Life

Μήπως είσαι feel good junkie και δεν το ξέρεις;

Δεν βρίσκω καλύτερη έκφραση, «feel-good junkie» τα λέει όλα...

Μανίνα Ζουμπουλάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ψάχνω τις κωμωδίες στα σινεμά, τις κομεντί (με καλό τέλος!), τις παιδικές ταινίες, κινούμενα σχέδια, οτιδήποτε με εγγύηση ότι δεν θα στεναχωρηθώ – φεύγω στη μέση όταν η ταινία αρχίζει να με αγχώνει. Γιατί; Μα επειδή υπάρχει μποκού άγχος αγωνία και θλίψη στην κανονική ζωή και δεν θέλω να πληρώσω εισιτήριο για να τα δω όλα αυτά σε μεγάλη οθόνη, ούτε καν σε μικρή. Δεν θέλω να τα διαβάζω ούτε να μου τα λένε. Ουστ. Μπορώ να γκαντεμιαστώ μόνη μου με το να σκέφτομαι όλη νύχτα κάτι πολύ δραματικό που συμβαίνει όντως, κάτι αληθινό, και σε αυτό δεν έχω κανέναν έλεγχο (ούτε ξέρω πώς αρχίζει η διαδικασία γκαντεμοποίησης) αλλά σε άλλα, σε πράγματα που έχω έλεγχο, τα πετάω όξω τα δράματα: πήραμε, πήραμε, πηγαίνετε αλλού.

Όλα αυτά με αφορμή πρόσφατη συνάντηση με κάποιους ανθρώπους που γράφουν ή θα ήθελαν να γράφουν: «Συνειδητοποίησα ότι ακόμα κι εκεί, στις "ομάδες θεραπείας" ή "ομάδες αντιμετώπισης καλλιτεχνικών ανησυχιών" ή "ομάδες συγγραφέων"... το ζητούμενο είναι να νιώθω καλά. Μετά νιώθουν και οι άλλοι καλά. Είναι σαν ντόμινο γιατί άπαξ και ανεβαίνω ψυχολογικο-συναισθηματικά, πρέπει ντε και καλά να πάρω κι άλλους μαζί μου. Να ανέβουν αμέσως. Να γελάσουν, να περάσουν καλά, να φύγουν με μια ανάταση στο τέλος». Ακούγεται μεγάλη κουλαμάρα, αλλά με εμπνέουν οι άνθρωποι. Δεν ενθουσιάστηκα ποτέ με ένα πρότζεκτ αφηρημένο, μόνο με τους ανθρώπους που το έτρεχαν ή που μπλεκόντουσαν ή που μου ανοίγανε την πόρτα έστω. Πήγαινα σε γραφεία που χαιρόμουν βλέποντας τον καφετζή (στις εποχές στις οποίες είχαμε καφετζή) ή τους συνεργάτες που γίνονταν σιγά-σιγά φίλοι - ή αν δεν γίνονταν, έφευγα από τη δουλειά...

Οι Ομάδες Συγγραφέων, ανθρώπων που είναι ή θέλουν να γίνουν συγγραφείς, που γράφουν τέλος πάντων, είναι εμπνευστικές υποθέσεις. Με εμπνέουν και τους εμπνέω. Συνήθως, όταν δέσει η ομάδα, θέλω να μάθω τα πάντα για όλους και τα θυμάμαι για χρόνια μετά, όταν πια η συγκεκριμένη ομάδα έχει αποκτήσει εγγόνια κι έχουν περάσει 800 άλλες ομάδες από τη θέση της. Ή θυμάμαι στιγμές, αποσπασματικά κομμάτια συζητήσεων, σκόρπιες πληροφορίες. Δεν αναζητώ στοιχεία για να φτιάξω λογοτεχνικούς ήρωες, σιγά το δύσκολο, τους φτιάχνω από το μυαλό μου τους ήρωες (=από παλαιότερο υλικό ή και χωρίς μαγιά καθόλου). Δεν ψάχνω καν φίλους – αρκετούς έχω, τους αγαπάω και με αγαπάνε, μάλιστα δεν προλαβαίνω να τους δω.

Μου αρέσει, με ανακουφιστικό τρόπο, η επικοινωνία με ανθρώπους με τους οποίους μοιάζουμε κάπως στα μυαλά. Με τους οποίους έχουμε κοινά ενδιαφέροντα – τα βιβλία και το γράψιμο, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ανακαλύπτοντας πράγματα γι' αυτούς, ανακαλύπτω κομματάκι-κομματάκι και το μεγάλο μυστήριο, τον εαυτούλη μου.

Οι συγγραφείς είμαστε τρομερά εγωιστές, ίσως χειρότεροι από τους δικτάτορες αν και ειρηνιστές οι περισσότεροι λόγω υψοφοβίας/άλλης φοβίας ή εκ ξερής πεποιθήσεως. Όσοι γράφουμε, ζούμε μέσα στο κεφάλι μας. Βγαίνουμε από το κεφάλι μας για να φάμε καμιά φορά, για να κάνουμε ένα ή περισσότερα σεξ, για να καθίσουμε στον ήλιο, για να παίξουμε με τα παιδάκια μας. Αλλά κι αυτά όλα μπορεί να τα κάνουμε χωμένοι μέσα το κεφάλι μας, για αυτό και είναι πανδύσκολο να ζει κανείς με έναν συγγραφέα – απορώ πώς το καταφέρνουν οι άνθρωποι. Σέρνεις την ατέλειωτη μοναξιά σου ανάμεσα σε κόσμο, με δεσμό, σύζυγο, ερωμένη, γκόμενο, γουατέβα, να χτυπιέται δίπλα σου ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος εγωίσταρος από σένα, κι εσύ διαμαρτύρεσαι ότι όχιόχιόχιρεμωρό, δεν είναι ακριβώς έτσι, απλώς σαν να μην έφτανε που γράφω, εκτός ή παράλληλα με αυτό το κουσούρι, από πάνω είμαι και «άτομο εξαρτημένο από το να αισθάνομαι καλά». Feel-good junkie.

Που δεν ισχύει μόνον αυτό, είμαι (άτομο λέμε) εξαρτώμενο από φανταστικούς κόσμους τους οποίους στήνω μέσα στο κεφάλι μου. Από εγωισμό; Ίσως. Από αναποδογυρισμένη ανάγκη επικοινωνίας; Από κρυφή επιδειξιμανία; Από πλήξη; Από όλα αυτά μαζί και κάποια ακόμα που μου ξεφεύγουν τώρα επειδή έχει σπάσει σωλήνας νερού στο σπίτι τον οποίον κοπανάει ο υδραυλικός με μανία, άρα η σκληρή πραγματικότητα εισβάλλει με βαβούρα μέσα στη φανταστική feel-good, fuzzy, υπέροχη πραγματικότητα του μυαλού μου;

Τέλος πάντων. Θεωρώ τεράστιο συγγραφέα τον Νίκο Τσιφόρο, τον θαυμάζω απεριόριστα και ακόμα και τώρα, που έχω διαβάσει τα άπαντά του χίλιες φορές, με κάνει να γελάω με τα κείμενά του που δεν παλιώνουν. Είναι μεγάλη υπόθεση αυτό. Ο συγγραφέας, αυτός που γράφει, πρέπει να κάνει τον αναγνώστη να αισθάνεται καλά, όχι σκατά. Σκατά τον κάνουν να αισθάνονται άλλοι, που δεν γράφουν – οι εφορίες, κυβερνήσεις, υπουργοί, πολιτικοί, γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, οι απαγορεύσεις, διατάξεις, οργανισμοί, ιδρύματα, γκόμενοι/ες και άσχετοι περαστικοί που τον κοπανάνε στο κεφάλι.

Εδώ ήθελα να καταλήξω: Είμαι ο άνθρωπός σου αν συμφωνείς με όλα αυτά ή έστω με τα μισά, και εντελώς ακατάλληλος (άνθρωπος) αν διαφωνείς κάθετα. Τα γράφω και τα ξαναγράφω ως «άτομο εξαρτημένο από το να νιώθει καλά» –το γράψιμο είναι αντίστοιχο του χνουδωτού αρκουδακίου, το διάβασμα και οι ταινίες επίσης– μην τυχόν και βρεθεί από σπόντα με κανένα βιβλίο μου στο χέρι κάποιος που δεν θέλει να ταξιδέψει/περάσει καλά/αγκαλιάσει το αρκουδάκι του, αλλά αντίθετα κάποιος που θέλει να σκάσει, να αυτό-γκαντεμιαστεί, να βράσει στο ζουμί του, και θα είναι κρίμα, τόσο για τον κάποιον, γκαντέμη άνθρωπο, όσο και για μένα...