Life

Άγρια εξοχή

Πώς να περιγράψεις τόση ομορφιά;

Δήμητρα Γκρους
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

(Θα προσπαθήσω)

Καταπράσινες βουνοπλαγιές που στο τελείωμά τους καταλήγουν σε κάθετους επιβλητικούς βράχους που ρίχνονται στη θάλασσα. Ένας στενός εξοχικός δρόμος με στάχυα και αγριολούλουδα στο κέντρο και το δάσος να ξεχύνεται χυμαρρώδες κι από τις δυο (επικλινείς) πλευρές. Περπατάς παράλληλα με τη βραχώδη ακτογραμμή και κοιτάς αποσβολωμένος, ακολουθώντας το τελευταίο φως του ήλιου που πέφτει πίσω από το βουνό. Είναι απόγευμα.

Ιστοί αράχνης κλείνουν το δρόμο κι αν δεν θες να διαταράξεις την τάξη της φύσης πρέπει να σκύψεις για να περάσεις. Μια πράσινη ακρίδα, τέλεια καμουφλαρισμένη πάνω στον πράσινο μίσχο ενός αγριόθαμνου, γλιστράει σε αραχνοΰφαντο ιστό. Και πιάνεται. Παρατηρούμε τη μάχη, σαν ντοκιμαντέρ του National Geografic. Η αράχνη πλησιάζει αργά κι αρχίζει να κόβει βόλτες γύρω από το θύμα της, όμως είναι αρκετά μικρότερη και δεν αποφασίζει να επιτεθεί. Η ακρίδα προσπαθεί να βαδίσει ξεκολλώντας με κόπο σε κάθε βήμα τα εύθραυστα λεπτά της πόδια από το κολλώδες νήμα που την κρατά δέσμια, κατευθυνόμενη αργά αλλά σταθερά προς την άκρη. Μπαίνουμε στον πειρασμό να παρέμβουμε, σαν από μηχανής θεοί, όμως όχι, την αφήνουμε, φαίνεται να τα καταφέρνει. Μόνο μια μικρή βοήθεια στο τέλος, αμελητέα. Θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει το μέρος της αράχνης, σκέφτομαι, ήταν το γεύμα της, όχι; Αντανακλαστικά παίρνεις το μέρος του πιο αδύναμου. Εδώ δεν ισχύει αυτός ο νόμος, υπερισχύει ο πιο ικανός...

Ο αέρας πάλλεται από τον ήχο εναέριων διαδρομών που σχηματίζονται άναρχα, με κάθε είδους έντομα να πετούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι μέλισσες μαζεύουν γύρη από τα άνθη, στο σώμα τους έχουν ειδικές αποθηκευτηκές θέσεις. Η παρουσία τους είναι ευλογία για τον τόπο, για κάθε τόπο. Αρχέγονα πλάσματα, εμφανίστηκαν στη γη πριν από πολλά εκ. χρόνια, κι όχι μόνο, ένα συντριπτικό ποσοστό της άγριας βλάστησης αλλά και όσων τρώμε εξαρτώνται από αυτές. Αν εξαφανιστούν, θα εξαφανιστούμε κι εμείς. Το είχε πει ο Αϊνστάιν, όπως κι εκείνος ο παππούς στο ντοκιμαντέρ*, που ήταν κι αυτός σοφός. «Εγωωώ, που είμαι άααγριος άνθρωπος... και λογικοοός» είπε τονίζοντας τις λέξεις και δίνοντας έμφαση στην παράδοξη συνεπαγωγή του, «έεεχω να πω πως οι μέεελισσες και τα μυρμηηήγκια είναι η αρχή και το τέλος της... ανθρωποοότητας». Και με άφησε με την απορία. Τι τόσο σημαντικό κάνουν τα μυρμήγκια; Κάθομαι σε βαθύ κάθισμα και τα παρατηρώ. Ζουν σε εξελιγμένες κοινωνίες μέσα σε τρύπες κάτω απ’ τη γη, με θαυμαστό καταμερισμό εργασίας. Ακούραστοι εργάτες κουβαλούν βάρος υπερδιπλάσιο του δικού τους, μεταφέροντας προμήθειες στη φωλιά. Σκέφτονται την επόμενη μέρα. Στην είσοδο στέκεται ένα, άγρυπνος φρουρός. Φέρνει βόλτες νευρικά ακονίζοντας τις δαγκάνες του κι αν νιώσει κίνδυνο αμέσως καταφθάνουν ενισχύσεις. Για φαντάσου, τα μυρμήγκια, λέει, έχουν πολύ αναπτυγμένη την ικανότητά τους να επικοινωνούν μεταξύ τους, όπως και να επιλύουν περίπλοκα προβλήματα. Περίπου όπως κι εμείς, δηλαδή, αναλογίζομαι με μια λεπτή δόση ειρωνίας, αλλά το παίρνω γρήγορα πίσω. Γιατί;... δεν είναι λίγα τα επιτεύγματα των ανθρώπων, άσε που έχουμε κι αυτή την ικανότητα βούλησης. Εδώ όλα λειτουργούν μέσω ενός φυσικού προγραμματισμού. Γυρίζω το κεφάλι αργά και κοιτάζω γύρω μου, σε κάθε σπιθαμή του χώρου κάτι κινείται, άπειρα ίχνη ζωής παντού...

Αφουγκράζομαι τους ήχους και τα χρώματα ενός κόσμου με χιλιάδες πλάσματα, ενός μικρόκοσμου που ζει και αναπαράγεται σε ένα δικό του χρόνο. Κάμπιες μεταμορφώνονται σε πολύχρωμες πεταλούδες που πετούν ανάλαφρα, σαν να αιωρούνται, σκαθάρια και έντομα κάθε λογής, πλάσματα που ούτε φτάνει το βλέμμα σου να τα διακρίνει κι όμως τόσο τέλεια στην κατασκευή και τη λειτουργία τους, με δικούς τους κώδικες ζωής και θανάτου. Ένας κόσμος γεμάτος εχθρούς και φίλους, κινδύνους και χαρές, με μια ανείπωτη ποικιλία έμβιας ζωής.

Κάπου στη γη, κρυμμένος, υπάρχει ένας απέραντος κόσμος μεγάλος σαν πλανήτης. Τα αγριόχορτα μοιάζουν με πυκνές ζούγκλες, τα πετραδάκια γίνονται βουνά, ακόμα κι ένας νερόλακκος παίρνει διαστάσεις ωκεανού. Κι ο χρόνος τρέχει διαφορετικά... Μια ώρα είναι σαν μια μέρα, μια μέρα σαν μια εποχή, μια εποχή είναι μια ολόκληρη ζωή. Αλλά για να πλησιάσουμε αυτόν τον κόσμο, πρέπει να μάθουμε να σιωπούμε και να ακούμε τους ψιθύρους του... *

Δεν είμαστε παρά γιγάντιοι εισβολείς που, παρά τις καλές μας προθέσεις, σε κάθε βήμα σκορπίζουμε σύγχυση και πανικό. Κι ας έχουμε το νου μας, κι ας προσέχουμε... Μοιάζουμε δυσανάλογα μεγάλοι, γι’ αυτό ίσως και όχι τόσο ταιριαστοί.

Κι όμως, ποιος δεν το νιώθει;

Η φύση είναι συγκινητική.

Αν το νιώσεις, σε συνεπαίρνει...

Τότε στρέφεις το βλέμμα απ’ τον κόσμο το μικρό κι αλλάζεις προοπτική, για να σου ανοιχτεί ένας άλλος, θαυμαστός κι αυτός αλλά πραγματικά μεγάλος. Καθώς συνεχίζεις τον περίπατο, το περίγραμμα της ακτογραμμής που πέφτει κατακόρυφα στη θάλασσα μαζί με το απέραντο γαλάζιο εμφανίζονται μεγαλοπρεπώς σε σημεία, ύστερα από μικρές ανηφοριές που ακολουθούνται από κατηφορικές κλίσεις. Δεν μπορείς εκεί παρά να σταματήσεις για να αγναντέψεις τον ορίζοντα, τόσο απλωμένος που διαγράφει την καμπυλότητα της γης. Κι η θάλασσα αναδύεται πλατιά, με τόσα παιχνιδίσματα του μπλε και του γαλάζιου που θες να μείνεις για πάντα εκεί, να την κοιτάς από ψηλά, υψώνεται σαν τοίχος συμπαγής, υδάτινος, που χάνεται στον ουρανό. Κι όταν απόφαση το παίρνεις να προχωρήσεις, νιώθεις να σφίγγεται η καρδιά που την αποχωρίζεται το βλέμμα – μα πάλι γρήγορα ησυχάζεις και ξεχνιέσαι, γιατί δεν μένει μόνο. Καθώς γυρνάει, χάνεται αλλού, σε άλλες ομορφιές.

Η ώρα περνά. Όσο προχωράς στη ρεματιά η ησυχία σε ρουφά αφήνοντάς σε σιωπηλό, παρασυρμένο από μια αίσθηση υποταγής σε ό,τι σε περιβάλλει. Μόνο οι ήχοι κάθε λογής πουλιών αντιλαλούν στις κατάφυτες όχθες της πλαγιάς, που είναι πυκνές σαν ζούγκλα αδιαπέραστη και μόνο τα πουλιά χωρούν στις φυλλωσιές με το κελάηδισμά τους. Κι έτσι αόρατα την ησυχία στολίζουν με κρυστάλλινες φωνές που, όπως αντανακλώνται, επιστρέφουν με χίλιους ήχους να αντηχούν, σαν μουσική, που απλώνει τη μαγεία της στο πουθενά της άγριας εξοχής. Με τόσα δώρα χαρισμένα στις αισθήσεις, παίρνεις βαθιά ανάσα και πλημμυρίζεις, άνθρωπε της πόλης, που τόσα έχεις ξεχάσει κι έχεις απαρνηθεί. Ίσως αν δεν φορούσαμε ρούχα και παπούτσια, αν τριγυρνούσαμε γυμνοί, χωρίς στολίδια και αξεσουάρ, ίσως τότε να ήμασταν πιο ταιριαστοί εδώ, κάνω τη σκέψη και παρατηρώ που...

Όσο πέφτει το φως όλα αλλάζουν, πάνε να γίνουν σκοτεινά και υγρά, μυστηριώδη. Οι τελευταίες αναλαμπές των ηλιαχτίδων τραβούν το μάτι με μια ελπίδα για ακόμα λίγο πράσινο που αστράφτει σε σημεία, δροσοσταλίδες που λάμπουν καθώς κατρακυλούν σε πέταλα από άνθη λουλακί που όμοιά τους δεν έχεις ξαναδεί. Φυτρώνουν σε συστάδες μαζί με παπαρούνες, ανεμώνες και κυκλάμινα πλάι σε δέντρα αιώνων, κι είναι τόσο περίτεχνη και εύθραστη η αρχιτεκτονική τους που θέλει χρόνο κι αφοσίωση για να τα αποτυπώσεις στο μυαλό. Αγριελιές, πεύκα και έλατα, πουρνάρια, καρυδιές, δάσος αρχέγονο. Νερά κρυστάλλινα, βαθιά, άξια για να τα κολυμπήσουν όσοι έχουν θάρρος μόνο, και μονοπάτια που ζώα τα περπατούν, άγρια κατσίκια, χελώνες και λαγοί, αλεπούδες, άκακα ποντικόφιδα και οχιές με ρόμβους από χρώματα στο λεπτοκαμωμένο,  γλιστερό τους σώμα που ξαποσταίνουν σε πέτρες και κλαδιά. Κι έτσι όπως νιώθεις μακριά απ’ το βλέμμα του πολιτισμού και των ανθρώπων κι έχεις το γυρισμό να σε βαραίνει, ακούγοντας το κρώξιμο άγριων πουλιών που προαναγγέλλουν τον ερχομό της νύχτας, παίρνεις το δρόμο της επιστροφής...

Κι όπως ανηφορίζεις και σταματάς στα ίδια μέρη για να θαυμάσεις τον ορίζοντα να απλώνει μια τελευταία φορά, με άλλο φως γι’ αυτό και άλλο βλέμμα, έρχονται σκέψεις στο μυαλό που σε ρωτούν: Πώς πίστεψαν οι άνθρωποι πως είναι πάνω απ’ όλα, πώς και ξεχώρισαν τη φύση τους και την υπόστασή τους από την πλάση όλη; Το ’βαλαν πείσμα να την καθυποτάξουν κι άνανδρα τη βασάνισαν, τα πλάσματά της δεν σεβάστηκαν, τις μέλισσες δεν θαύμασαν και τα μυρμήγκια, τον θαυμαστό τους κόσμο. Και νιώθεις ξαφνικά το κρίμα να σε βαραίνει, άνθρωπε της πόλης, το παράπονο. Κι αναρωτιέσαι, ποιος δεν φοβήθηκε τον κεραυνό, την αστραπή και τη βροντή, την καταιγίδα, την άγρια νύχτα στο βουνό, πώς και νομίσαμε πως όλα αυτά φτιαχτήκανε για μας, για ιδία χρήση; Περιφρονώντας την ομορφιά ετούτη που ερήμην μας ανθεί σε ένα δικό της χρόνο, στον κόσμο των πλασμάτων της που άλλα τις νύχτες σβήνουν για να ξυπνήσουν την αυγή, κι άλλα τις σκοτεινές τις ώρες ξαγρυπνούν και σεριανίζουν... Τα πέταλα των λουλουδιών γυρίζουν προς τα μέσα για να αποκοιμηθούν, κι έτσι όπως σκέφτεσαι τη δύναμη της φύσης σκιάζεσαι. Ίσως είναι που πέφτει το σκοτάδι... Όχι μόνο, τούτες οι σκέψεις είναι φυσικές, όπως κάθε τι άλλο εδώ, γιατί σε τέτοιο τόπο νιώθεις μικρός, ασήμαντος, δέος αισθάνεσαι για ό,τι σε περιβάλλει. Σκέφτεσαι τη ζωή στην πόλη σαν κάτι μακρινό και ξένο, αποκομμένο, μα έχεις την άγρια φύση να σε περιβάλλει και νιώθεις τυχερός...

* «Ο πλανευτής του Γράμμου» του Βαγγέλη Ευθυμίου είναι ένα (βραβευμένο) ντοκιμαντέρ που αναδεικνύει το ρόλο των μελισσών για τη λειτουργία του πλανήτη. Εκεί, στον Γράμμο, ζει εδώ και 80 χρόνια ο κυρ-Σωτήρης, που κάθε φθινόπωρο ξεκινάει ένα δύσκολο ταξίδι αναζητώντας άγριες μέλισσες στο δάσος.

* «Μικρόκοσμος», των Κλοντ Νουριτσάνι & Μαρί Περενουμία. Μία ώρα και ένα τέταρτο σε έναν άγνωστο πλανήτη: τη Γη, που ξαναανακαλύφθηκε στην κλίμακα του εκατοστού. Οι κάτοικοί της, φανταστικά πλάσματα: τα έντομα και άλλα ζώα της χλόης και του νερού. Τα τοπία της: τα αδιαπέραστα δάση που σχηματίζουν οι τούφες της χλόης ή οι μεγάλες σαν μπαλόνια σταγόνες της δροσιάς... Αυτός ο λιλιπούτειος κόσμος κινηματογραφήθηκε με τη βοήθεια που προσέφεραν οι κατασκευασμένες ειδικά για αυτή την ταινία μικροκάμερες...