Life

Προσδοκίες και αγωνίες των ανθρώπων μετά την καραντίνα

Αύριο είναι η πρώτη ημέρα της υπόλοιπης ζωής μας

Δημήτρης Παπαδόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 786
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι μας δίδαξε η πανδημία και ποιο είναι το πραγματικό restart στη ζωή μας

Aν κάποιος έπεφτε σε κώμα στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020, μια χρονιά που μπήκε με αισιοδοξία, και ξυπνούσε στα μέσα Μαΐου, θα καταλάβαινε ότι ο πλανήτης πληγώθηκε από μια πανδημία; Ότι χάθηκαν 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι, οι οικονομίες κλυδωνίστηκαν, η ψυχή κι ο νους μας ταρακουνήθηκε από απελπισία και φόβο; Ενδεχομένως και όχι. Ζήσαμε έναν απελπιστικό Μάρτιο πέρυσι, αχνοπατώντας σε αχαρτογράφητα νερά. Εκατοντάδες banana breads και ζουμ μαθήματα πιλάτες, ξεχάσαμε τους πρώτους δυο μήνες της καραντίνας και περάσαμε ένα ανέμελο καλοκαίρι για να κλειστούμε σπίτια μας τον Νοέμβριο. Δεν ήταν πια Μάρτιος, είχαμε όλοι άποψη για το αν τα μέτρα είναι σωστά, αν έχει νόημα το απαγορευτικό των 21:00, αν ζούμε μια πρωτόγνωρη χούντα που μας θέλει με φίμωτρα. Ακούγαμε τα μέτρα και τα τηρούσαμε κατά πώς μας άρεσε για να φτάσουμε λαβωμένοι κι αλώβητοι στην επανεκκίνηση: θέατρα, εστιατόρια, γάμοι, σε λίγο και πανηγύρια, μας επαναφέρουν στη συνέχεια του Μάρτη του 2020.

Τι μας δίδαξε η πανδημία; Γίναμε ανθεκτικοί, γίναμε επινοητικοί, εφευρετικοί. Επιστρέψαμε λίγο στην ανθρώπινη φύση μας. Επιζήσαμε, κι αυτό δεν είναι ένα συμπέρασμα που εξάγεται σε μια νύχτα αλλά το ζήσαμε σε κάθε rapid, self ή μοριακό τεστ κάναμε. Κάθε στιγμή που αποχαιρετούσαμε έναν φίλο, κάθε λεπτό που προσευχόμασταν για κάποιον άλλο. Βλέπαμε δουλειές να χάνονται αλλά και πάλι, νέες ευκαιρίες να αναδύονται διότι η ζωή δεν μπορεί να μπει σε παύση ακόμη κι αν η κοινωνία μπουσουλά έχοντας στείλει μήνυμα στο 13033. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός σε κρατικές υπηρεσίες ήταν ραγδαίος. Σε ό,τι αφορά στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, το digital transformation άλλαξε τον τρόπο που ψωνίζουμε, που τρώμε, που ψυχαγωγούμαστε. Χάθηκαν δουλειές, χάθηκαν πόροι, χάθηκαν άνθρωποι. Αυτά τα χάσματα πόνεσαν και απαιτείται χρόνος για να αποτυπωθεί το βάθος τους. Παράλληλα έδειξαν κι έναν νέο δρόμο, όπως συμβαίνει σε τέτοιες κοσμογονίες: δουλειές χάνονται και δημιουργούνται νέες.

Η αμφιβολία διάβρωσε τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά και τη σχέση του ανθρώπου με την επιστήμη, με την πολιτική, με την κοινωνία. Είδαμε αρνητές να μιλούν με σιγουριά για τα λάθη που κάνουν οι επιστήμονες, οι πολιτικοί και οι συμπολίτες μας. Διασκέδασαν χωρίς αύριο, με κύριο αίτημα την αγοραία εκτόνωση του σεκλετιού και με την προσφιλή ερώτηση, αν πονάνε οι καραντινάκηδες. Πονάνε, πονέσαμε πολύ. Όπως πόνεσαν πολύ γιατροί και νοσηλευτές να αλλάζουν δεκάδες στολές καθημερινά για να φροντίζουν τους καραντινάκηδες των ΜΕΘ, των ΜΑΦ, των κλινικών Covid. Μείναμε μόνοι. Δεν είδαμε τους αγαπημένους μας. Σιωπήσαμε δίπλα στους ανθρώπους που συμπλήρωναν τη φούσκα μας. Όπου μπορούμε να σωπαίνουμε είναι το σπίτι μας. Κι όπου δεν μπορούμε να σωπαίνουμε και η αμηχανία μάς αναγκάζει να πούμε κάτι, τότε πια γυρίζουμε την πλάτη και φεύγουμε. Επαναδιαπραγματευτήκαμε τη λίστα των αγαπημένων μας προσώπων, αν τα πρόσωπα μπορούν να μπουν σε λίστα. Υπέρ ή κατά της μάσκας, υπέρ ή κατά του εμβολίου, υπέρ ή κατά του κυβερνητικού έργου ή της αντιπολιτευτικής γραμμής. Δίπολα που δηλητηρίασαν status updates στα κοινωνικά δίκτυα που έγιναν το βήμα για να αρθρώσουμε λόγο. Χολερικό, ποιητικό, φιλοσοφικό, χιουμοριστικό. Διαλέγεις και παίρνεις.

Είμαστε, όμως, τυχεροί. Είμαστε η μόνη γενιά που επέζησε από μια πανδημία και πρόλαβε να απολαύσει και το εμβόλιο. Είμαστε ακόμη πιο τυχεροί διότι είχαμε το βήμα να εκφράσουμε επιφύλαξη, άρνηση και άποψη. Από λοιμωξιολόγοι γίναμε με ταχύρρυθμα μαθήματα ημιμάθειας και τσατραπατρισμού μικροί Χαρδαλιάδες κι έπειτα υπουργοί, εντατικολόγοι, επιδημιολόγοι, στατιστικολόγοι, εγκληματολόγοι στην περίπτωση του φονικού των Γλυκών Νερών. Γίναμε πιο αλαζόνες και νάρκισσοι αφού η επικοινωνία μας, ακόμη και για τη δουλειά (στις περισσότερες «θα μπορούσε να είχε λήξει απλώς με ένα email» συναντήσεις), γινόταν μέσω κάμερας. Η εικόνα μας μάς έγινε πιο σημαντική από τον λόγο. Πολλές φορές, δε, και χωρίς λόγο.

© Μαρία Μαρκέζη

Σωθήκαμε – κι όσοι δεν σώθηκαν, έφυγαν μόνοι. Οι από την αρχαιότητα τιμές στον νεκρό έπαψαν. Αγριευτήκαμε σε μεγάλους περιπάτους χωρίς τέχνη, χωρίς διάλογο, χωρίς περίσκεψη. Διότι στη δεύτερη φάση της πανδημίας ή όποιο, τέλος πάντων κύμα μάς πέτυχε τον Νοέμβριο, ζούσαμε με μέτρα αλλά ήταν σαν να μην υπήρχαν. Η επανεκκίνηση που τόσο μελετάμε και οι ζωές που πήραμε πίσω συνέβησαν μάλλον υπόγεια μέσα στον χειμώνα που μας πέρασε. Το θέμα δεν ήταν ποτέ να τις πάρουμε πίσω αλλά να τις αφήσουμε πίσω.

Δεν ξέρω να μετράω κύματα. Φοβάμαι για ένα ενδεχόμενο επόμενο κύμα της πανδημίας. Δεν μπορώ να μετρήσω την ανοσία της αγέλης αλλά επιλέγω να γυρίσω την πλάτη στην ανοησία. Επιλέγω να σέβομαι τον εργαζόμενο στην υγεία, τον εργαζόμενο στις επιχειρήσεις που έκλεισαν για να προστατευτούμε όλοι, να σέβομαι το περιβάλλον. Η ανακούφιση είναι μεγάλη που τα καταφέραμε, διότι, ναι, τα καταφέραμε, αλλά η επανεκκίνηση δεν αφορά τα πολύπαθα θεάματα και την εστίαση: αφορά την εσωτερικότητα που ανταλλάξαμε με φλυαρία. Αφορά το περιβάλλον που δεν σταματήσαμε στιγμή να μολύνουμε, να εξαντλούμε τον πλανήτη υπεκαταναλώνοντας ό,τι μπορούσαμε να παραγγείλουμε από τα πέρατα του κόσμου, να ριψοκινδυνεύσουμε το μέλλον της επόμενης γενιάς σπαταλώντας πόρους, εξαπατώντας ανθρώπους, ξεγελώντας τον εαυτό μας. Εκεί είναι το πραγματικό restart: να ξεβολευτούμε από την ευκολία και να συνηδειτοποιήσουμε ότι αύριο είναι η πρώτη ημέρα της υπόλοιπης ζωής μας. Που μας θέλει μαζί, χωρίς μάσκες, ιατρικές ή μη.