Life

Κάψουλα του χρόνου. Πρώτο καλοκαίρι χωρίς τη μαμά μου

Αναμνήσεις από την εποχή που δεν είχαν γεμίσει βίλες τα νησιά

Άννα Δαμιανίδη
ΤΕΥΧΟΣ 713
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η θλίψη της επιστροφής, τα καλοκαίρια που περνάνε με απώλειες.

Στο εξοχικό είμαστε παιδιά όσο οι γονείς μας ζουν. Μας υποδέχονται εκεί όπως μας υποδέχονταν στο σπίτι που μεγαλώσαμε, μας φροντίζουν με την ίδια επιμονή, ίσως και λίγο παραπάνω, τώρα έχουν περισσότερο χρόνο. Τους πηγαίνουμε ψώνια από την πόλη όπως κάποτε τους πηγαίναμε τους ελέγχους του σχολείου, περιμένουμε επιδοκιμασία όπως τότε, κι είναι δύσκολοι, όπως ήταν τότε.

Στο εξοχικό ζούμε σε κάψουλα του χρόνου, μένουμε στο παιδικό δωμάτιο. Όταν φέρνουμε μαζί μας τα παιδιά, τα εγγόνια τους, τότε η κάψουλα του χρόνου μετατίθεται στην εποχή που ζούσε μαζί η ευρύτερη οικογένεια, σε κάποιο χωριό κάποτε, σε κάποιο μέγαρο με παράσπιτα. Χαλαρώνουμε σα να μη χρειάστηκε ποτέ ν’ ανοίξουμε τα φτερά μας, να βρούμε δουλειά που θα συντηρούσε δικό μας διαμέρισμα, να αποδείξουμε ότι κάτι αξίζουμε τέλος πάντων, να ικανοποιήσουμε τα στάνταρ για το μισθό, για το σύντροφο, για τους φίλους, για τα παιδιά. Χαλαρώνουμε σα να ήταν πάντα στοργικοί γονείς χωρίς απαιτήσεις, μπορούμε να απλώνουμε τα πόδια στην απέναντι καρέκλα σα να είμαστε φίλοι, σα να ήμασταν λέει πάντα φίλοι. Αποδεκτές οι ανάγκες για σπορ και βόλτες και ξεκούραση και εξόδους, επιτέλους, όλα αυτά που υπήρξαν κάποτε τόσο δύσκολα. Μέχρι και να κουτσομπολέψουμε χωρίς άγχος, κρατά, λέει, γερά η βασική συμμαχία, η οικογένεια, δεν αμφισβητείται η προσωπικότητα, οι βασικές επιλογές. Πάνε αυτά, ξεπεράστηκαν, κι εν πάση περιπτώσει είναι γλυκός ο αέρας, είναι δροσερή η θάλασσα, είναι σωστά αλατισμένο το ψαράκι, κι όλα καλά κι αγαπημένα. Τρεις γενιές, ενίοτε τέσσερις, χωρίς εντάσεις, χωρίς ανταγωνισμούς, σα να πέρασε η ζωή ολόκληρη βαρκούλα απαλή στο κυματάκι.

Κάποια στιγμή φεύγουν οι γονείς και μένει το σπίτι πολύ παράξενο στα μάτια των παιδιών που είναι ήδη γονείς κι αυτοί, που είναι ήδη παππούδες. Πόσα πράγματα έχουν συσσωρευτεί, αρχίζοντας από τα πρώτα έπιπλα, τις παλιατσαρίες που ήρθαν εδώ από το διαμέρισμα αντί για άλλα έπιπλα όταν δεν υπήρχε το ΙΚΕΑ και τα άλλα φτηνά καταστήματα. Ντιβάνια μεταλλικά, αν είναι δυνατόν, με σωμιέδες. Δεν υπάρχει μουσείο να τα δώσουμε; Γουδί και γαβάνι για την παρασκευή σαλτσών και γλυκών, με αναμνήσεις πίσω στη δεκαετία του ’60, πριν εφευρεθούν τα μίξερ. Τα πρώτα τάπερ που τα πουλούσαν σε πάρτι, τόσο συνταρακτική καινοτομία, σε σχήματα απολύτως άβολα, που ήρθαν εδώ μήπως και βρουν προορισμό, γιατί εδώ θα γίνονταν πράγματα πρωτάκουστα, όπως πρωτάκουστο ήταν το ιδιόκτητο σπίτι κοντά στη θάλασσα για τις διακοπές. Μετά τα δωμάτια με τσιμεντένιο πάτωμα και άβαφες πόρτες όπου κοιμόμασταν κι οι τέσσερις μαζί, τις βρυσούλες που κρέμονταν στο δέντρο με όσο νερό χωρούσε μισός ντενεκές, ξαφνικά ένα σπίτι αληθινό, μετά τις στρωματσάδες και το ξέπλυμα με λάστιχο, ξαφνικά ένα διαμέρισμα με κανονικό νιπτήρα και μπανιέρα, και κουζίνα, και τζάκι, και όλα τα κομφόρ.

Δεν είχε γεμίσει βίλες η ελληνική ύπαιθρος ακόμα και τα νησιά, τα δε παραθεριστικά συγκροτήματα ήταν καινούργια ιδέα. Ίσως ήμασταν η πρώτη γενιά που έζησε την εξοχή σαν περιβάλλον ανάπαυσης και απόλαυσης, όχι μόχθου, τόσο μαζικά, αλλά έβαλε και μια πιατοθήκη στον τοίχο να θυμάται την ωραία πλευρά των στερήσεων. Ύστερα, όλα έπρεπε να επινοηθούν, η άνετη ζωή, οι διακοπές, η ρουτίνα του μπάνιου στη θάλασσα ως τρόπος ζωής. Κι επινοήθηκε η επιστροφή στα παλιά, η διευρυμένη οικογένεια χωρίς τους εξαναγκασμούς και τις εντάσεις της, σαν ντεκόρ πια γενναιοδωρίας και κατανόησης.

Πρώτο καλοκαίρι χωρίς τη μαμά μου, μαζεύω πράγματα στο σπίτι που μας περίμενε και που πάντα πηγαίναμε να τη βρούμε, να συναντηθούμε, νιώθω το βλέμμα της πάνω μου, περιμένω ακόμα την έγκρισή της.

Αγαπούσαμε κι οι δυο τη θάλασσα, με έμαθε να κολυμπώ από νήπιο, κι ως τον προηγούμενο Αύγουστο την ξαναβρίσκαμε μαζί.  Ωραία περάσαμε, μανούλα. Κι αν καταφέρω να πετάξω παλιά πράγματα από το εξοχικό, τη θάλασσα θα την βρίσκω πάντα καινούργια.