- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πλήξη, παιχνίδι και εγκλεισμός: Όλα στο πρόγραμμα είναι
Το παιχνίδι είναι κάτι που μας δίνει χαρά χωρίς όμως να προσφέρει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, κάτι το οποίο πάει ενάντια στον τρόπο ζωής μας
Η πανδημία του κορωνοϊού, ο περιορισμός / εγκλεισμός στο σπίτι, πώς έχει αλλάξει η ζωή και η ψυχολογία μας και η σημασία ενός παιχνιδιού ή χόμπι
Αυτή την εβδομάδα διάβασα τρία άρθρα τα οποία φαίνεται να συνδέονται, εν αγνοία των συγγραφέων τους. Το ένα είχε σαν θέμα την ανία και πώς, ενώ είναι μια αίσθηση που «περιτριγυρίζει» το ανθρώπινο είδος εδώ και αιώνες, έχει τώρα διογκωθεί περισσότερο από ποτέ («What does boredom do to us – and for us?»). Το δεύτερο έχει να κάνει με την εξέλιξη των εσωτερικών χώρων, ιδιαιτέρως των σπιτιών, τις καινούργιες σχεδιαστικές τάσεις αυτών, και εάν η παρατεταμένη παραμονή μας μέσα σε αυτά, δεδομένης της συνθήκης της πανδημίας, μας καθιστά όντως πιο ασφαλείς («Is staying in, staying safe?»). Το τρίτο και τελευταίο μάς ενημερώνει για την αξία και τα οφέλη του παιχνιδιού και μας παροτρύνει να το εντάξουμε στη ζωή μας, δείχνοντάς μας πώς («How to add more play to your grown-up life»).
Η αρχική μου σκέψη σε όλα ομολογώ δεν είχε να κάνει τόσο με την κεντρική θεματολογία τους, αλλά με τον άμεσο συσχετισμό αυτής με τον ιό, την πανδημία, τους περιορισμούς που μας έχει επιβάλει και το πώς έχει αλλάξει τη ζωή μας. Συνειδητοποίησα για ακόμη μια φορά ότι είναι αδύνατον πια να διαβάσω κάτι που να μην αναφέρεται έστω περαστικά ή επιφανειακά σε αυτό. Λογικό, ναι. Αυτό βιώνουμε. Η έλλειψη αναφοράς θα σήμαινε αποχή από την πραγματικότητα. Και ακόμα και αν η τραγική ειρωνεία είναι ότι αυτή τη στιγμή κάνω το ίδιο, υπάρχουν στιγμές που η επιλεκτική, σύντομη «φυγή» φαντάζει σωτήρια, εάν όχι αναγκαία.
Την ιδέα αυτή προσεγγίζει το τελευταίο άρθρο και ξεκινά λέγοντας ότι το παιχνίδι, σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα πράγματα στη ζωή μας είναι κάτι που κάνουμε το οποίο μας δίνει χαρά, χωρίς όμως να προσφέρει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, κάτι το οποίο πάει ενάντια στον τρόπο ζωής μας. Ένα σύγχρονο παράδειγμα που μας δίνει για να το αντιληφθούμε είναι να κάνουμε ποδήλατο επειδή μας αρέσει και το απολαμβάνουμε, και όχι επειδή θέλουμε να χάσουμε βάρος ή να είμαστε σε φόρμα. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, θα μου πείτε. Καμία αντίρρηση. Η κυρία Kristin Wang όμως μας υπενθυμίζει ότι το στοιχείο της ωφελιμότητας δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στη συγκεκριμένη εξίσωση.
Αναφέρεται στα λόγια ενός κυρίου Jeff Harry ο οποίος λέει «play has no result», και αυτό με έκανε να αναρωτηθώ εάν έχουμε αντικαταστήσει το «play» του παιχνιδιού (ευχάριστων, δηλαδή, δραστηριοτήτων) με το «play» που πατάμε στο Netflix και χανόμαστε για ώρες, ή ακόμα και μέρες. Η Meredith Sinclair, μια πρώην δασκάλα και συγγραφέας του βιβλίου «Well played: The ultimate guide to awakening your family’s playful spirit», μας λέει ότι το παιχνίδι φαντάζει πολλές φορές ανόητο, μη παραγωγικό και χρονοβόρο (το ίδιο και το Netflix, σκέφτηκα ξανά). Είναι όμως, συνεχίζει, ένας τρόπος να αντιμετωπίσουμε και να διαχειριστούμε το στρες.
Η πρώτη συμβουλή της κυρίας Wang είναι να κάνουμε κάτι χωρίς να το μοιραστούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μας βάζει στα βαθιά από νωρίς, σκέφτηκα και γέλασα. Πώς αλλιώς θα έχει αξία ό,τι κάνουμε, κυρία Wang μου; Σας παρακαλώ, get with the program. Η δεύτερη και ίσως πιο καίρια συμβουλή της είναι να συμφιλιωθούμε με τον εσωτερικό μας κριτικό, τον οποίο χαρακτηρίζει ως τον μηχανισμό επιβίωσής μας που αποτρέπει την αποτυχία. Εδώ ενίσταμαι καθότι, αν και τα λόγια της φαινομενικά παρουσιάζουν μια πιθανή αλήθεια για κάποιους, η πραγματικότητα είναι ότι οι περισσότεροι από εμάς έχουμε καταφέρει με δεξιοτεχνία να φιμώσουμε τον εσωτερικό μας κριτικό με αυτό το φίμωτρο του Hannibal Lecter στη «Σιωπή των Αμνών». Λίγη αυτοκριτική δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.
Εν πάση περιπτώσει, πίσω στο θέμα μας. Η Jill Lepore μας λέει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ περνάνε περισσότερο χρόνο σε εσωτερικούς χώρους απ’ ό,τι κάποια είδη φάλαινας περνάνε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (Όντως;). Μας εφιστά επίσης την προσοχή στο ότι, σε αντίθεση με τον «έξω κόσμο», ο εσωτερικός ολοένα και αυξάνεται και ότι σε 40 χρόνια από τώρα τα Ηνωμένα Έθνη υπολογίζουν ότι τα τετραγωνικά μέτρα εσωτερικών χώρων θα έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Οk, και πού είναι το πρόβλημα, θα αναρωτηθούν κάποιοι. Το πρόβλημα πάει πίσω στο εμβληματικό βιβλίο του Thomas Mann, «Το Μαγικό Βουνό», και το γεγονός ότι η επαφή με τη φύση και τον «φρέσκο» αέρα ήταν, είναι και θα είναι συνδεδεμένη με έναν πιο υγιεινό και «ασφαλέστερο» τρόπο ζωής από αυτόν που οι κάτοικοι μεγαλουπόλεων βιώνουν κάθε μέρα. Σε αυτό προστίθεται και το γεγονός ότι τα συνεχώς αυξανόμενα σε ύψος κτίρια έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση φυσικού φωτός και αυτό συμβάλλει σε μια κυριολεκτικά και μεταφορικά σκοτεινότερη ζωή, κάτι για το οποίο παρεμπιπτόντως ανησυχούσαν από τη Βικτωριανή εποχή.
Η Lepore αναρωτιέται εάν τα καλύτερα σχεδιασμένα κτίρια είναι η λύση σε όλα τα προβλήματα που απορρέουν από την indoor γενιά μας, όπως την ονομάζει, και ισχυρίζεται ότι η καταπολέμηση μιας ασθένειας έχει να κάνει με τη δημόσια υγεία, και ο πιο υγιεινός τρόπος ζωής ήταν μέχρι σήμερα ιδιωτικό και προσωπικό θέμα· με την παρουσία της πανδημίας όμως αυτό δεν υπάρχει πια. Πλέον, είναι όλα θέμα δημόσιας υγείας καθότι η πανδημία υπερισχύει όλων, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης μεταξύ του ιδιωτικού και του κοινού, των πλουσίων και των φτωχών, της πόλης και της επαρχίας, του εξωτερικού και του εσωτερικού χώρου.
Και κάπου εδώ έρχεται η βαρεμάρα να μας χτυπήσει την πόρτα. Η ιστορία της ανίας ξεκινάει προφανώς από την πολυτέλεια αυτού που ονομάζουμε «ελεύθερος χρόνος». Τον χρόνο, δηλαδή, που δεν εργαζόμαστε και δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για τις τρεις θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες: στέγη, τροφή και ασφάλεια. Όταν αυτά υπάρχουν, τότε μπορούμε μπούμε στη διαδικασία να σκεφτούμε πώς θέλουμε να αξιοποιήσουμε αυτό τον χρόνο. Ίσως η λέξη «αξιοποιώ» να παραείναι δεσμευτική. Ας πούμε καλύτερα «γεμίζω». Πώς να γεμίσουμε λοιπόν τον απομείναντα αυτό χρόνο.
Στο άρθρο που έγραψε η Margaret Talbot για το The New Yorker μας λέει ότι ο Schopenhauer και ο Kierkegaard (γνωστοί φιλόσοφοι του 19ου αιώνα) θεωρούσαν πως η πλήξη ήταν μια μάστιγα της σύγχρονης εποχής (πού να ‘ξεραν) και ότι η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης που περιγράφει αυτό το συναίσθημα είναι στο πολύ γνωστό (και, συγγνώμη αλλά κατά την άποψή μου, πολύ ανιαρό) μυθιστόρημα του Charles Dickens «Bleak House» το 1852. O Heidegger δε, ένας ακόμα γνωστός φιλόσοφος του 20ού αιώνα, ταξινόμησε την πλήξη σε τρία είδη: την τετριμμένη πλήξη τού να περιμένεις, για παράδειγμα, το μετρό, μια βαθιά αδιαθεσία την οποία όμως δεν συνέδεσε τόσο με τον εκσυγχρονισμό της ζωής αλλά με την ανθρώπινη κατάσταση καθαυτή, και την άφατη και ανίκανη προς έκφραση έλλειψη κάποιας ακατανόμαστης συνθήκης. Η τελευταία κατηγορία φαντάζει, νομίζω, αρκετά οικεία. Ο φιλόσοφος Theodor Adorno, του Frankfurt School, ισχυρίζεται ότι ο ελεύθερος χρόνος διαμορφώνεται ριζικά από το «κοινωνικό σύνολο» και είναι δέσμιος της εργασίας, το υποτιθέμενο αντίθετο. «Η πλήξη», μας λέει, «είναι μια συνάρτηση της ζωής που ζει κάτω από τον καταναγκασμό για εργασία και κάτω από τον αυστηρό καταμερισμό της εργασίας».
Ωραίες οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις, αλλά επί της ουσίας τι γίνεται; Η Talbot χαρακτηρίζει την ανία ως μη χαρισματική, σε αντίθεση, ας πούμε, με τη μελαγχολία ή τη νοσταλγία που είναι πιο ενάρετα συναισθήματα. Η ψυχολόγος Sandi Mann λέει ότι η πλήξη είναι το καινούργιο στρες. (Το ακούσαμε και αυτό…) Και έρχομαι εγώ να ρωτήσω, αφελώς ίσως, αλλά με ειλικρινή απορία, γιατί δεν είναι απλά εν μέρει ένα αναπόφευκτο συναίσθημα της καθημερινότητας (σε μικρές και συνετές ποσότητες), και εν μέρει μια ανικανότητα ή άρνηση να αξιοποιούμε αντί απλά να γεμίζουμε τον ελεύθερό μας χρόνο; Αρκεί να δούμε με πόση (πάλι) χάρη έχουμε μετατρέψει την απλή ενασχόληση σε χόμπι. Ένα γκάλοπ μίας και μοναδικής ερώτησης -τι κάνεις στον ελεύθερό σου χρόνο;- θα σας αποκαλύψει πόσο ανιαροί έχουμε σχεδόν όλοι γίνει, και πως έχουμε απαρνηθεί το «παιχνίδι» (ό,τι και εάν σημαίνει αυτό για τον καθένα) για «ένα ακόμα επεισόδιο» με μισόκλειστα μάτια στον καναπέ του σπιτιού μας, ενώ κάποτε με περηφάνεια δηλώναμε πως δεν μας βλέπει το σπίτι μας.
*Με στοιχεία από The New Yorker και New York Times