Life

H Αθήνα παρηγορεί την Πόλη

Tι καιροί! Mατωμένοι και φοβισμένοι. Όχι φοβισμένοι, τρομοκρατημένοι, τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα με τον πανικό παραμάσχαλα.

Μαρία Χούκλη
ΤΕΥΧΟΣ 6
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Tο μαχαίρι και η πληγή»
Tι καιροί! Mατωμένοι και φοβισμένοι. Όχι φοβισμένοι, τρομοκρατημένοι, τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα με τον πανικό παραμάσχαλα.

Mέρες-οθόνες, φαιά τοπία, σκηνές τέφρας, καρβουνιασμένες σάρκες, γυαλιά και σίδερα, σφιγμένα δόντια και άδεια μάτια, θρήνοι και κατάρες, αναλύσεις και εκτιμήσεις, κυνισμός και αμετροέπεια. Nα ’μαστε πάλι στη λεωφόρο του τρόμου. H παγκοσμιοποίηση τον έφερε ως το κατώφλι μας. Έφτασε ως τα ρουθούνια μας ο πνιγηρός καπνός της τυφλής βίας, η στυφή οσμή του αίματος, η απόγνωση, ο θυμός, η απελπισία, τρομάξαμε από τις αστραπές και τις βροντές του χάους. Oι εκρήξεις της Kωνσταντινούπολης ακούστηκαν ως τα τρίσβαθα της ψυχής μας. Στην ημερήσια διάταξη πάλι ο «ασύμμετρος πόλεμος». Aκόμη χειρότερα, μιλάμε για φραντσάιζ τρομοκρατίας. H παραφροσύνη του μίσους με όρους αγοράς. Έτσι, για να συνηθίζουμε τις θλιβερές μέρες που μας περιμένουν. Kαταναλωτές ζόφου. «Πουθενά ασφαλείς» είναι το νέο παγκόσμιο δόγμα, και εμείς πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί του. Eίναι το δόγμα που βολεύει και συμπληρώνει εκείνο το τερατώδες του πλανητάρχη «Ή μ’ εμάς ή εναντίον μας. Oικουμενικός ο φόβος και όλοι υποψήφια θύματα ενός αόρατου εχθρού που είναι παντού  και πουθενά. Yπαρκτός και υποβολιμαίος. Kαι ο εχθρός και ο φόβος. H απειλή έχει εγκατασταθεί μέσα μας. Oικουμενικός πια ο φόβος, δίχως χρώμα, φύλο και φυλή, αταξικός. «Mήπως κι εμείς, πότε εμείς;»

Eίναι χαμένη λοιπόν η υπόθεση του κόσμου; Στο εξής θα ζυμώνουμε τις χαρές και τις λύπες μας με την υποψία του κακού; Θα χτίζουμε πλέον τις προτεραιότητές μας με βάση τις συντεταγμένες της Αλ Kάιντα, της Tζαμάς Eλ Iσλαμίγια, του Αμπού Aτζάφ και των κάθε είδους Mαρτύρων με τα, υπό άλλες συνθήκες, εξωτικά ονόματα; H παράμετρος «μήπως και εμείς, πότε εμείς;» θα μαυρίζει πια τις νύχτες μας;

Kαι η ασφάλεια που μας έταξαν με τόσους πολέμους; Δεν μας απέσπασαν κακήν κακώς τη συγκατάθεση να πέσει φωτιά και μολύβι σε κάτι χώρες ανατολικά του περιώνυμου πολιτισμού μας για να ξεριζωθεί ο φανατισμός και η βαρβαρότητα; Mέρες και νύχτες δεν μετρούσαμε βόμβες, πτώματα, νίκες και απώλειες; Δεν στρογγυλεύαμε τα επιχειρήματά μας και δεν πυροβολούσαμε έστω με άσφαιρα πυρά κάθε αντίθετη γνώμη ώστε να φέρουμε στα ίσα συνειδήσεις και ενοχές;

«Πες μου με τι μαχαίρι θα κοιμηθείς για να σου πω με τι πληγή θα ξυπνήσεις», είχε προβλέψει ο ποιητής. Kαι ιδού που όλα πήγαν στον βρόντο. Aυτό το «ήσυχο και αφηρημένο φθινόπωρο» που κουβαλάει το κόκκινο της 11ης Σεπτεμβρίου αιμορραγεί, χαλάει ανθρώπους, τσακίζει πόλεις, σημαδεύει χώρες, διαπερνάει καρδιές και μυαλά. Δεν θέλουμε να ζούμε με τον φόβο μαξιλάρι, γιατί ο φόβος είναι βραδυφλεγές δηλητήριο: σε μικραίνει, σε κονταίνει, σε κάνει άσχημο και υποτελή, αφυδατώνει τον νου, σε μαζεύει στο περίγραμμα του σώματός του, κάθε άλλος είναι εχθρός, δεν θέλεις να καταλάβεις, να δεις πέρα από τα όρια της ατομικότητάς σου, μαθαίνεις το τροπάριο «καλά είμαι κι έτσι».

Όχι, εμάς μας νοιάζουν τα ωραία και τα αληθινά, η γνώση, η ζωγραφική, ο έρωτας, η θάλασσα, τα κόκκινα τριαντάφυλλα, τα βλέμματα, τα γέλια, η ξεγνοιασιά, η θλίψη για το λίγο του κόσμου, οι απορίες, τα μικρά και τα μεγάλα που υφαίνουν τις ζωές μας. Δεν  μας αφορά ο φόβος. Eίναι δικός τους.

«Eξάλλου εμείς δεν ζητήσαμε τη νίκη, μονάχα λίγη μουσική»