Life

Η γαλαρία

Ιστορίες με διαφορετικό τέλος

Μίκα Σύμπουρα
ΤΕΥΧΟΣ 731
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Μίκα Σύμπουρα γράφει μια ιστορία για την τοξωτή γαλαρία του σπιτιού της γιαγιάς της.

Δεν ξέρω τι εξυπηρετούσε η τοξωτή γαλαρία στο πλάι του σπιτιού της γιαγιάς και του παππού στο νησί. Μέχρι και τώρα κρέμονται κάτι γάντζοι από την οροφή που πρέπει να ήταν για το κρέμασμα των φαναριών (των αποθηκευτικών χώρων για τρόφιμα), πριν βγουν τα ψυγεία. Το σπίτι είχε και κατώι ή κελάρι και ανέδυε μια χαρακτηριστική μυρωδιά ξύλινων παλαιών επίπλων ποτισμένων λες με παλιό λικέρ. Όμως, υπήρχε και η πάνω γαλαρία έξω από τη σάλα όπου μαζευόμασταν για ιστορίες τα βράδια με τον παππού. Μας έλεγε πως μια αγαπημένη τους ασχολία στα παλιά χρόνια ήταν να βλέπουν ποιος περνά από το  βουνό με κιάλια ή χωρίς. Κάτι σαν τηλεόραση της εποχής. Στην απάνω γαλαρία ήταν και το απογευματινό κέρασμα με κουλουράκια.

Αργότερα όταν μεγαλώσαμε βγαίναμε έξω στο χωριό για βόλτες στην πλατεία ή ακόμα και στην παραλία. Εκεί έχω ακόμα στη μνήμη μου τη μυρωδιά του ευκαλύπτου ανακατεμένη με πατατάκια που αγοράζαμε από την ταβέρνα της κυρα-Θοδωρούλας και του κυρ-Γιάννη. Από τις βόλτες στο χωριό αξέχαστη θα μου μείνει η γεύση των κουραμπιέδων από το φούρνο του κυρ-Σπύρου. Καθήκον μας ως παιδιά ήταν το γέμισμα της στάμνας από τη βρύση του χωριού και το ξέπλυμα των μπανιερών στη γούρνα, ή και το πλύσιμο των ρούχων με πράσινο σαπούνι ή Roll.

To βραδάκι έφτανε ο γαλατάς σε κάθε σπίτι και η γιαγιά έβραζε το γάλα. Μετά το μοίραζε σε εμάς με ένα δυο κουλουράκια. Αν είχαμε κέφι πιανόμασταν χέρι-χέρι σε έναν κύκλο όλα τα ξαδέλφια και χορεύαμε πάνω στα μαύρο-άσπρα πλακάκια της κουζίνας. Ό,τι και αν έκανε μετά ο καθένας μας νομίζω ότι αυτές οι αναμνήσεις θα μας ακολουθούν για πάντα. Η γαλαρία, η πάνω και η κάτω, ήταν για τις μικρές ψυχές μας το μάζεμα γύρω από τους παππούδες, ένα αγκάλιασμα πριν το μεγάλωμα.