Life

Νυχτερινά δρομολόγια

Αυτή τη φορά το ραντεβού ήταν μέσα στο νυχτερινό λεωφορείο 500

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 231
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυτή τη φορά το ραντεβού ήταν μέσα στο νυχτερινό λεωφορείο 500, που κάνει όλη τη νύχτα τη διαδρομή Κηφισιά - Πειραιάς κι αντίστροφα. Η Μαρίκα μού είχε πει να την περιμένω στην πρώτη στάση της οδού Αθηνάς, αφού το λεωφορείο στρίψει από Ερμού. Έτσι και έκανα. Με περίμενε στα πίσω καθίσματα, όπως πάντα. Μου είχε κρατήσει και θέση, σα να ήμασταν στο σινεμά. Κάθισα δίπλα της. «Καλημέρα» είπε. «Καλημέρα» απάντησα. «Θέλεις;»
«Δε θέλω τίποτα, παρά μόνο το γνωστό, όπως πάντα. Τίποτα παραπάνω» με διέκοψε.
«Καλά, μην αρπάζεσαι. Να τα 35 ευρώ». Δεν υπήρχε περίπτωση να θελήσει τίποτα περισσότερο, λίγα χρήματα παραπάνω, ένα σάντουιτς, να πάμε κάπου να φάμε μαζί, τίποτα. Η προσωποποίηση της αξιοπρέπειας. Και τα λεφτά αυτά τα έπαιρνε, μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούσα να της φέρω το μηνιαίο κουπόνι ο ίδιος, αφού έπρεπε να έχει την κάρτα απεριορίστων διαδρομών συνεχώς επάνω της.

Η Μαρίκα περνούσε όλη τη νύχτα είτε στο λεωφορείο 500, είτε σε μια από τις άλλες γραμμές των λεωφορείων και των τρόλεϊ που δεν σταματάνε όλη νύχτα (έτσι γνωριστήκαμε εξάλλου, στο Βύρωνας - Πατήσια). Εδώ κοιμότανε, στη δροσιά των ανοιχτών παράθυρων το καλοκαίρι, στη ζέστη του κλιματισμού το χειμώνα. Την ημέρα έπαιρνε διάφορες άλλες συγκοινωνίες και πήγαινε παντού σ’ όλη την πόλη, όπου της ερχότανε. Αυτή ήταν η ψυχαγωγία της και συγχρόνως ο τρόπος να περνάει το χρόνο της. Ήξερε κάθε δρομολόγιο με το κάθε αστικό συγκοινωνιακό μέσο. Κάθε στάση, κάθε αφετηρία. Με τα χρόνια είχε μάθει και πολλούς από τους οδηγούς. Είχε μάθει και τους ελεγκτές, και θα μπορούσαν να μην την ελέγχουνε καθόλου, εκείνη όμως απαιτούσε (ήμουν παρών δυο τρεις φορές) να το κάνουν κανονικά, ώστε να δείχνει την κάρτα της και να μη χρωστάει υποχρέωση σε κανέναν. Ήξερε σαν την τσέπη της την πόλη. Η πόλη ήταν ανεξάντλητη, πάντα έβρισκε νέα μέρη να πάει ή, αν «δίπλωνε» κάποιο μέρος, έβλεπε τις πολλές του αλλαγές. Ήξερε τις δημόσιες τουαλέτες και τις χρησιμοποιούσε κατά κόρον.

Αυτό το βράδυ την κοίταξα κλεφτά κι έκανα για μια ακόμα φορά τη σκέψη ότι, όποιος και να την έβλεπε, δεν θα καταλάβαινε ότι η εβδομηντάρα αυτή γυναίκα ήταν άστεγη και συνήθως άνεργη, αν όχι και συνειδητά άεργη. Ντυμένη με παλιά αλλά ακέραια ρούχα, έδινε πάντα την εντύπωση της παλιάς περηφάνιας. Ποτέ δεν ζητιάνευε, ποτέ δεν παρακαλούσε, ποτέ δεν ήταν βρόμικη. Πολύ δεν μιλούσε. Η προσωποποίηση της αυτάρκειας. Χρησιμοποιούσε πολύ σοφά τα 220 ευρώ του φιλανθρωπικού επιδόματος: τα μοίραζε ανάμεσα στη σίτισή της και στο “Ritz”, ξενοδοχείο πέμπτης κατηγορίας (ελλείψει έκτης) στη Βικτώρια. Εκεί μια φορά τη βδομάδα έπιανε ένα δωμάτιο, πλενόταν, λουζόταν, έκανε την τουαλέτα της, έπλενε και τα ρούχα της. Μετά άφηνε τα λιγοστά υπάρχοντά της σε μια αποθήκη του ξενοδοχείου και ξεκινούσε πάλι το αέναο τριγύρισμά της στην πόλη, πρωί βράδυ. Μια φορά το μήνα έβαφε μόνη της τα μαλλιά της, μια φορά το χρόνο πήγαινε στο κομμωτήριο και κουρευόταν. Πού και πού καθάριζε σπίτια και συμπλήρωνε το εισόδημά της. Δεν είχε σπίτι, νοίκι, κινητό, αυτοκίνητο. Δεν είχε ορατούς συγγενείς ή φίλους, ούτε φανερή περιουσία.

Είχα αναπτύξει τη θεωρία ότι δεν ήθελε επαφές, γιατί δεν γούσταρε να δουν οι άλλοι (ποιοι άλλοι;) την πτώση της. Αλλά δεν μπορούσα να ξέρω. Γιατί για τον παλιό καιρό, ποτέ δεν έλεγε λέξη. Ιδέα δεν είχα για τόπο καταγωγής, οικογένεια, πρότερη εργασία, αιτία της τωρινής κατάστασης. Ούτε καν αν υπήρχε στ’ αλήθεια «πτώση» δεν ήξερα.

«Πού πήγες αυτές τις μέρες, Μαρίκα;» ρώτησα καθώς το λεωφορείο έφτανε στην Ομόνοια. « Είδα ένα ταβερνάκι στη μικρή πλατεία του Κολωνού, τον «Οικονόμου» παλιό, δεν ξέρω πόσο. Έμαθα ένα μέρος στο Αιγάλεω που το λένε Λιούμη. Τριγύρισα στον ΟΔΔΥ, στο νεκροταφείο αυτοκινήτων. Πήγα στην παλιά αγορά του Πειραιά. Βρήκα κι ένα μικρό καταρράκτη στην Πεντέλη»
«Καταρράκτη; Και πάει λεωφορείο εκεί;»
«Ναι, αλλιώς πώς θα τον έβρισκα; Σου τα ’γραψα, αυτά και μερικά άλλα, να μην τα ξεχάσω» συνέχισε η Μαρίκα, τείνοντάς μου ένα χαρτί.

Πήρα το χαρτί με τις περιηγητικές πληροφορίες. Από τα γράμματά της δεν μπορούσες να βγάλεις άκρη για το μορφωτικό της επίπεδο: αλλού στρωτά, αλλού βιαστικά, αλλού καθαρά, αλλού με μουτζούρες, χωρίς ιδιαίτερες ανορθογραφίες πέρα από του μέσου ανθρώπου. «Σ’ ευχαριστώ», της είπα. «Τίποτα» απάντησε. Τη ρώτησα μερικά πράματα διευκρινιστικά για τις σημειώσεις της και σημείωσα τις λεπτομέρειες που μού είπε. Είχα υλικό για τρεις τουλάχιστον “City Lover”. Τη στήλη μας.
«Πήρες την εφημερίδα προχτές;» τη ρώτησα.
«Ναι. Ωραία τα ’γραψες, μπράβο. Ωραία τα γράφετε»
«Μη χάσεις το επετειακό φύλλο του Οκτώβρη»
«Γιατί επετειακό;»
«Έχουμε γενέθλια. Κλείνουμε πέντε χρόνια. Και θα ’χεις και συ ένα δώρο»
«Δε θέλω τίποτα, πάλι τα ίδια; Μου δίνεις το κουπόνι, σου δίνω αυτά που ψάχνεις. Μου φτάνει αυτό, δε θέλω άλλα. Σταμάτα, γιατί θα πάψουμε να βρισκόμαστε»
«Δεν θέλω να σου δώσω τίποτα παραπανίσιο, είπαμε, μην αρπάζεσαι» προσπάθησα να την καλμάρω, ενώ εκείνη συνέχισε να με κοιτάζει ενοχλημένα. «Το δώρο σου δεν θα το πάρεις, θα το διαβάσεις μέσα στην εφημερίδα. Θα το διαβάσουν κι όλοι οι άλλοι, Μαρίκα.
Όλη η Αθήνα θα το διαβάσει».