- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τι απέγινε η γλώσσα μας;
Άλλαξε η γλώσσα μας και, ως αποτέλεσμα, αλλάξαμε και εμείς. Ή έγινε το αντίθετο;
Σκέψεις με αφορμή το διήγημα «The Old Man in the Piazza» του S. Rushdie στο New Yorker - Πόσο έχει αλλάξει η γλώσσα ανά τα χρόνια και πόσο έχουμε αλλάξει εμείς;
Πριν λίγες μέρες διάβασα ένα εκπληκτικό διήγημα του Salman Rushdie στο New Yorker ονόματι «The Old Man in the Piazza». Δεν έχω σταματήσει να το σκέφτομαι έκτοτε, οπότε σήμερα το διάβασα ξανά. Είναι αρκετά σύνθετο, κάτι το οποίο με δυσκολεύει στο να πω με λίγα λόγια περί τίνος πρόκειται. Ουσιαστικά είναι μια αλληγορία για το πώς έχει αλλάξει η γλώσσα τις τελευταίες δεκαετίες. Πιο συγκεκριμένα όμως είναι για την ολοένα αυξανόμενη διάθεσή μας για αντιπαράθεση. Κάποια στιγμή ο Rushdie μας λέει πως δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα που να ενώνει τους ανθρώπους περισσότερο από την αγάπη τους για τον ίδιο τον διαπληκτισμό.
Τα τρία θεμελιώδη στοιχεία της ιστορίας είναι ο μεγάλος αυτός κύριος (old man), η πλατεία στην οποία σύχναζε καθημερινά (piazza), και η γλώσσα, στην οποία ο συγγραφέας έδωσε την ανθρώπινη μορφή μιας όμορφης γυναίκας, η οποία καθόταν πάντα σε μια γωνία της πλατείας. Είναι ξεκάθαρο ότι η πλατεία αυτή, στην οποία αμέτρητοι άνθρωποι έρχονται από μακριά για να διαπληκτιστούν, είναι το ίντερνετ. Η ανθρωπόμορφη γλώσσα μας, την οποία κάποια στιγμή ο Rushdie χαρακτηρίζει ως ελευθέρων ηθών καθότι περνάει μια φάση κατά την οποία αφήνει ανθρώπους να την εκμεταλλευτούν ή ακόμα και να ασελγήσουν επάνω της, φαίνεται να είναι στο έλεος της εκάστοτε εποχής, ιδιαιτέρως τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο συγγραφέας μάς λέει ότι πριν από 40 χρόνια και για μισή δεκαετία περίπου περάσαμε την εποχή του «ναι», κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν παράνομο να διαφωνήσεις. Ακόμα και η γλώσσα μας, λέει, στην οποία είχαν γραφτεί τόσα ωραία ποιήματα, άλλαξε. Της είχε απαγορευτεί η λέξη «όχι». Την περίοδο αυτή του «ναι» η πλατεία ήταν άδεια και το μόνο που άκουγες ήταν τα πουλιά και το τρεχούμενο νερό του σιντριβανιού στο κέντρο της πλατείας. Ο κυριούλης όμως κατάλαβε εκείνα τα χρόνια ότι ακόμα και στο «ναι» υπήρχε ένα ανείπωτο «όχι». Στο πέρας της πενταετίας αυτής, η γλώσσα μας, σε μια στιγμή αγανάκτησης και απόγνωσης, έβγαλε μια εκκωφαντική κραυγή η οποία φαίνεται να την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.
Ο ήχος των πουλιών και του νερού δεν ξανακούστηκαν ποτέ. Το μόνο που ακουγόταν πια ήταν οι κραυγές του κόσμου, οι κατηγορίες, η ασταμάτητη επικριτικότητα. Στην αρχή τού είχαν λείψει αυτά τα 5 χρόνια. Τώρα είχε συνηθίσει. Καθόταν αμίλητος και αποτραβηγμένος σε μια άκρη να παρακολουθεί τον κόσμο σαν να βλέπει σαπουνόπερα στην τηλεόραση. Μέχρι που μια μέρα ένα ζευγάρι τον ρώτησε την άποψή του για κάτι, και έκτοτε έρχονταν αμέτρητοι άνθρωποι και του ζητούσαν να αποφασίσει αυτός για εκείνους. Με τον καιρό ενστερνίστηκε αυτό τον ρόλο και για πρώτη φορά στη ζωή του θυσίασε την ουδετερότητά του.
Οι καιροί έχουν αλλάξει, μας λέει ο συγγραφέας, και οι άνθρωποι πια νοιάζονται λιγότερο για την όμορφη και σύνθετη γλώσσα μας απ’ ό,τι για τα μεγάλα, ακατέργαστα, ωμά ερωτήματα του τι είναι σωστό και τι λάθος. Έχουμε πάψει να είμαστε λάτρεις της ποίησης, όπως ήμασταν παλιά, και της ασάφειας, και έχουμε γίνει όλοι ηθικολόγοι σ’ ένα ποτοπωλείο. Προς τα πού στρέφει ο αντίχειρας; Προς τα πάνω ή προς τα κάτω; «Είμαστε όλοι μονομάχοι στο Κολοσσαίο του Αντίχειρα».
Το διήγημα αυτό ήρθε να κουμπώσει με ένα άλλο άρθρο του New York Times για τη λέξη της χρονιάς, και πόσο δυσκολεύτηκαν φέτος στο λεξικό Oxford Language να καταλήξουν μόνο σε μία. Η πανδημία άλλαξε τα πάντα και αναπόφευκτα εμπλούτισε το λεξιλόγιό μας με όρους που πιθανόν δεν είχαμε χρησιμοποιήσει ποτέ ως σήμερα, ή όρους που μέχρι σήμερα χρησιμοποιούσαν μόνο άνθρωποι της επιστημονικής κοινότητας (όπως η λέξη coronavirus). Το φετινό τους report συμπεριλάμβανε λέξεις όπως «blursday», το οποίο φαίνεται να αιχμαλωτίζει τον τρόπο με τον οποίο όλη η εβδομάδα αναμειγνύεται σε ένα περίεργο αμάλγαμα ομοιότητας, τη λέξη «covidiots» (το οποίο είναι αυτονόητο), και το «doomscrolling», το οποίο αναφέρεται στην υπερβολική δόση αρνητικών ειδήσεων.
Όλο αυτό το βιώσαμε σε παγκόσμιο επίπεδο και από τη φύση του άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο εκφραζόμασταν για οτιδήποτε άλλο συνέβαινε φέτος. Φαίνεται σαν όλα πια να «τροφοδοτούνται» από το κακό που μας βρήκε σαν είδος. Άλλαξε η γλώσσα μας, αλλάξαμε και εμείς ως αποτέλεσμα. Ή έγινε το αντίθετο; Αν μέχρι πέρυσι η γλώσσα μας ήταν ελευθέρων ηθών, φέτος φαίνεται να είναι διασωληνωμένη. Και αυτό όμως, η έλλειψη οξυγόνου, τα προσβεβλημένα πνευμόνια της, είναι άλλο ένα σύμπτωμα της εποχής. Ρουφάμε αδυσώπητα, χρόνια τώρα, το οξυγόνο της για να αρθρώσουμε λέξεις, έννοιες, και κρίσεις που είτε δεν πιστεύουμε, είτε δεν γνωρίζουμε αρκετά για να μπορούμε να υποστηρίξουμε. Έρμαια όλοι στο βωμό του Αντίχειρα.
Και, δυστυχώς, εάν σε κάτι μας έκανε χειρότερους η πανδημία, είναι ότι μας έκανε καλύτερους στο να κάνουμε τα πάντα από το σπίτι μας, απ’ την καρέκλα μας, πίσω από την οθόνη μας. Όταν οι λέξεις είναι εικονικές και όχι πραγματικές, έχουν λιγότερο βάρος (στο στόμα και στη συνείδησή μας), αλλά μεγαλύτερη επίπτωση στον εικονικό ακροατή, λόγω της φαινομενικής συλλογικότητας, ο οποίος όμως «ακροατής» ξεχνάμε ότι είναι πραγματικός και απλά καθήμενος και αυτός, σαν και εμάς, πίσω από μια οθόνη.
Όταν στο διήγημα του Rushdie η γλώσσα προειδοποίησε ότι όλο αυτό δεν θα έχει καλό τέλος, κατηγορήθηκε για ζήλεια. Όταν πια παύουν να της δίνουν σημασία, βγάζει μια ακόμα πιο εκκωφαντική κραυγή, πιο δυνατή από την προηγούμενη, με μια τέτοια αυξανόμενη ένταση που πιάνει κάποια στιγμή συχνότητες τις οποίες το ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί να ακούσει. Σπάνε όλα τα τζάμια των παραθύρων στην πλατεία. Διαλύονται κάποια αγάλματα και σπάνε κάποια κεραμίδια. Και; Κατεδαφίζεται η πλατεία; Όχι, μας λέει ο συγγραφέας. «Παρά τις τόσες αποτυχίες μας, δεν είμαστε πλάσματα του μελοδράματος. Προτιμάμε το απλό, αγνό δράμα». Η πλατεία συνεχίζει να στέκεται, αλλά είμαστε όλοι μάρτυρες της καταστροφής που υπέστη. Δεν έχουμε όμως πια μιλιά.
«Είναι ασαφές τι πρέπει να κάνουμε τώρα. Τι θα απογίνουμε; Δεν γνωρίζουμε πως θα προχωρήσουν τα πράγματα. Τα λόγια μας, αποτυγχάνουν».