Life

Η άνοδος της pop ψυχολογίας και της κουλτούρας της αυτοβοήθειας

Η pop ψυχολογία μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας; Ή βασίζεται σε μια «junk» επιστήμη η οποία μας κάνει εμμονικούς με τον εαυτό μας και καταθλιπτικούς;

Ελένη Χελιώτη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα υπέρ και κατά της pop ψυχολογίας και της κουλτούρας της αυτοβοήθειας

Πριν από περισσότερα από 50 χρόνια, ο Τζορτζ Μίλερ, πρόεδρος του American Psychological Association, παρότρυνε τους συναδέλφους του «να μοιράσουν την ψυχολογία παντού». Ήλπιζε ότι η ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά στην ψυχολογία θα βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας.

Στον μισό αιώνα που έχει μεσολαβήσει από την έκκληση του Μίλερ, οι ψυχολόγοι έχουν διαδώσει και καταστήσει δημοφιλείς τις ιδέες τους με ιεραποστολικό ζήλο. Τα βιβλία που γράφονται για το κοινό δημοσιεύονται ταχύρρυθμα, και ενισχύονται από αμέτρητα blogs, podcasts, περιοδικά, TED ομιλίες και βίντεο.

Η διαδικασία του να γίνει η ψυχολογία κάτι «popular» (δημοφιλές ή λαϊκό) έχει υπάρξει εξαιρετικά επιτυχημένη. Το 1995, ένας ιστορικός του κλάδου υποστήριξε ότι «η ψυχολογική διορατικότητα είναι το δόγμα της εποχής μας».

Αν μη τι άλλο, αυτό το δόγμα έχει ακόμη πιο αληθινούς πιστούς σήμερα. Οι συγγραφείς του κλάδου παροχής ψυχολογικής διορατικότητας, όπως η Brené Brown, είναι εξαιρετικά δημοφιλείς και έχουν πολλούς οπαδούς. Αλλά άλλοι συγγραφείς όπως ο Jesse Singal, του οποίου το βιβλίο «The Quick Fix» δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, θέτουν σοβαρά ερωτήματα στη δημοφιλή ψυχολογία.

Πρόκειται, λοιπόν, η δημοφιλής ψυχολογία να αλλάξει τη ζωή μας; Ή βασίζεται σε μια «junk» επιστήμη η οποία μας κάνει εμμονικούς με τον εαυτό μας και καταθλιπτικούς;

Τι είναι η pop ψυχολογία (pop psychology);

Η pop ψυχολογία μπορεί να οριστεί ως κάθε προσπάθεια παρουσίασης ιδεών ψυχολογίας σε ένα ευρύ κοινό. Όπως όλοι οι τομείς, η ακαδημαϊκή και επαγγελματική ψυχολογία έχουν τις δικές τους εξειδικευμένες δημοσιεύσεις και τη δική τους ορολογία. Η δημοτικοποίηση είναι μια προσπάθεια να γίνει αυτή η γνώση προσβάσιμη, εύπεπτη και εύχρηστη.

Δεν υπάρχει συμφωνημένος τρόπος ταξινόμησης της pop ψυχολογίας, αλλά ξεχωρίζουν τρία κύρια είδη. Πρώτον, υπάρχουν βιβλία και μέσα μαζικής ενημέρωσης των οποίων ο πρωταρχικός στόχος είναι η ενημέρωση του κοινού για τις πρόσφατες εξελίξεις στην επιστημονική ψυχολογία, που συνήθως συντάσσονται από ακαδημαϊκούς, ή επιστημονικούς δημοσιογράφους.

Αυτά τα έργα είναι παρόμοια με οποιοδήποτε άλλο είδος επιστημονικής επικοινωνίας, αλλά με ιδιαίτερη έμφαση στο μυαλό, τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά. Κάποια κλασικά του είδους περιλαμβάνουν το βιβλίο «Thinking, Fast and Slow» (2011) του Daniel Kahneman, το οποίο πραγματεύεται τους δύο βασικούς τρόπους της ανθρώπινης γνώσης, το «The Emotional Brain» (1996) του Joseph LeDoux, σχετικά με τη νευροεπιστήμη του συναισθήματος, και το «Predictably Irrational» (2008) του Dan Ariely, σχετικά με τις προκαταλήψεις αποφάσεων.

Το δεύτερο είδος εφαρμόζεται περισσότερο. Αντί να επεξηγεί ένα επιστημονικό θέμα σε έναν «απλό» (χωρίς επιστημονικό υπόβαθρο) άνθρωπο που είναι περίεργος να μάθει, προσφέρει καθοδήγηση σε άτομα που θέλουν πρακτική βοήθεια με τις προκλήσεις της καθημερινής ζωής. Αυτά τα έργα είναι συχνά γραμμένα από επαγγελματίες της ψυχολογίας και όχι από ακαδημαϊκούς, και συνήθως απέχουναπό οποιαδήποτε έρευνα έχει γίνει πάνωστο εκάστοτε θέμα.

Αυτό το είδος της pop ψυχολογίας περιλαμβάνει δημοσιεύσεις που στοχεύουν να μας κάνουν καλύτερους ηγέτες και εραστές, πιο ικανούς συνεργάτες και γονείς. Μιλούν σε όλους εμάς που επιθυμούμε να είμαστε πιο ευτυχισμένοι, πιο λεπτοί, σε καλύτερη φόρμα, πλουσιότεροι, πιο έξυπνοι, πιο σέξι ή πιο παραγωγικοί.

Τέλος, έχουμε ένα τρίτο είδος που απευθύνεται σε άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας. Όπως και το δεύτερο είδος, έτσι και αυτό προσφέρει πρακτική καθοδήγηση, αλλά αντί να ενισχύει τη λειτουργία στην καθημερινή ζωή, προσπαθεί να μειώσει τον πόνο και τη δυσλειτουργία.

Ενώ το δεύτερο είδος υπόσχεται καθοδήγηση χωρίς κάποιον «καθοδηγητή» να είναι εκεί δια ζώσης, το τρίτο είδος προσφέρει μια μορφή αυτοδιαχειριζόμενης θεραπείας. Οι «καταναλωτές» αυτού του είδους αναζητούν βοήθεια για να ξεπεράσουν ή να αντιμετωπίσουν καλύτερα την κατάθλιψη, το άγχος ή άλλες τέτοιες καταστάσεις.

Η λεπτή, δυσδιάκριτη γραμμή μεταξύ ψυχολογίας και αυτοβοήθειας (self-help)

Το δεύτερο και τρίτο είδος, από τα παραπάνω, μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος της τεράστιας βιομηχανίας αυτοβοήθειας, η οποία εξυπηρετεί μια αχόρταγη διάθεση για αυτο-βελτίωση, και αυτή εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 11 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μόνο στις ΗΠΑ.

Δεν είναι όλη η pop ψυχολογία αυτοβοήθεια (θυμηθείτε το πρώτο είδος) και δεν είναι όλα τα βιβλία αυτοβοήθειας στηριγμένα στην ψυχολογία ή γραμμένα από ψυχολόγους.

Ο Dale Carnegie, στο βιβλίο του «How to Win Friends and Influence People» (1936), ήταν πωλητής, ηθοποιός και public speaking coach χωρίς κανένα εκπαιδευτικό υπόβαθρο στην ψυχολογία.

Η σειρά «Chicken Soup for the Soul» αφηγείται εμπνευσμένες ιστορίες από καθημερινούς ανθρώπους και όχι από ειδικούς και σοφούς (και τώρα τυχαίνει επίσης να πουλάει και τροφές για κατοικίδια).

Άλλα βιβλία αυτοβοήθειας πουλάνε τη σοφία του «σπιτικού» ή άκρως προσωπικού, λύσεις που βασίζονται στην θρησκευτική πίστη ή ιδέες 12 βημάτων, και όχι στην ψυχολογία. Κορυφαίοι συγγραφείς ήταν χριστιανοί ιερείς («The Power of Positive Thinking», 1952, του Norman Vincent Peale), θρησκευτικοί εκπαιδευτικοί («The 7 Habits of Highly Effective People», 1989, του Stephen Covey) και ψυχίατροι («The Road Less Traveled», 1978, του M. Scott Peck).

Πιο πρόσφατα, η Brené Brownέχει χτίσει μια καριέρα ως δημοφιλής συγγραφέας βιβλίων αυτοβοήθειας που έχει υπόβαθρο στην ψυχολογία. Σε μια σειρά βιβλίων με τις καλύτερες πωλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των «Dare to Lead» (2018), «The Gifts of Imperfection» (2010) και «The Power of Vulnerability» (2013), η Brown διερευνά θέματα θάρρους και ντροπής.

Η δουλειά της τονίζει την ανάγκη να ενστερνιστεί κάποιος τον κίνδυνο συναισθηματικής έκθεσης και δυσφορίας. Το καθημερινό θάρρος που απαιτείται για την αντιμετώπιση των φόβων είναι απαραίτητο, λέει, για να βρεις την αγάπη, την επιτυχία και την προσωπική ανάπτυξη.

Αυτές οι ιδέες δεν εμφανίζονται μόνο στην ψυχολογία, αλλά ενσωματώνονται στην ποιοτική έρευνα της Brown που έχει να κάνει με εμπειρίες ντροπής στις γυναίκες. Η θεμελίωση της δημοφιλούς γραφής στην ψυχολογική έρευνα και θεωρία καθιστά το έργο της Brown ένα μοντέλο σύγχρονης pop ψυχολογίας - και η TED ομιλία της έχει πάνω από 38 εκατομμύρια προβολές.

Ενάντια στην pop ψυχολογία

Είναι εύκολο να επικρίνεις και να είσαι καχύποπτος ως προς την pop ψυχολογία, διότι ειδικά οι συγγραφείς ψυχολογίας αυτοβοήθειας ξενίζουν και παραξενεύουν πολλές φορές τους αναγνώστες με τους απλουστευμένους ισχυρισμούς τους, τις υπέρμετρα απλοποιημένες απαντήσεις τους σε δύσκολα προβλήματα, και την ασταμάτητη θετικότητά τους.

Μερικοί λόγοι για να απορρίψεις την pop ψυχολογία είναι ορθοί, καθότι μπορεί να απομακρυνθεί από οποιαδήποτε βάση επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων, ενώ βασίζεται στο εκπαιδευτικό υπόβαθρο του συγγραφέα (ιδιαιτέρως κάποιου με διδακτορικό τίτλο) και χρησιμοποιεί τη λαμπρότητα της «επιστήμης» ως θέλγητρο.

Ακόμα και όταν βασίζεται σταθεμέλια κάποιας επιστημονικής έρευνας, τα θεμέλια αυτά μπορεί να είναι ασταθή. Όπως δείχνει ο Jesse Singal στο «The Quick Fix», μερικά από τα ευρήματα της έρευνας που υποστηρίζουν την pop ψυχολογία είναι αμφίβολα, και δεν μπόρεσαν να επαληθευτούν όταν επαναλήφθηκαν οι μελέτες. Άλλες έρευνες είναι υπερβολικές στον ζήλο τους: αληθινές σε κάποιο βαθμό αλλά με μια μεγάλη δόση υπερβολής όσον αφορά στη σημασία τους.

Η pop ψυχολογία μπορεί επίσης να κατηγορηθεί για το ότι «αγνοεί» τους κοινωνικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς παράγοντες που περιορίζουν τη ζωή μας: εστιάζοντας στο άτομο, οι συγγραφείς της pop ψυχολογίας τραβούν την προσοχή μακριά από αυτά και απομακρύνονται εσκεμμένα από την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές στην κοινωνία.

Η εστίαση του κινήματος αυτοβοήθειας στο άτομο μπορεί επίσης να κάνει τους ανθρώπους να εστιάζουν ακόμα περισσότερο στον εαυτό τους. Το βιβλίο «Selfie» (2017) του Βρετανού συγγραφέα Will Storr τεκμηριώνει πώς η κατανάλωση προϊόντων αυτοβοήθειας μπορεί να τροφοδοτήσει μια μη επιτεύξιμη μάχη για την τελειότητα.

Υποστηρίζοντας την pop ψυχολογία

Μπορεί να υπάρχει ένα στοιχείο «σνομπισμού» στην πεποίθηση ότι η pop ψυχολογία είναι κατάλληλη μόνο για άτομα πιο αδύναμα, πιο «απλά» και πιο ανόητα από εμάς. Μπορεί επίσης να υπάρχει έντονα το στερεότυπο του ανθρώπου που είναι εξαρτημένου από όλο αυτό και που καταβροχθίζει την pop ψυχολογία σε μια απελπισμένη αλλά μάταια αναζήτηση για ευτυχία και επιτυχία.

Στην πραγματικότητα, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η αναζήτηση μπορεί να μην είναι τόσο μάταιη. Η έρευνα για τη βιβλιοθεραπεία - τη χρήση βιβλίων για τη θεραπεία ενός προβλήματος ψυχικής υγείας - παρέχει κάποιους λόγους ελπίδας.

Η βιβλιοθεραπεία μπορεί να γίνει μεμονωμένα ή ως μέρος μιας ομάδας. Μπορεί να διευθύνεται από κάποιον επαγγελματία κάποιου είδους ή να είναι αυτοκαθοδηγούμενη. Μπορεί να περιλαμβάνει όλα τα είδη βιβλίων, από μυθιστορήματα έως εγχειρίδια αυτοβοήθειας.

Οι κριτικές μεγάλης κλίμακας δείχνουν τώρα ότι η βιβλιοθεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική στη μείωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης, του άγχους και των σεξουαλικών δυσλειτουργιών. Μια πρόσφατη κριτική της έρευνας σε καταθλιπτικούς ενήλικες αποφάνθηκε ότι η αποτελεσματικότητά της μπορεί να είναι μακροχρόνια.

Ακόμη και χωρίς καθοδήγηση, η αυτο-χορηγούμενη βιβλιοθεραπεία μπορεί να είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματική με την τυπική φροντίδα για άτομα με κατάθλιψη. Ωστόσο, φαίνεται να είναι κάπως λιγότερο αποτελεσματική από την επαγγελματικά καθοδηγούμενη βιβλιοθεραπεία.

Η βιβλιοθεραπεία φαίνεται να είναι ένα πολλά υποσχόμενο και οικονομικό κομμάτι του παζλ της θεραπείας της ψυχικής υγείας, ειδικά όταν η αυτοβοήθεια δεν γίνεται μεμονωμένα. Εάν αυτό ισχύει, τότε η άνοδος της popψυχολογίας έχει τη δυνατότητα να κάνει μια θετική διαφορά, όπως ήλπιζε τότε ο George Miller.

Με στοιχεία από The Conversation