- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Διαβάζεται ακούγοντας αυτό:
Στην Αθήνα τις συναντούσα νωρίς το πρωί στις στάσεις των λεωφορείων. Είχαν πιασμένα τα μαλλιά τους κότσο. Η τσάντα τους φθαρμένη, ήταν σφιχτά δεμένη πάνω στο στήθος τους. Το βλέμμα τους αχανές. Σε ρωτούσαν αν πέρασε το 34 και το 35. Και ύστερα κρέμονταν από τις κίτρινες πιάστρες των λεωφορείων και αιωρούνταν ανάμεσα στους επιβάτες. Άλλοτε τις έπαιρνε ο ύπνος πάνω στα τζάμια, αλλά αυτά στην πρώτη απότομη στροφή του οδηγού τραντάζονταν και εκείνες ξύπναγαν απότομα, λες και είχαν δει εφιάλτη. Οι περισσότερες ήταν ξένες. Γυναίκες για όλες τις δουλειές.
«Είμαι μαθηματικός και είμαι από την Πολωνία», «έχω σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών του Καΐρου». «Ο γιός μου είναι 5 χρονών και είναι στη Βουλγαρία με τους γονείς μου», «ο άνδρας μου έμεινε στη Γεωργία και εγώ ήρθα εδώ». «Είμαι από τη Νιγηρία. Κατάφερα και γλύτωσα από τον διακινητή μου». Τις κοιτάζω. Καθηλωμένες σε μια θέση λεωφορείου, να μεγαλώνουν ξένα παιδιά και να τα αγαπούν όπως τα δικά τους. Εκεί σωριασμένες, χωρίς να αναρωτιούνται για το πώς θα είναι το δικό τους το μετά. «Σε ποια στάση είμαστε;», «Έχω αργήσει», «Τι ώρα είναι;».
Θυμήθηκα μια παλιά κινηματογραφική ταινία του 2006, το «Paris, je t'aime» (Παρίσι, σ' αγαπώ), η οποία αποτελείται από 18 διαφορετικές ιστορίες γυρισμένες από διαφορετικούς σκηνοθέτες. Οι ιστορίες αφορούν τις ζωές των ενοίκων των 20 διαμερισμάτων του Παρισιού. Από όλες τις ιστορίες έχω συγκρατήσει μέσα στο μυαλό μου μια συγκεκριμένη. Μακριά από το 16ο διαμέρισμα ζει μια νεαρή μητέρα. Πριν καν ξημερώσει βρίσκεται στο δρόμο, πηγαίνοντας να αφήσει το παιδί της σε ένα δημόσιο κέντρο φροντίδας. Το βάζει σε μια από τις πολλές άσπρες κούνιες, που υπάρχουν στο χώρο. Το παιδί αντιλαμβάνεται την έστω προσωρινή εγκατάλειψη της μητέρας του και αρχίζει να κλαίει. Η Άννα, έτσι λένε την ηρωίδα, επιστρέφει πίσω και του τραγουδάει ένα παιδικό τραγούδι στα ισπανικά. Εκείνο ηρεμεί και εκείνη φεύγει βιαστικά. Αλλάζει συγκοινωνίες και από το ένα άκρο της πόλης, που είναι γεμάτο με τις εργατικές κατοικίες του Λε Κορμπυζιέ φτάνει στην 3η πλουσιότερη περιοχή της Γαλλίας, στο 16ο διαμέρισμα. Εκεί γίνεται η παρένθετη μητέρα του παιδιού της πλούσιας εργοδότρια της, που και εκείνη αφήνει το παιδί της για να πάει στη δουλειά της. Δε βλέπουμε ποτέ το πρόσωπό της. Μόνο ακούμε τη φωνή της. Ζητάει από την Άννα να μείνει παραπάνω ώρες. Οι δυο γυναίκες δε συναντιούνται ποτέ για να καταλάβουμε τη δυναμική της σχέσης τους. Η Άννα όμως υποτακτικά απαντάει «ναι», αν και το πρόσωπό της δυσανασχετεί. Το παιδί κλαίει, αλλά η γαλλίδα μητέρα του δε θα επιστρέψει για να το καθησυχάσει. Η Άννα όμως πάει κοντά του και του τραγουδάει το ίδιο τραγούδι που τραγούδησε στο δικό της παιδί λίγες ώρες πιο μπροστά.
Έψαξα να βρω και στην Αθήνα γυναίκες σαν την Άννα. Ήθελα να γράψω ένα κείμενο για αυτές και για τη ζωή τους, για τη γυναικεία μετανάστευση, για το πώς καθορίζει ο χώρος και οι αποστάσεις τις σχέσεις των ανθρώπων, για τη δανεική μητρότητα. Μπορείς άραγε να γίνεις η μητέρα ενός ξένου παιδιού; Οι περισσότερες όμως αρνήθηκαν να μου μιλήσουν επώνυμα. «Τι το ενδιαφέρον έχει η ζωή μου», αναρωτήθηκαν. Για αυτές όλα είναι δουλειά σπίτι και ύστερα πάλι δουλειά. Κάθισα μαζί τους ώρες. Συζητήσαμε για τις προηγούμενες ζωές τους. Και οι ρόλοι ξαφνικά αντιστράφηκαν. Άρχισαν αυτές να μου κάνουν ερωτήσεις. «Έχεις παιδιά;», «πιστεύεις στον Θεό;». Όλες μου έδωσαν ψεύτικα ονόματα. Μου είπαν ότι σήμερα είναι η Μαρία, αύριο η Κατερίνα και τα Σάββατα η Μαργαρίτα. Όλα ελληνικά κανένα που να θυμίζει την καταγωγή τους. Παρατήρησα τα χέρια τους. Ήταν σκληρά και άγρια όπως το πρόσωπό τους. Χαμένη αθωότητα. Τις Κυριακές μόνο θυμούνται το όνομά τους. Όλες τους φορούν τα καλά τους. Βάζουν κραγιόν στα χείλη και ρουζ στα μάγουλα, και κάνουν βόλτες στην πόλη. Κάθονται στα παγκάκια και βλέπουν τον κόσμο να περνά. Ταΐζουν τα περιστέρια, βγάζουν φωτογραφίες και τις στέλνουν στους δικούς τους.
Γυναίκες μόνες, τις βλέπω κάθε μέρα στις στάσεις των λεωφορείων, των τρόλεϊ και των τραμ. Αφηρημένες κοιτούν το βάθος του δρόμου, σε ρωτούν αν πέρασε το 34 και το 35, φορούν ένα φουλάρι γύρω από το λαιμό και ένα τσιμπιδάκι πεταλούδα στα μαλλιά.