικο πεζοδρόμιο το υψωμένο βλέμμα ανοίγει δρόμο σε μια ανοιχτωσιά στο βάθος του ορίζοντα. Η μια πλευρά της πόλης, στο νότο, ανοιχτή, κατά κει απλώνεται η θάλασσα, μόνο που αυτή για να τη δεις πρέπει να υψωθείς ολόκληρος, να ανηφορίσεις σε ένα σημείο ψηλά και, δοκιμάζοντας διάφορες θέσεις, μαζί με εκείνη να αγναντέψεις τα κτίρια, τις λεωφόρους, τα μνημεία, τους απέναντι λόφους. Έχει ενδιαφέρον, από ψηλά η προοπτική αλλάζει, παίρνεις μια απόσταση από αυτό που άλλες φορές είσαι μέρος του – κάτι πρέπει να βγεις έξω για να το δεις.

Ο φακός κάνει ζουμ, το σκηνικό αλλάζει. Αν υψώσεις το βλέμμα τώρα θα δεις μια σειρά από παράθυρα, τριώροφα κτίρια μιας άλλης εποχής, μικρά μπαλκόνια. Κάπου οι κουρτίνες ανεμίζουν, δίπλα μια γάτα σε ένα πρεβάζι, σκιές ανθρώπων στο εσωτερικό, κάποια φωτισμένα από το φως της λάμπας, ένα παιδικό πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του τρίτου, απλωμένα ρούχα, γλαστράκια με λίγα λουλούδια, φροντισμένα όμως, οι σκάλες του φωταγωγού που συνδέουν τους ορόφους, πάλι σκιές. Οι τοίχοι ρημαγμένοι, με ρωγμές και ξεφλουδίσματα. Τα κτίρια στέκονται απέναντι στημένα σε σειρές, το ένα μεσοτοιχία με το άλλο, ο ενδιάμεσος δρόμος στενός, δέντρα δεξιά-αριστερά που σε σημεία τα κλαδιά τους συναντιούνται φτιάχνοντας σκίαστρα και ουράνιους θόλους. Είναι μια γειτονιά που η ιστορία της μιλάει για πρόσφυγες, για αυτό χτίστηκε, περνάει ξυστά τη λεωφόρο, απέναντι το γήπεδο, και εκτείνεται προς τα πάνω περίπου 5-6 τετράγωνα, από πίσω ο Άγιος Σάββας, σκληρό σύνορο, γειτνίαση ασθενών και οδοιπόρων.

Αν εστιάσεις από τα παράθυρα στα μάτια των παιδιών της γειτονιάς θα τα δεις να λάμπουν, τα παιδιά δεν έχουν ακόμα μάθει να είναι επιφυλακτικά, δεν έχουν συναίσθηση των κινδύνων, των λεπτών ισορροπιών, ζουν με αυτά που έχουν και αναζητούν το παιχνίδι, κι οι φόβοι τους δεν έχουν να κάνουν με τους φόβους των μεγάλων, κι ας αντιστρέφονται τα πράγματα μετά. Η Αγάπη είναι ένα κοριτσάκι που μένει εκεί, έχει τα πιο ωραία λαμπερά μάτια και το πιο καλοσχηματισμένο όμορφο στόμα, μαύρα μαλλιά και μεγάλη κοιλίτσα, τα ρούχα της δεν είναι πολύ καθαρά και περιποιημένα, κρατάει όμως ένα βιβλίο με πριγκίπισσες και αυτοκόλλητα και έχει έναν τρόπο να σου απευθύνεται. Η Αγάπη είναι όνομα και πράγμα. Το βράδυ της γιορτής* ανεβαίνει στη σκηνή και χοροπηδάει ενθουσιασμένη, κι όπως χορεύει πέφτει ανάσκελα κάτω και κουνάει τη λεκάνη, ελαφρώς ανασηκωμένη από το έδαφος, εκστασιασμένη – είναι πέντε χρονών. Μία από τις πολλές αδερφές της, έφηβη αυτή, στην άκρη της σκηνής μονολογεί μουτρωμένη: «Και τώρα, δηλαδή, πότε θα ξανάρθετε;» Μια άλλη μικρή σηκώνει το μπροστινό μέρος των μαλλιών και τα πιάνει, με ρωτάει χωρίς να με ξέρει, άρα με εμπιστεύεται: «Τα μαλλιά μου, μου πάνε έτσι;». Είναι κούκλα έτσι κι αλλιώς, η εφηβεία έχει πάντα τις ίδιες ανησυχίες, δεν έχουν σημασία οι περιστάσεις, οι αγωνίες μοιάζουν, «είμαι αρκετά όμορφη;». Τα αγόρια το μεσημέρι της ίδιας μέρας παίζαν το δικό τους μουντιάλ, το Μουντιαλίτο των Προσφυγικών. Τα αγόρια δεν ανησυχούν τόσο για την ομορφιά τους, εκτονώνονται με άλλο τρόπο. Το βράδυ όλοι χορεύουν.

Η γιορτή τελειώνει κι όταν σταματάει ο χορός το βλέμμα πιάνει δουλειά, μετακινείται από τα κτίρια στους ανθρώπους και από τους ανθρώπους στα κτίρια, κάνει ζουμ σε πρόσωπα και φωτισμένα παράθυρα μέσα στη νύχτα. Το σκηνικό είναι σαν από ταινία, όμως οι άνθρωποι που ζουν εκεί έχουν έναν τρόπο να σε εγκαλούν, το ξέρεις άλλωστε, το βλέμμα κάθε φορά που αισθητικοποιεί παραμένει εξωτερικό κι εσύ θέλεις να πάει πιο μέσα.

Φεύγει κι από εκεί, δοκιμάζει διάφορες θέσεις, μπορεί να γίνει μικροσκοπικό ή μακροσκοπικό, να κοιτάξει από πάνω προς τα κάτω ή το αντίθετο, να στραφεί προς τα μέσα ή να πάει έξω. Είναι μια άσκηση, λέει, κοιτάζεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, συγκεκριμένα βάζεις τα μάτια σου να κοιτάξουν τον εαυτό τους για ώρα, όσο αντέχουν, καταδύεσαι στο ίδιο σου το βλέμμα μέχρι να εναρμονιστεί με την αναπνοή, βαθιά εισπνοή, μέχρι κάτω ο αέρας και μετά πάλι έξω, ίσοι χρόνοι. Να δεις πώς κοιτάς, να δεις τον εαυτό σου με τα μάτια ενός άλλου που είναι τα δικά σου, να γίνεις ένας άλλος, να παρατηρήσεις τι από όλα έχουν εγγραφεί στο πρόσωπό σου, ποια συναισθήματα, είσαι χαρούμενος ή λυπημένος; Ίσως βγουν κι άλλα, δεν είναι μόνο άσκηση καταγραφής, είναι κυρίως εξερεύνησης, στο επίπεδο του συμβολικού και όχι μόνο κοιτάς τα μάτια σου στον καθρέφτη για να δεις ποιος είσαι.

Έχει σημασία πού κοιτάς, από ποια θέση, προς ποια κατεύθυνση. Κοιτάς πίσω ή μπροστά, μέσα ή έξω, κοιτάς τα κτίρια, κοιτάς και τους ανθρώπους; Οι μετατοπίσεις είναι αναγκαίες για να μπορούν να γίνονται οι συνδέσεις. Η διαδρομή δεν πρέπει να ακινητοποιείται σε ένα σημείο, το βλέμμα χρειάζεται να δοκιμάζει διαφορετικές θέσεις για να μη χάνει την ελαστικότητά του, να γίνεται διαλεκτικό για να μπορεί να συνθέτει, να μένει ανοιχτό στη δυνατότητα. Να κοιτάει πάνω αλλά να μπορεί να χαμηλώνει, όταν κοιτάει κάτι από έξω να μπαίνει λίγο μέσα για να το βλέπει καλύτερα και όταν μένει πολύ καιρό κλεισμένο να βγαίνει λίγο έξω για να μπορεί να επιστρέφει, ένα είδος γυμναστικής για να μην κλείνει η προοπτική της συνάντησης με κάτι που υπάρχει στο βάθος του ορίζοντα, σε μάτια σαν της Αγάπης ή μέσα στον καθρέφτη...


* Από το Αντιφασιστικό Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών στα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας (27-29/6).