- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Διαβάζεται ακούγοντας αυτό:
Στα νοσοκομεία μπαινοβγαίνουν άνθρωποι, καροτσάκια, φορεία. Δε ξέρω πώς είναι να πεθαίνεις, να χάνεις τη ζωή σου, ξέρω όμως πώς είναι να πεθαίνεις κάθε μέρα από λίγο, έστω για μερικές ώρες, γιατί μετά πάντα κάποιος σε σώζει μάτια μου. Ασθενής ή συνοδός, τι προτιμάς; Τίποτα από τα δύο.
Μια καρέκλα χωρίς μπράτσα, ο ορός δεμένος από το χέρι να κρέμεται δίπλα στο κρεβάτι με τα φθαρμένα από τον χρόνο σεντόνια. Πώς είναι η νοσηλεία στις ιδιωτικές κλινικές; Τα σεντόνια εκεί μυρίζουν λεβάντα ή γιασεμί; Στα δημόσια νοσοκομεία μυρίζουν betadine. Οι ώρες δεν περνάνε. Ο διπλανός σου αποκοιμιέται. Εσύ περπατάς στο διάδρομο, εκείνο που χωρίζει τα δωμάτια των ασθενών. Παιδικές ζωγραφιές φαγωμένες από τον χρόνο είναι κολλημένες στους τοίχους. Ένα παιδί σε ένα αναπηρικό καροτσάκι παίζει με έναν δεινόσαυρο. Έχει καρκίνο. Η μητέρα του καταπονημένη μιλάει σε μια νοσοκόμα, κρατάει μια στοίβα από χαρτιά, τις πέφτουν από τα χέρια και πανικοβλημένη αρχίζει να τα μαζεύει. Κανείς δεν τη βοηθάει. Όλοι είναι απασχολημένοι με κάτι. Το σώμα της ξαναπαίρνει την αρχική του στάση. Μαζεύει τα μαλλιά της προς τα πίσω και σπρώχνει το καροτσάκι. Ο δεινόσαυρος έχει πέσει στο πάτωμα. Το παιδί δεν κλαίει. Γύρω μας άλλα παιδιά, άλλοι γονείς καμπουριασμένοι, σκυφτοί, ευθυτενείς, να ξεκουράζονται ακουμπώντας τις άκρες των ώμων τους στους τοίχους. Δεν έχουμε ακόμα νέα.
Είναι 02:00 το πρωί, είναι Ιούνιος του 2016, έχω κόψει το κάπνισμα εδώ και 6 χρόνια, δε δουλεύω ως δημοσιογράφος. Περνάω τις μέρες μου και τις νύχτες μου στα νοσοκομεία. «Πώς αντέχεις τη νύχτα;» τον ρωτάω. «Δεν είναι η νύχτα, είναι όλο αυτό. Στην αρχή παλεύεται, μετά όμως τα 10 χρόνια έρχεται κορεσμός και αναρωτιέσαι γιατί διάλεξες αυτό το επάγγελμα» μου λέει. Φοράει μια πράσινη φόρμα και έχει ένα Μίκυ ραμμένο στο σημείο της καρδιάς του. «Κουράγιο», του λέω, δε ξέρω τι άλλο να του πω. Νομίζω ότι σε κάτι τέτοιες συζητήσεις το καλύτερο είναι να μη λες τίποτα. Απλά ακούς τον άλλον, εσύ είσαι ο εξομολογητής και αυτός ο εξομολογούμενος. Στο μέσα δωμάτιο ένα μωρό κλαίει. Η μάνα έξω με τη μάνα της στριφογυρίζουν με αργά βήματα γύρω από το μαρμάρινο πάτωμα. Στο μέσα σαλονάκι μια Παναγία τσιγγάνα ταΐζει το παιδί της. Δε ξέρω αν θέλω να κάνω παιδιά. Βήματα βήματα και άσπρα φώτα που θυμίζουν τρελάδικο. Η πράσινη φόρμα με τον Μίκυ ραμμένο στο σημείο της καρδιάς χάνεται σε μια από τις πόρτες των διαδρόμων.
«Περίμενα να μου τηλεφωνήσεις όλη τη μέρα, πού ήσουν;» με ρωτάει. «Είμαι εδώ, τώρα είμαι εδώ» τον καθησυχάζω. Κάθομαι στο μπαλκόνι και ακούω τις μηχανές από το αμαξοστάσιο να βρυχώνται. Θέλω να κάνω ένα τσιγάρο. Δίπλα μας μια μάνα με δυο μικρά παιδιά μιλάει μια ακαταλαβίστικη γλώσσα. Δε μπορείς να κάνεις τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο, μόνο πιάνεσαι από τις εικόνες από το καλοκαίρι που ίσως φέτος θα έρθει λίγο αργά, αλλά θα έρθει. Λίγο ακόμα και φτάνουμε, πού; Δε ξέρω…