- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Συμπόνια και ο Χρόνος
Έχουμε δει και παρακολουθήσει τους τελευταίους μήνες να έρχονται στο προσκήνιο με κυκλικό χαρακτήρα όλες οι ανθρώπινες ιδιότητες.
Μια ιστορία για να νοιώσουμε βαθύτερα την έννοια της Συμπόνιας μέσα από την σχέση της με τον Χρόνο.
Όλους αυτούς τους δύσκολους μήνες της πανδημίας διαπίστωσα πόσο συχνά τελικά χρησιμοποιήσαμε όλοι (και χρησιμοποιούμε ακόμη) λέξεις και γλωσσικούς όρους με δεύτερο συνθετικό το πάθος (εκ του ρήματος πάσχω) .
Κυριάρχησε νομίζω στον δημόσιο και ιδιωτικό μας βίο, ως number one, η συνθέτη λέξη «Ευπαθής» (ετυμολογείται από Ευ+Πάσχω) που σημαίνει ο εύκολα πάσχων, ο αδύναμος και επηρρεπής στην ασθένεια. Έγινε κυριολεκτικά βομβαρδισμός του πληθυσμού από τα ΜΜΕ με την οντότητα που περιγράφηκε ως «Ευπαθείς Ομάδες». Ευπαθείς ομάδες σημαίνει ευπρόσβλητες (κυρίως από τον ιό των ημερών μας αλλά και γενικότερα) με αυξημένη πιθανότητα επιπλοκών, μακράς νοσηλείας, εισαγωγής σε ΜΕΘ και τελικά αυξημένη πιθανότητα αναχώρησης από την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Στις Ευπαθείς Ομάδες ανήκουν ηλικιωμένοι, ασθενείς με χρόνια νοσήματα, ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς και γενικά άτομα με προυπάρχοντα σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία συνδέονται με αυξημένη θνητότητα. Υπήρξε μια προφανής δημόσια «Συμπάθεια» (μια ακόμη λέξη με δεύτερο συνθετικό το πάθος) προς τους «Ευπαθείς», τελικά σε πλήρη αντίφαση προς την αρνητική διάθεση που είχε εκφράσει το (εκάστοτε) επίσημο κράτος μέσα από την συστηματική περικοπή συντάξεων και επιδομάτων προς την Ευπαθή Ομάδα της τρίτης ηλικίας. Και βέβαια σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά την οικονομική κρίση (2008) είχε εκφραστεί έμπρακτα, μέσα από την περικοπή συντάξεων, επιδομάτων και του κοινωνικού κράτους, μια ουσιαστικά γενικευμένη «αντιπάθεια» προς ευπαθείς, δυσκολεμένους και αναξιοπαθούντες. Αποτελεί τελικά θαύμα (και μόνον θαύμα!) πως μια οικονομικά εκλογικευμένη χρόνια αντιπάθεια πολιτικών και οικονομολόγων προς τρίτη ηλικία, συνταξιούχους, κοινωνικά ευπαθείς και αδύναμους μετεστράφη αίφνης σε απροσμέτρητη συμπάθεια και ενδιαφέρον μετά την εκδήλωση της πανδημίας! Μπράβο λοιπόν στη νόσο Covid 19 που συνεισέφερε σε αυτή την ανθρωπιστική μεταβολή αισθημάτων, τελικά ουδέν κακόν αμιγές καλού! Σε άλλες χώρες μάλιστα της Κεντρικής-Βόρειας Ευρώπης κατεγράφησαν μαζικά θάνατοι ευπαθών ατόμων που βίωσαν την πλήρη κοινωνική απομόνωση σε οίκους ευγηρίας στα πλαίσια της πανδημίας covid 19. Στη χώρα μας, ίσως επειδή η ελληνική οικογένεια παραμένει ακόμη συμπονετικά δεμένη με τους παππούδες, τις γιαγιάδες και τους ευρύτερα ευπαθείς, δεν βιώσαμε τα μείζονα ζητήματα των οίκων ευγηρίας της (πολιτισμένης) Ευρώπης. Ίσως όμως στο μέλλον να ακολουθήσουμε πιστότερα το αρνητικό ευρωπαϊκό παράδειγμα της τύχης των ευπαθών ομάδων αφού η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια (είδος προς εξαφάνιση) σύντομα αναμένεται να εξευρωπαϊστεί πλήρως.
Γενικά από την Συμπάθεια (όρος που μάλλον συνδέεται με επιφανειακή αίσθηση του συμπάσχω) η μετάβαση στην έννοια της Εμπάθειας (βλ. Empathy) αποτελεί μάλλον θετική εξέλιξη. Στην ελληνική γλώσσα η έννοια της Εμπάθειας δυστυχώς έχει προσλάβει αρνητικό περιεχόμενο και συνδέεται με κακή πρόθεση, φθόνο ή/και μίσος. Σύμφωνα με τα πλέον αξιόπιστα λεξικά της αγγλικής γλώσσας, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ Συμπάθειας και Εμπαθείας ως εξής: The difference in meaning is usually explained with some variation of the following: sympathy is when you share the feelings of another; empathy is when you understand the feelings of another but do not necessarily share them. Empathy is important because it helps us understand how others are feeling so we can respond appropriately to the situation. It is typically associated with social behaviour and there is lots of research showing that greater empathy leads to more helping behavior.
Η πανδημία Covid-19 δυστυχώς ανέδυσε (και συνεχίζει να αναδύει) μέσα από τον ψυχισμό των ανθρώπων όχι μόνον συμπάθειες, αντιπάθειες, εμπάθειες, διάθεση για έντονες συγκρούσεις αλλά έφερε τελικά στην επιφάνεια τις πλέον σκοτεινές πλευρές του υποσυνειδήτού μας. Έχουμε δει και παρακολουθήσει τους τελευταίους μήνες να έρχονται στο προσκήνιο με κυκλικό χαρακτήρα όλες οι ανθρώπινες ιδιότητες, όλα τα μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα του είδους μας. Η αισιοδοξία, η απαισιοδοξία, η (επιστημονική) γνώση, η αφθονία, η στέρηση, η ματαιοδοξία. Για εμένα υπάρχει όμως μια γνήσια ελληνική λέξη που αποκτά ιδιαίτερο περιεχόμενο επί των σκοτεινών ημερών μας και συνδέεται με μια πολύτιμη-σπάνια ανθρώπινη ιδιότητα που λέγεται «Συμπόνια». Η Συμπόνια (συν+πονώ) ως έννοια υπερβαίνει σε περιεχόμενο την Συμπάθεια που ήδη σχολιάσαμε. Η ακόλουθη παραμυθένια ιστορία που ταξινομείται στο είδος των θεραπευτικών ιστοριών (healing stories) μας βοηθάει να νοιώσουμε βαθύτερα την έννοια της Συμπόνιας μέσα από την σχέση της με τον Χρόνο:
Μια φορά και έναν καιρό, γύρω στην αρχή του χρόνου, υπήρχε ένα μεγάλο νησί στο οποίο κατοικούσαν οι ανθρώπινες ιδιότητες, τα ανθρώπινα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Εκεί ζούσαν ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ πριν κολλήσουν στους ανθρώπους και πολύ πριν εμείς τις ονομάσουμε καλές ή κακές.
Στο νησί λοιπόν αυτό ζούσαν η Αισιοδοξία, η Απαισιοδοξία, η Αφθονία, η Γνώση, η Ματαιοδοξία και η Συμπόνια. Μια μέρα ανακοινώθηκε αιφνίδια ότι το νησί βουλιάζει και πανικός έπιασε όλες τις ιδιότητες γιατί φοβήθηκαν ότι θα πνιγούν. Έμοιαζαν όλες τρομαγμένες και έτρεχαν εδώ και κει σαν τις μέλισσες που καταστράφηκε η φωλιά τους. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να δείξουν ψυχραιμία και κάθησαν να σκεφτούν τι θα κάνουν έτσι ώστε να φύγουν και να σωθούν. Σκέφτηκαν ότι, επειδή ζούσαν σε νησί οι περισσότερες είχαν πλωτά μέσα, βάρκες η μεγαλύτερα σκάφη και μπορούσαν να μπούν στα σκάφη και να ξεφύγουν. Έτσι άρχισαν να προετοιμάζουν τα σκάφη για την αναχώρηση τους από το νησί. Η Συμπόνια δεν προετοιμάστηκε για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε κανένα σκάφος γιατί σίγουρα είχε δανείσει ή είχε χαρίσει το σκάφος της σε κάποιον άλλο μέσα στα χρόνια που είχαν περάσει. Καθυστερούσε την αναχώρηση της μέχρι το τελευταίο λεπτό έτσι ώστε να δώσει στούς άλλους την μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια στις προετοιμασίες τους. Τελικά αποφάσισε και εκείνη να ζητήσει βοήθεια. Εκείνη την ώρα αναχωρούσε από το λιμάνι η Αφθονία η οποία ετοιμάζονταν να επιβιβασθεί στο υπερσύγχρονο σκάφος της εξοπλισμένο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και ότι νεότερο υπήρχε στα μέσα πλοήγησης. Το να ταξιδέψει κανείς με την Αφθονία ήταν βέβαιο ότι θα είχε ένα σίγουρο, πολυτελές και αναπαυτικό ταξίδι.
«Αφθονία», φώναξε η Συμπόνια, «μπορώ να έρθω μαζί σου;».
«Αδύνατον», είπε η Αφθονία, «Το σκάφος μου είναι γεμάτο μέχρι τα μπούνια, ξόδεψα πολύ καιρό να το ετοιμάσω και να φορτώσω βέβαια όλο το ασήμι και το χρυσάφι μου. Να σκεφτείς ότι με το ζόρι χώρεσαν τα έπιπλα αντίκες και η συλλογή μου με τα έργα τέχνης. Δυστυχώς δεν υπάρχει χώρος για σένα καλή μου».
Τότε απογοητευμένη η Συμπόνια στράφηκε στην Ματαιοδοξία που εκείνη την ώρα έβαζε μπρος το σκάφος της, ένα υπέροχο ξύλινο σκαρί που άστραφτε από καθαριότητα.
«Ματαιοδοξία, μπορείς σε παρακαλώ να με πάρεις μαζί σου;», φώναξε η Συμπόνια. «Λυπάμαι Συμπόνια μου αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Έτσι βρώμικη και βρεγμένη που είσαι θα μου λερώσεις σίγουρα το καθαρό μου κατάστρωμα, Γειά σου λοιπόν και καλή τύχη». Αυτά της είπε η Ματαιοδοξία ενώ το σκάφος της απομακρύνθηκε γρήγορα από το νησί.
Τότε η Συμπόνια είδε την Απαισιοδοξία η οποία πάλεβε να σπρώξει τη βάρκα της στο νερό. Η Συμπόνια έτρεξε να βοηθήσει στο σπρώξιμο της βάρκας στο νερό. Η Απαισιοδοξία συνέχεια γκρίνιαζε. Η βάρκα ήταν πολύ βαριά, η άμμος πολύ μαλακή, το νερό πολύ παγωμένο, όλα της έφταιγαν. Δεν την είχαν προειδοποιήσει από καιρό για το πρόβλημα και τώρα το νησί βυθίζονταν. Επιτέλους όλα τύχαιναν μόνο σε κείνη. Δεν θα ήταν και η καλύτερη παρέα για την Συμπόνια αλλά η ώρα περνούσε και η Συμπόνια δεν έβρισκε τρόπο να φύγει. Έτσι φώναξε στην Απαισιοδοξία:
«Καλή μου φίλη, πάρε με μαζί σου σε παρακαλώ δεν έχω πολλές άλλες λύσεις!». Και η Απαισιοδοξία της απάντησε με το γκρινιάρικο ύφος της: «Βρε Συμπόνια, είσαι πολύ καλή για να ταξιδέψεις με εμένα την άτυχη. Η μεγάλη σου αγάπη για όλους με κάνει να νοιώθω ένοχη και μίζερη. Φαντάσου να πέσει πάνω μας κανένα μεγάλο κύμα, να βουλιάξουμε και να πνιγείς! Πως νομίζεις ότι θα νοιώθω εγώ τότε; Δυστυχώς, φοβάμαι να σε πάρω μαζί μου».
Η Συμπόνια έμεινε άναυδη από την απάντηση της Απαισιοδοξίας και κοίταζε με αγωνία δεξιά-αριστερά μήπως πετύχει κάποιο άλλο σκάφος που αναχωρούσε. Τότε είδε μπροστά της να περνάει η Αισιοδοξία με το δικό της σκάφος και της φωνάζει δυνατά:
«Αισιοδοξία, Αισιοδοξία, πάρε με μαζί σου!!». Αλλά η Αισιοδοξία δεν άκουσε καν γιατί ήδη είχε στο νού της τον επόμενο προορισμό. Κατά βάθος δεν είχε πιστέψει ότι τελικά το νησί πρόκειται να βυθισθεί και ήταν σίγουρη ότι κάποιος θα έκανε κάτι την τελαυταία στιγμή για να μη συμβεί το μοιραίο. Η Αισιοδοξία είχε ήδη αφήσει το παρελθόν και ατένιζε το μέλλον.
Πάνω που η Συμπόνια είχε απελπισθεί οριστικά και άρχισαν τα πρώτα δάκρυα να τρέχουν στο μάγουλό της άκουσε μιά φωνή: «Έλα μαζί μου Συμπόνια, θα σε πάρω εγώ στο σκάφος μου!». Η Συμπόνια ήταν τόσο εξαντλημένη από την προσπάθεια της που μπήκε βιαστικά στο σκάφος ενός καπετάνιου που δεν γνώριζε και την πήρε αμέσως ο ύπνος. Κοιμήθηκε σε ολόκληρη τη διαδρομή και ξύπνησε όταν ο καπετάνιος ανακοίνωσε ότι είχαν φτάσει σε ασφαλή στεριά. Η Συμπόνια τότε ξύπνησε και ευχαρίστησε θερμά τον άγνωστο καπετάνιο και ιδιοκτήτη του σκάφους. Αφού αποβιβάσθηκε το σκάφος αναχώρησε πάλι και η Συμπόνια αποχαιρετούσε τον άγνωστο ευεργέτη κουνώντας και τα δυό της χέρια με ενθουσιασμό. Ενώ βάδιζε από το λιμάνι προς το εσωτερικό της στεριάς η Συμπόνια συνάντησε τότε τη Γνώση και την ρώτησε με απορία:
«Καλή μου Γνώση, ποιός ήταν αυτός ο καπετάνιος που με βοήθησε;»
«Συμπόνια μου, ήταν ο Χρόνος», απάντησε με σιγουριά η Γνώση. «Ο Χρόνος;» είπε τότε η Συμπόνια με μεγάλη έκπληξη. «Γιατί λοιπόν να μου δώσει ο Χρόνος χέρι βοηθείας, εκεί που δεν με βοήθησε κανείς άλλος;» ρώτησε η Συμπόνια τη Γνώση.
«Γιατί μόνο ο Χρόνος είναι ικανός να καταλάβει πόσο σημαντική είναι η Συμπόνια», απάντησε γελώντας η Γνώση και πήρε πάλι το δρόμο της