- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το κοκόρια των δυόμισι
Παιδιά της πόλης, γεννημένοι σε γειτονιές με μια φύση σχεδόν ανύπαρκτη χάσαμε τόσα ξημερώματα, τόσα ηλιοβασιλέματα
Tο λάλημα ενός κόκορα ηχούσε επιβλητικό στη θερινή μας ραστώνη. Μα τα κοκόρια λαλούν για να προμηνύσουν το ξημέρωμα...
Το κρεβάτι ίσα ίσα μας χωρούσε και τους δύο, βρισκόταν ανάμεσα σε δυο παραθυράκια, η ελπίδα για λίγη δροσιά τα τελευταία βράδια έμοιαζε σαν προσευχή. Ημέρες άπνοιας στο νησί και στο μαξιλάρι άφηνα λίγο ιδρώτα πριν σηκωθώ. Καφέ νωρίς, πρωί πρωί στο λιμάνι με την ευλάβεια εκκλησιασμού, το υπόλοιπο νησί προσπαθούσενα κερδίσει ακόμα λίγες ώρες ύπνου. Στο στενάκι, πριν βγω στη μυρωδιά του λιμανιού, τα μουρμουρητά γερο-ψαράδων ανακάτευαν έναν κόσμο χαμένο στο χαρμάνι του ελληνικού καφέ με βάσανα και φουρτούνες.
Στα τραπεζάκια που βρίσκονται πίσω από τα ιστιοπλοϊκά και τις βάρκες, ο καφές είχε μισή τιμή πριν τις δέκα. Δεξιά τα μεγάλα βαπόρια έστεκαν επιβλητικά μέσα στις τεράστιες δεξαμενές και απέναντι τα Λαζαρέτα. Το λοιμοκαθαρτήριο. Καραντίνα για τους ταξιδιώτες με τα καΐκια πριν επισκεφτούν το νησί και σουλατσάρουν στο μεγάλο λιμάνι. Εμπορικό λιμάνι ευρωπαϊκό, κάποτε η Ερμούπολη. Τώρα γεμάτη από κουφάρια μεγάλων κτιρίων της βιομηχανικής επανάστασης, μιας εποχής που άφησε τα ίχνη της. Ναυπηγείο, βυρσοδεψεία, σιδηρουργεία, ξυλουργεία, τυποβαφεία, σαπωνοποιεία, μύλοι, υαλουργεία, νηματουργεία, σχοινοποιεία, χρωματουργεία, λουκουμοποιεία.
Δυο μεγάλες εκκλησίες στέκουν στους δυο μεγάλους λόφους, μια καθολική και μια ορθόδοξη. Γηγενείς έμποροι και μέτοικοι από τα γύρω νησιά, Χίος, Ψαρά, Σαντορίνη, Άνδρος, πρόσφυγες από τη μικρά Ασία, καθολικοί ορθόδοξοι, τώρα πια δεν τους ξεχωρίζεις. Στο νησί το πρώτο αμάξι ήρθε κοντά στο ’50 και ρεύμα το 1900, γερο-συριανοί στα διπλανά τραπέζι κουνάνε τα κεφάλια τους, τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής τους τα περάσανε χωρίς ρεύμα –πάνω κάτω, πέρα δώθε–, μια Ζωή από ανατολή ως δύση μόνο, μάλλον σκληρή ζωή για να είναι παιδική. Τώρα τα πολυτελή σκάφη αφήνουν την αίσθηση ενός κοσμοπολίτικου νησιού. Και στην πλατεία στέκει το μεγάλο δημαρχείο που μπροστά στα σκαλιά του τις καλοκαιρινές βραδιές γίνονται κάμποσες πολιτιστικές εκδηλώσεις, ως επί το πλείστον μουσικές. Τις υπόλοιπες βραδιές τα γέλια των παιδιών γεμίζουν την πλακόστρωτη πλατεία απ’ άκρη σ’ άκρη.
Το βράδυ επιστρέψαμε στη Βάρη, διασχίσαμε αγροτόσπιτα, στέρνες και μαγκανοπήγαδα. Ο τόπος γεμάτος καλαμιές, απάγκιο για τους δυνατούς ανέμους, φύλακες για τα σπαρτά, τα κηπευτικά του τόπου, ένα φυσικό χώρισμα στις περιουσίες και τα μερτικά των ντόπιων. Το αυγουστιάτικο φεγγάρι φώτιζε την ησυχία της άπνοιας, η ώρα δυόμισι μετά τα μεσάνυχτα και ξάφνου μια αναπάντεχη φωνή σπάει την ησυχία.
«Κικιρίκου», «κικιρίκου», το λάλημα ενός κόκορα ηχούσε επιβλητικό στη θερινή μας ραστώνη. Μα τα κοκόρια λαλούν για να προμηνύσουν το ξημέρωμα, αναρωτήθηκα. Άρχιζε να ξετυλίγεται στο μυαλό μου μια ιστορία με διαφορετικές ερμηνείες, διαφορετικές εξηγήσεις. Ένας παρεννοημένος κόκορας ήθελε να σωθεί από τις κότες και ζητούσε βοήθεια από τους γειτόνους; Όχι όχι, ένας κόκορας που ήθελε να δραπετεύσει... Αλλά πάλι δεν θα φώναζε, θα το έκανε αθόρυβα. Μήπως πάλι καλοκαιριάτικα είχε ευχάριστες ειδήσεις να μας πει; Απερισκεψίες, κάτι σαν «Σαράνταπέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση». Μήπως μια θρησκευτική ερμηνεία θα ήτανε πιο πειστική, όπως ο Πέτρος πριν προδώσει τον Ιησού, τα τρία λαλήματα, ένα τα μεσάνυχτα, ένα πριν ξημερώσει και ένα κάπου ανάμεσα. Και πάλι ποιος ήθελε να προδώσει, άτοπο. Μήπως μια πιο επιστημονική άποψη, ο Ιάπωνας που μελέτησε τα κοκόρια και είπε ότι διαθέτουν βιολογικό ρολόι, ε και… Τίποτα δεν με έπειθε. Ξάφνου μια λάμψη φώτισε τον ουρανό και άρχισε να φυσάει ένα γλυκό αεράκι, απέναντι στη μικρή μάντρα τα γατιά με κοιτούσαν βαριεστημένα και απέμεινα να κοιτώ τα τελευταία επίμονα κουνούπια. Παλεύανε για λίγο αίμα ακόμα με τη μυρωδιά από ένα αναμμένο φιδάκι που σιγόκαιγε, σκέψεις, παιδιά της πόλης, γεννημένοι σε γειτονιές με μια φύση σχεδόν ανύπαρκτη χάσαμε τόσα ξημερώματα, τόσα ηλιοβασιλέματα, τον κύκλο μιας άλλης ζωής. Δεν άντεξα τότε και τον έπνιξα τον κόκορα μέσα μου, κύριε πρόεδρε, τι να έκανα, με καταλαβαίνετε…
«Όχι, ένοχος ο κατηγορούμενος». «Ο επόμενος, παρακαλώ».