Life

Η τυραννία των ελεύθερων συνειρμών

Κάτι μέσα σου λέει ότι ζωή είναι αυτό που θα μπορούσε να ήταν αλλιώς

Φωτεινή Τσαλίκογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νεκρή σε χαράδρα η αστροφυσικός στην Ικαρία. Η νεαρή κοπέλα βγήκε για τζόκινγκ. Και χάθηκαν τα ίχνη της. Στο νησί της μακροζωίας. Μαζί με όλους παρακολουθείς κι εσύ με κομμένη την ανάσα τα νέα.

Νιώθεις ότι είσαι καλά. Η έστω σχεδόν καλά. Που σημαίνει ότι έχεις κατακτήσει μια επαρκή όσο και αξιοσημείωτη κανονικότητα. Με άλλα λόγια μοιάζεις να είσαι αυτό που λένε «ψυχικά υγιής». Πράγμα που για ορισμένους εκφράζει την ικανότητα να αγαπάς και να εργάζεσαι. Ό,τι κι αν δηλώνουν τα ρήματα «εργάζομαι» και «αγαπώ» έχεις καταφέρει «λίγο-πολύ» να τα πλησιάσεις. Κι ας γέρνει η ζυγαριά στο «λίγο», κι ας κλέβεις στο ζύγι. Κι ας μπερδεύεις το λίγο με το πολύ. Όλα καλά λοιπόν.

Ή μήπως όχι;

Yπάρχει μια επίμονη σκοτεινιά. Η επίμονη σκοτεινιά έχει να κάνει με την τυραννία των ελεύθερων συνειρμών σου. Μια εγκατεστημένη μόνιμη μέσα σου απειλή. Και τι να κάνεις; Δεν τους διαλέγεις. Σε διαλέγουν οι συνειρμοί σου. Δεν τους ελέγχεις. Σε ελέγχουν. Αρκεί το απειροελάχιστο κλάσμα μιας στιγμής για να σε σπρώξουν μέσα στο αποτρόπαιο βασίλειο τους. Δεν έχεις αναπαμό. Κι ας είσαι από τη μεριά των λεγόμενων «φυσιολογικών». Κι ας μην έχεις μέχρι τώρα διαβεί αυτό το, τόσο δα ισχνό, σύνορο που χωρίζει το ομαλό από το παθολογικό. Το κατευνασμένο από το ταραγμένο. Μόνο τις νύχτες, σε κάποια όνειρα έζησες τις αλλόκοτες στιγμές μιας άλλης όχθης. Ποιος λογαριάζει όμως ως απειλή ένα αρρωστημένο όνειρο; Kι ας έχει τεμαχισμούς, αίματα και αποκεφαλισμούς. Όνειρο είναι, τι θες να είναι; Hμερομηνία λήξης, το πρώτο φως της αυγής.

Τι έγινε όμως τώρα με σένα; Με σένα που απολάμβανες την κρυφή γοητεία μιας πολλά υποσχόμενης φυσιολογικότητας; Η εποχή αυτή σε μεταμορφώνει σε μια ανοχύρωτη πόλη. Δεν σε αναγνωρίζω. Μα το θεό. Βλέπεις στο δρόμο την κοπελίτσα που κάνει τζόκινγκ,  αμέριμνα τρέχει ιδροκοπώντας με κοκκινισμένα μάγουλα. Παγώνεις. Στο νου σου ορθώνεται μια σπηλιά, αίμα, βογγητά. Το γυμνό κακοποιημένο σώμα της αθλήτριας, παρά φύση και κατά φύση βιασμένο: θάνατος.

Αντικρύζεις μια λίμνη το σούρουπο με το εξαίσιο ρόδινο χρώμα να απλώνεται σαν υπόσχεση ασύγκριτης ομορφιάς στα ακύμαντα νερά. «Αίμα» συλλογίζεσαι και σε πιάνει αναγούλα. Στο βάθος της λίμνης δολοφονημένα κορίτσια φωνάζουν «βοήθεια». Σκεπάζεις με τα χέρια σου τα αυτιά σου. Κλείνεις τα μάτια.

Στη θέα μιας βαλίτσας, αποστρέφεις το βλέμμα σου. Ζαλίζεσαι… βαλίτσες… τι έχουν μέσα; Ανθρώπινα μέλη; Το τεμαχισμένο σώμα μιας μητέρας; Μιας κόρης;

Κι αυτό που ακούς στην εξοχή είναι κελαϊδίσματα πουλιών, φωνές παιδιών που παίζουν, ή βογγητά θυμάτων άγριων φονικών;

Και το νεαρό αγκαλιασμένο ζευγάρι που ανηφορίζει στου Φιλοπάππου, «μη», «θέλεις να παρέμβεις», «μη», «παραμονεύει» θάνατος. Κλείνεις τα μάτια, τα ανοίγεις. Το σώμα του αγοριού κείτεται άψυχο στα βράχια του λόφου. Οι δυο ληστές του αρπάξαν από το λαιμό το σταυρό, από τα χέρια το κινητό, τον έσπρωξαν στο γκρεμό. Ακούς τα ουρλιαχτά της κοπέλας. Η αγκαλιασμένη βόλτα στου Φιλοπάππου έκρυβε καταστροφή.

Ξημερώνει. Ένας άνδρας κουβαλά στο κάδο σκουπιδιών μια πλαστική σακούλα. Είναι ελαφριά. Ένας πατέρας που τεμάχισε το πεντάχρονο κοριτσάκι του; Μαστροπός  που τιμωρεί την ανυπότακτη αλλοδαπή σκλάβα του;

Κι αυτός που σε πλησιάζει και ζητάει τα στοιχεία σου, είναι αστυνόμος για να επιβάλλει την τάξη; Σε προστατεύει; Κι αν υποδύεται το όργανο της τάξης; Κι αν τραβήξει τώρα το όπλο του και σε καθαρίσει; Νύχτα κάνεις δεν θα το πάρει είδηση.

Δεν το θέλεις. Δεν το επιδιώκεις. Οι καιροί αυτοί  δεν σε αφήνουν ήσυχο. Η ζωή αυτή όπως προβάλλει μέσα στην ζοφερή καθημερινότητά της δεν σε αφήνει ήσυχο. Δεν σε αφήνει να ζήσεις αλλιώς. Η κακή είδηση τείνει να μην είναι καν είδηση. Σαν ένα εξαφανισμένο κορίτσι η κακή είδηση χάνεται μέσα στην κανονικότητά της.

Κι όμως κάτι μέσα σου λέει ότι «όλα θα μπορούσε να ήταν αλλιώς».  

Κάτι μέσα σου λέει ότι ζωή είναι αυτό που θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Κάτι μέσα σου σε σπρώχνει σήμερα, αυτή την Αυγουστιατική μέρα του 2019, κάτι μέσα σου σε σπρώχνει να δοκιμάσεις τα όριά σου. Συλλογίζεσαι τον Πεσσόα. «Άνθρωπος είναι αυτός που δεν αρκείται». Κάτι μέσα σε σπρώχνει να είσαι άνθρωπος. Να παρέμβεις στους ελεύθερους συνειρμούς σου, που σε υποδουλώνουν, που σε καθιστούν έμφοβο άθυρμα του εαυτού σου.

Κάτι μέσα σου σε σπρώχνει να πιστέψεις ότι γίνεται. Ναι. Γίνεται.

Δοκιμάζεις μια ανατροπή. Δοκιμάζεις να απαλλάξεις τους συνειρμούς σου από το βάρος της συγκυρίας. Να βλέπεις μια κοπέλα να τρέχει στην εξοχή κι εσύ να βλέπεις μια κοπέλα που τρέχει στην εξοχή. Η εξοχή, η θάλασσα, τα κοκκινισμένα από την άθληση μάγουλα, υπερβαίνουν τη σκοτεινιά των σκοτεινών καιρών.

Κάτι μέσα σου σε σπρώχνει να πιστέψεις ότι γίνεται να παρέμβεις στους ελεύθερους συνειρμούς σου. «Ναι!» γίνεται λες. Αλλιώς τι σόι ελεύθεροι συνειρμοί θα ήσαν αν δεν μεταλλάσσονταν κατά βούληση και ανά πάσα στιγμή.

Γίνεται;

Nαι, γίνεται. Αλλιώς αυτός ο κόσμος είναι ήδη νεκρός.