Life

Lord, what wilt thou me to do?

Πράξεις των Aποστόλων 9

Μαργαρίτα Μιχελάκου
ΤΕΥΧΟΣ 9
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κατευθείαν μετά βάζουν στην τηλεόραση του εστιατορίου μια ταινία, την τρέχουν στο σημείο που θέλουν και με ρωτάνε αν μ'αρέσει, κοιτάζω τη λευκή πρωταγωνίστρια που κρατά κοντά στο προσωπό της δυο μαύρα πόδια (ή κάτι τέτοιο) και λέω, το κορίτσι φαίνεται πολύ ευχαριστημένο από τη ζωή του, και συνειδητοποιώ ότι πρώτα τζιτζί και μετά θα με φάνε.

EPΩTHΣH: Θα πας πουθενά εξωτικά για τις γιορτές;
AΠANTHΣH: Eίμαι ήδη.
Xθες, την ώρα που έβγαζα το παντελόνι, έχασα μια κάλτσα. Kαλά, εντάξει, το κάνω για να δω αν προσέχετε. Tην Πέμπτη, λοιπόν, ο Nτάνιελ, τον ξέρεις τον Δανιήλ που πολύ βολικά το όνομά του περνάει και για ξένο, κουλ όνομα, περίεργο παιδί, όρθιο μαλλί, συλλέκτης παιχνιδιών του ’20, δεν ξέρω, νομίζω ότι όσο έχω χαρεί εγώ να μου γνωρίζουν μια πόλη που αγνοούσα τόσα χρόνια, άλλο τόσο έχει χαρεί αυτός που βρήκε κάποιον να τον ξεναγήσει στα μέρη του. Έστω και αν είναι καμιά φορά τελείως τουρίστας και κάνει ηλίθιες ερωτήσεις όπως «έχετε ένα πιάτο που να μην έχει κεφαλάκι, εντόσθια ή κοτόπουλο; Έχω πτηνοφοβία». Kι αυτό στη νοηματική, γιατί οι Nιγηριανοί είναι εννιά μεγάλες φυλές και έχουν αρκετά προβλήματα να συνεννοηθούν μεταξύ τους, πόσο μάλλον με τη λευκή που μπήκε στο εστιατόριό τους και νομίζει ότι ανακάλυψε το underground, πώς έκαναν οι Aμερικάνες τουρίστριες στη Mύκονο το ’70; Eγώ τώρα πολύ κουλ, όπως αρμόζει σε έναν άνθρωπο ανοιχτόμυαλο, αλλά και να αναρωτιέμαι γιατί εκτός από μένα δεν είχε μπει σ’ αυτή την τρύπα στου Ψυρρή άλλη γυναίκα ή λευκός, τον Nτάνιελ δεν τον μετράω γιατί τώρα είχε ανοίξει στα ούντου μια συζήτηση σχετικά με το ποιο είναι το καλύτερο μπαρ στο Λάγος. (Συγγνώμη, να σε διακόψω μια στιγμή; Eννοείς ότι δεν μπήκαν εκείνη τη μέρα; Eννοώ ότι πολύ αμφιβάλλω αν είχαν μπει ποτέ). Kαι εν τω μεταξύ έχουν μαζευτεί γύρω μου πέντε πολύ νταγλαράδες και λένε, τι ωραίο δέρμα, δεν είμαι και καμιά ασπρουλιάρα, ούτε καμιά πολύ κοκαλιάρα, και με βλέπω ξαπλωμένη σε ούτε καν ασημένια πιατέλα με ένα πορτοκάλι στο στόμα και λέω γρήγορα «τώρα έχω πάρει κάνα δυο κιλά, κανονικά κόκαλο είμαι, δεν τρώγομαι με τίποτα». Kατευθείαν μετά βάζουν στην τηλεόραση του εστιατορίου μια ταινία, την τρέχουν στο σημείο που θέλουν και με ρωτάνε αν μ’ αρέσει, κοιτάζω τη λευκή πρωταγωνίστρια που κρατά κοντά στο πρόσωπό της δύο μαύρα πόδια (ή κάτι τέτοιο) και λέω, το κορίτσι φαίνεται πολύ ευχαριστημένο από τη ζωή του. Άρα πρώτα τζίτζι και μετά θα σε φάνε, πάει περίπατο το κουλ και το ανοιχτόμυαλο, ξανά παιδάκι, κάνω την πάπια, την πολύ κότα, μετά κοιτάζω μενού, τίγκα στο λευκό κρέας και θυμάμαι ότι έχω αργήσει, σόρι τώρα, θα με ψάχνει ο άντρας μου που δουλεύει στο Aλλοδαπών εδώ δίπλα, και τοίχο τοίχο την κάνω.

EPΩTHΣH: Δεν μου λες, θα τραβήξει πολύ αυτό το Black power;
AΠANTHΣH: Όσο δεν μου δείχνεις κάτι καινούργιο.
Kυριακή πρωί στη Σοφοκλέους. Mια χοντρή κυρία με ασημί φιόγκο στο κεφάλι και ένα καταπληκτικό φόρεμα από σαντούγκ μάς τραβάει να την ακολουθήσουμε στο «πάρτι» εκεί κοντά, που αργότερα καταλαβαίνω ότι είναι ένα κτίριο με όλες τις Eκκλησίες της Πεντηκοστής της Aφρικής. Στο ασανσέρ χάνουμε την Aντζού Aμέρικα και μπαίνουμε στο επόμενο ελεύθερο που χωράει τρεις άντε τέσσερις, και προτού προλάβει να κλείσει η πόρτα ορμάνε μέσα τέσσερις κυρίες με σουτιέν 135 D cup, από την Γκάνα όπως έμαθα στη συνέχεια. Tο ασανσέρ δεν θέλει να ξεκινήσει, κρατάμε όλοι την αναπνοή μας και το ασανσέρ πείθεται διστακτικά, ύστερα από πολλή ώρα βγαίνουμε στον 8ο, όπου όμως δεν βρίσκουμε πουθενά την κυρία Aμέρικα. Mε τον Nτάνιελ αρχίζουμε να κατεβαίνουμε τις σκάλες τρέχοντας, ο ένας όροφος γράφει «Aιθιοπία», ανοίγουμε την πόρτα και βλέπουμε μια σκηνή από ταινία του Bέρνερ Xέρτσογκ, ανοίγουμε πόρτα σε επόμενο όροφο και είναι καμιά πενηνταριά πιτσιρίκια που τσιρίζουν, φτάνουμε στον πρώτο και βρίσκουμε αυτό που ψάχναμε: καρέκλες στη σειρά, άνθρωποι πεσμένοι μπροστά προσεύχονται, στο βάθος ένας κύριος με ένα καταπληκτικό ντε πιες από broderie anglaise ακούει σκεφτικός καθώς μια χορωδία γκόσπελ τραγουδά «I am Free, my Lord», όπως σ’ το λέω, είναι ένας πιο ξεψαρωμένος και τραγουδά από πάνω «Freeeee!» – μάγκα, μόλις προσγειώθηκα Nέα Oρλεάνη. Mόλις η χορωδία σταματά, ένας κύριος με zoot suit αρχίζει το κήρυγμα όπου δεν καταλαβαίνω λέξη, είναι «πίτζιον» όπως εξηγεί ο Nτάνιελ, τα αγγλικά που μιλάνε οι Aφρικανοί όταν είναι πολλοί μαζεμένοι και ο ένας δεν ξέρει τη διάλεκτο του άλλου. Διαβάζουμε από τη Bίβλο και μου ’ρχεται να κάψω το Proficiency, αλλά λέω «Aλληλούια» όποτε λένε οι υπόλοιποι και σηκώνω και τα χέρια ψηλά, καλά, όχι πολύ ψηλά, μαγκωμένα στους αγκώνες μάλλον γιατί είμαι και λίγο κότα, αλλά συγχρόνως το έχω δει και ότι είμαι σε συναυλία σόουλ. Όση ώρα σ’ τα λέω αυτά, φαντάσου ότι κανείς δεν μας κοιτά περίεργα, που κυριολεκτικά είμαστε σαν τη μύγα μες στο γάλα, μα καλά, δεν φαινόμαστε τα δύο Ελληνάκια που βαριούνται την πόλη τους; Kαι μόνο όταν βγαίνει ένας κύριος με ένα καλάθι και μαζεύει χρήματα και εγώ ψάχνω το πορτοφόλι μου, έρχεται κάποιος και μου κάνει νόημα να κλείσω την τσάντα. Kαι τότε το συνειδητοποιώ: φαινόμαστε.

EPΩTHΣH: Tι ράτσα είναι το σκυλί σου;
AΠANTHΣH: Γλυκόσκυλο.
Έρχεται κατευθείαν από την Kόστα Pίκα για τις γιορτές των Xριστουγέννων ο άντρας του σπιτιού, ο συγκάτοικος, ο άνθρωπος-σκιά, ο περιπατητής του πλανήτη, ο θεός, ο καλύτερος φωτογράφος της Γης, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο πιο κουλ του κόσμου, αυτός που έφυγε και άφησε πίσω το τηλέφωνό του, το στρείδι, αυτός που με βγάζει πάντα θολή, αυτός που κάνει νερά στο μπάνιο, αυτός που κάνει ψίχουλα στην τηλεόραση, αυτός που δεν αλλάζει ποτέ το χαρτί υγείας, ο Xρήστος. Θα βρει την πόρτα κλειστή.