- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Διηγήματα, θεατρικά έργα, σκηνοθεσίες που συζητιούνται, εμφανίσεις σε λαϊκά παλκοσένικα.
Λόγος προκλητικός και πάντοτε στα όρια. Η Λένα δίνει μία νέα διάσταση στο μποέμ. Την αγαπάμε γιατί έχει ένα μοναδικό τρόπο να διεισδύει σε περιοχές που άλλοι καλλιτέχνες αποφεύγουν επιμελώς για να μην εκτεθούν. Tο καινούργιο της βιβλίο με διηγήματα ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το νέο χρόνο από τις εκδ. Μεταίχμιο. Διαβάστε από τώρα και αποκλειστικά ένα από αυτά. Αγ.Μπ.
ΑΣΧΗΜΑ ΝΕΑ
Είπε να το γελάσει λίγο. Να το γελάσει μάλλον πολύ. Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, σκέφτηκε.
Δε γαμιέται. Όλοι πεθαίνουνε. Γιατί να το αντιμετωπίσω με τον κλασικό τρόπο; Όχι. Εγώ θα πάω κόντρα. Θα γελάω. Θα κάνω πλάκες. Στ’ αρχίδια μου που έχω καρκίνο. Χέστηκα. Ας πεθάνω. Σάμπως και που ζω, ωραία είναι; Δε λέω, δεν έχω παράπονο. Τη φχαριστήθηκα τη ζωή μου. Απ’ τους τυχερούς ήμουνα. Και τελικά μπορεί να ’ναι καλύτερα που πεθαίνω νέος. Γιατί να γεράσω και να έχω ένα σωρό προβλήματα; Και να μη βλέπω; Και να μην μπορώ να γαμήσω; Και να παθαίνω όλο αρρώστιες; Και να φοβάμαι; Και να είμαι ένας γεράκος κι εγώ κάπου μέσα σε ένα πάρκο με περιστέρια; Να πά’ να γαμηθεί και το γήρας. Μη σώσω και το ζήσω ποτέ μου. Σιγά τ’ αυγά πια. Αντί να πεθάνω στα εβδομήντα, πεθαίνω στα σαράντα. Και τι έγινε; Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. Τι άλλο να δω δηλαδή; Τι να ζήσω παραπάνω; Άλλον έναν έρωτα; Άλλη μία επαγγελματική επιτυχία; Άλλο ένα ηλιοβασίλεμα; Δε γαμιέται. Αφού τα είδα όλα αυτά. Και όχι μια και δυο. Χιλιάδες φορές. Τα είδα, τα απόλαυσα, τους δόθηκα με όλο μου το είναι. Μεταστάσεις παντού. Ούτε δύο μήνες ζωής. Χέστηκα. Καλύτερα. Παλιά έλεγα πως αν αρρωστήσω θα κάνω κάτι βαρβάτο. Θα πάω ένα μεγάλο ταξίδι. Ή θα σκοτώσω κάποιον. Ή θα κάνω μια χοντρή παρανομία. Ή θα δοκιμάσω πρέζα. Τώρα που ήρθε αυτή η ώρα, δεν θέλω τίποτα απ’ όλα αυτά. Θέλω να μείνω στο σπιτάκι μου, στο Μετς, και να πεθάνω όταν έρθει η ώρα μου. Ήσυχος, ωραίος, φιλοσοφημένος και χορτάτος. Η περίπτωσή μου δεν επιδέχεται καμία θεραπεία. Είναι τελειωμένη υπόθεση. Χέστηκα. Στο καυλί μου μποσανόβα. Θα το γελάσω.
Κάθισε όπως πάντα απέναντι από τον κύριο Αργυρόπουλο. Στη γνωστή του θέση. Ο γιατρός του πίσω από το μεγάλο του γραφείο, σκυφτός και βλοσυρός πάνω από τα δυσοίωνα και κακορίζικα χαρτιά, διάβαζε προσεχτικά τις εξετάσεις του. Τα πυκνά του φρύδια σχημάτιζαν κάθε τόσο δύο λάμδα κεφαλαία πάνω από τα γυαλιά του και μετά γινόντουσαν πάλι ίσιες γραμμές. Εκείνος είχε αράξει στη βαθιά πολυθρόνα και χαμογελούσε σε αυτό το παιχνίδισμα των τρομαγμένων φρυδιών του ντόκτορα. Πού και πού ο ψυχίατρος ανασήκωνε το βλέμμα του από τα χαρτιά και έριχνε κλεφτές, διερευνητικές ματιές στον ασθενή του, ο οποίος καθόταν ήρεμος και ατάραχος με αυτό το ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη του, το οποίο έδειχνε αδιαφορία, ίσως ειρωνεία, αλλά ως επί το πλείστον ήτανε χαμόγελο ικανοποίησης. Ο γιατρός ήτανε σαφώς πιο νευρικός και πολύ πιο στενοχωρημένος από τον Μένιο, κι αυτό τον έκανε να νιώθει ανίσχυρος. Προσπαθούσε σε αυτές τις εξετάσεις να βρει κάτι το ενθαρρυντικό, κάποιο στοιχείο ελπιδοφόρο, αλλά δυστυχώς οι εξετάσεις έδειχναν οργανισμό προ πολλού νεκρό. Ύστερα από πολλή ώρα σιωπής, ο πάγος επιτέλους έσπασε και τα βλέμματα των δύο αντρών συναντήθηκαν με την αποφασιστικότητα μίας ειλικρινούς αναμέτρησης.
«Πώς νιώθετε;» ρώτησε με σοβαρότητα ο ψυχίατρος.
Ο Μένιος παρατήρησε το χέρι του γιατρού που έτρεμε και ειλικρινά τον λυπήθηκε. Κοτζάμ ψυχίατρος του Κολωνακίου, με τόσα χρόνια στην πλάτη του, να μην έχει σκεφτεί ποτέ του ότι ο θάνατος δεν είναι λόγος στενοχώριας, είναι απλώς κάτι απόλυτα φυσιολογικό και γελοίο, όσο είναι και η ζωή. Του φάνηκε πραγματικά πολύ γελοίο εκείνη τη στιγμή το γεγονός ότι κάποιος αρχίζει ξαφνικά να τρέμει, να ξεροκαταπίνει και να ιδρώνει για ένα τόσο ασήμαντο γεγονός, όσο αυτό. Για τον επικείμενο θάνατο ενός τύπου που τον λένε Μένιο Μπακόπουλο, κάπου στην Ελλάδα, το 2014. Μόνο ένας βλάκας θα μπορούσε να στενοχωρηθεί με κάτι τέτοιο. Γιατί η απουσία να είναι κάτι χειρότερο από την παρουσία; Και όχι κάτι εξίσου φυσιολογικό; Τι θα πει «πώς νιώθω;» Νιώθω σαν ένας καρκινοπαθής που ξέρει ότι θα πεθάνει το πολύ σε δύο μήνες από τώρα. Κι εσύ, καλέ μου γιατρέ, που δεν έχεις καρκίνο αυτή τη στιγμή που μιλάμε, μπορεί αύριο να πεθάνεις από καρδιά, μπορεί να πεθάνεις και νωρίτερα από μένα. Οπότε γιατί η περίπτωσή μου είναι πιο τραγική από τη δική σου;
«Γαμώ», απάντησε ο Μένιος. «Γαμάω».
Και το χαμόγελό του φάρδυνε ακόμα περισσότερο. Ο γιατρός, βλέποντας μπροστά στα μάτια του αυτήν την ευτυχισμένη λαμπυρίζουσα οδοντοστοιχία του μελλοθάνατου, θεώρησε ότι ο ασθενής του βρισκότανε κατά πάσα πιθανότητα σε κατάσταση σοκ. Ότι η καλή του ψυχολογική κατάσταση ήταν μία υπερβολή για μία τόσο δύσκολη στιγμή.
«Χαίρομαι που σας βλέπω καλά» είπε ο κύριος Αργυρόπουλος ξεροβήχοντας αμήχανα εξακολουθώντας να κοιτάζει τον ασθενή του μέσα στα μάτια. «Είναι πολύ σημαντική η καλή ψυχολογία γι’ αυτό που περνάτε. Θα βοηθήσει».
Ο Μένιος γέλασε αυτή τη φορά ηχηρά.
«Σε τι θα βοηθήσει, ρε γιατρέ μου;» είπε και τον έπιασε νευρικό γέλιο.
Ο κύριος Αργυρόπουλος αισθάνθηκε άσχημα, όχι τόσο για την κοινότοπη μπούρδα που είχε μόλις ξεστομίσει, την οποία ο ασθενής του ορθώς και έξυπνα είχε αντικρούσει, όσο για το γεγονός ότι προς στιγμήν του ήρθε κι εκείνου να γελάσει. Βέβαια, ως γνωστόν, το νευρικό γέλιο είναι κολλητικό. Αυτό σκέφτηκε ο γιατρός για να κατευνάσει τις ενοχές του, παρ’ όλα αυτά δεν αφέθηκε στον ασυγκράτητο γέλωτα που εκείνη την ώρα τον απειλούσε επικίνδυνα, έκλεισε το στόμα του με την παλάμη του και υποκρίθηκε πως τον έπιασε ξερόβηχας, τσιγαρόβηχας, λόξιγκας, ή κάποιος περίεργος συνδυασμός και των τριών.
Ο Μένιος στο μεταξύ κόντευε να πέσει κάτω από την πολυθρόνα του. Είχε πιαστεί με τα δύο του χέρια από το δεξί μπράτσο της μεγάλης πολυθρόνας και πλάνταζε στο γέλιο με στόμα ορθάνοιχτο. «Σε – ι- οηθάει – η – αλή – υχολο ία, αα, χα χα χα – ήπως – την – υγεία;» Και γελώντας τρανταχτά, άλλαζε στάσεις και θέσεις πάνω στην πολυθρόνα, συλλαβίζοντας με κομμένη την ανάσα ευφυολογήματα, πότε με τον κώλο τουρλωμένο προς τον γιατρό του, πότε κουλουριασμένος σαν έμβρυο μέσα στο αφράτο κάθισμα. « - ά’ χω – αλή – υ – χο – λογία, ά’ χω – ά – ιστη – υ – γειαααα».
Ο γιατρός δυσκολευόταν να καταλάβει τα ελληνικά του ασθενή του και προσπαθώντας να ακούσει τον Μένιο είχε γείρει όσο πιο μπροστά μπορούσε πάνω στο γραφείο του, εξακολουθώντας ταυτόχρονα να πιέζει με την παλάμη του το στόμα του, για να αποτρέψει την εξωτερίκευση του δικού του γέλιου, το οποίο το ένιωθε να έρχεται καλπάζοντας από το υπογάστριο.
Ο Μένιος κοιτάζοντας τον γιατρό του, θεώρησε καλό να ανασκουμπωθεί λιγάκι και προς στιγμήν φοβήθηκε μήπως παραφερόταν, μήπως αυτές οι εξαλλοσύνες του κορμιού του και το ανεξέλεγκτο γέλιο του ήτανε προϊόντα τρόμου και πανικού. Σαν να του φάνηκε μάλιστα πως μία σειρήνα ασθενοφόρου άρχισε να βουίζει μέσα στο δωμάτιο. Δάγκωσε τη γλώσσα του, έστρωσε τα μαλλιά του και πάλεψε για κάμποση ώρα με ένα αναποφάσιστο σταυροπόδι, τοποθετώντας εναλλάξ δεξί κι αριστερό πόδι, πάνω από το εκάστοτε γόνατο. Εντέλει το κορμί του σταθεροποιήθηκε. Σκέφτηκε ότι δεν θα ξαναζήσει άλλο καλοκαίρι στη Βραυρώνα κι ότι δεν θα ξαναφορέσει το ριγέ μαγιό του και αυτές οι γελοίες σκέψεις σε συνδυασμό με τη γεμάτη απορία φάτσα του γιατρού, του προκάλεσε νέο κύμα γέλιου που ξεπήδησε μέσα από το λαρύγγι του, σαν κραυγή, σαν τις απελπισμένες κραυγές γέλιου που προκαλεί το γαργάλημα σε ανθρώπους που γαργαλιούνται πολύ. Ένιωσε και πάλι φρικτά αγενής έτσι που γελούσε μόνος του και ξαναπροσπάθησε να σταματήσει δαγκώνοντας τα χείλια του, βήχοντας, ρουφώντας τα μάγουλά του προς τα μέσα, χτυπώντας με δύναμη τα γόνατά του. Κάθε φορά όμως που πετύχαινε μία κάποια στιγμιαία ακινησία και προσπαθούσε να κοιτάξει σοβαρά τον γιατρό του, οι σιαγόνες του ξανάνοιγαν διάπλατα παρά τη θέλησή του, έσκυβε προς τα μπρος και το γέλιο του ξεχείλιζε πηγαίο και αληθινό μέσα από το ανοιγμένο του στόμα. Ύστερα από ατελείωτα αγκομαχητά, μικρούς πνιχτούς λαρυγγισμούς και υπολείμματα γέλιου σε διάφορες τονικότητες, κατάφερε τελικά να επιβληθεί στον εαυτό του, σκούπισε τα μάτια του, κάθισε πάλι κανονικά στην πολυθρόνα του και σοβαρεύτηκε οριστικά, περισσότερο από τύψεις προς τον γιατρό του, ο οποίος ανά δευτερόλεπτο, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του θεάματος, άλλαζε χρωματισμό στο πρόσωπό του και ταυτόχρονα ο καημένος ολόκληρη την παλέτα των τικ που μπορεί να παράγει ένα ανθρώπινο προσωπείο. Κουνιόταν το γυαλί, πετάριζε το αυτί, έφευγε το αριστερό χείλος να πάει να ενωθεί με το μάτι, ρουθούνιζε η μύτη, μάκραινε ο κυνόδοντας προς το πιγούνι και ο ώμος του ανεβοκατέβαινε αλά Μητσοτάκη. Ο άνθρωπος πραγματικά είχε γίνει ένα είδος μούλτι, ένα μπλέντερ, αν υπήρχε τρόπος να του χώσεις διάφορα υλικά μέσα στο κεφάλι, κρεμμύδια, σκόρδα, ρεβίθια, μαϊντανό, ξηροκάρπια, λάδια κ.λπ., μετά από ελάχιστη ώρα θα έβγαινε μέσα από το στόμα του μία βελούδινη κρέμα-μους ακριβού εστιατορίου.
Ο Μένιος πίεσε τον εαυτό του να συνειδητοποιήσει επιτέλους την τραγικότητα της περίστασης, μπήγοντας τα νύχια του στα μπράτσα της πολυθρόνας. Έγειρε ελαφρώς το κεφάλι του προς τα κάτω με ύφος δραματικό, προσπαθώντας να δείξει όσο πιο στενοχωρημένος γινότανε. Προσπάθησε να επικεντρωθεί στην αρνητική πλευρά της κατάστασής του. Βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της χειρότερης μορφής καρκίνου. Αυτός, ένας νεότατος άνθρωπος. Κι αυτή ήταν ίσως η τελευταία φορά που καθότανε σε αυτό το γιατρείο. Θα ερχόντουσαν σιγά σιγά οι φριχτοί πόνοι. Η ταλαιπωρία. Η αδιαθεσία. Ζαλάδες. Ατέλειωτα ξερατά. Ο φόβος. Θα έλιωνε μέρα τη μέρα. Θα έχανε τις δυνάμεις του. Δεν θα μπορούσε να φάει. Και θα πέθαινε σε κάποιο νοσοκομείο. Σκελετός και τρομαγμένος. Ο Μένιος, με βαθιά προσήλωση σε όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις, κοίταξε τον γιατρό του με ένα βλέμμα γεμάτο ειλικρινή και βαθύ πόνο, κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι του και αναστέναξε βαριά.
«Μ’ αρέσει που σκεφτόμασταν με την Ντίνα να βάλουμε μπρος και για κανένα παιδί».
Και μόλις το είπε αυτό κόντεψε να του κοπεί η αναπνοή από το πολύ γέλιο. Κόντεψε να γίνει ένα με το πάτωμα. Έφαγε στην κυριολεξία μέρος της πολυθρόνας, δάγκωσε χαλί και κραύγασε από τα βάθη της κοιλιάς του. Και συνέχισε απτόητος, γελώντας με την ψυχή του.
«Και η Ντίνα προχτές μου είπε, μήπως κάνουμε χωριστά διακοπές τα Χριστούγεννα. Να πήγαινα εγώ με τους κουμπάρους στο Καρπενήσι για να μην φάω στη μάπα τους δικούς της. Αλλά ότι εκείνη έπρεπε να πάει Χριστούγεννα στους γονείς της, γιατί ποιος ξέρει μπορεί να ήτανε και τα τελευταία τους Χριστούγεννα. Γιατί ο πατέρας της είχε όλο κάτι πονάκια τελευταία και πάθαινε ιλίγγους, χα χα χαχαχα. Αχ Παναγία μου, σε καλό μας. Χαχαχαχαχαχα. Σε καλό μας, ρε γιατρέ, σήμερα».
Ο γιατρός δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. Άρχισε κι αυτός να ελευθερώνεται, άρχισε κι αυτός να γελάει. Στην αρχή με το στόμα κλειστό και μόνο ανεβοκατεβάζοντας τη χοντρή του κοιλιά. Σιγά σιγά όμως άφησε το γέλιο του ελεύθερο, έλυσε και τη γραβάτα του και άρχισε να κοπανάει τα χέρια του στο γραφείο του γελώντας σαν τρελός.
«Ακούς, γιατρέ» συνέχισε ο Μένιος με δάκρυα στα μάτια από τα γέλια. «Λέει η Ντίνα χτες, να φροντίσω, λέει, κι αυτά τα ένσημά μου, να δούμε μήπως καταφέρω να πάρω τη σύνταξη πριν τα εξήντα μου, αχ, Παναγία μου, χαχαχαχαχαχα, σε καλό μας σήμερα, ρε γιατρέ».
Ο Μένιος είχε πέσει στο πάτωμα και κοπανούσε το κεφάλι του πάνω στη δερμάτινη πολυθρόνα.
Ο ψυχίατρος, ο κύριος Αργυρόπουλος, είχε χωθεί ολόκληρος κάτω από το γραφείο του και κόντευε να πάθει ασφυξία από το πολύ γέλιο. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Διπλωμένος στα δύο, πού και πού μόνο έλεγε ουρλιάζοντας «να ’σαι καλά, ρε Μένιο, να ’σαι καλά, ρε αγόρι μου».
Και με το που συνειδητοποιούσαν και οι δύο αυτή τη φράση του γιατρού, ξεραίνονταν στο γέλιο και στην τσιρίδα. ●
Φωτό: Χριστίνα Γεωργιάδου