- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η παραλία έχει μόνο ένα μίνι-μάρκετ, φέρνει τις εφημερίδες στις τρεισήμισι. Κάθε μεσημέρι μαζεύεται η μικρή ουρά και περιμένει στωικά. Οι ντάνες ανοίγονται μια-μια για κάθε φύλλο, πρώτα οι αθλητικές, αργά και βασανιστικά, είναι δεκατρείς από μόνες τους. Μετά έρχεται η σειρά των πολιτικών. Η μικρούλα που κρατάει το μαγαζί, κόβει με το κοπίδι, στοιβάζει ντάνες επαγγελματικά. Ο κύριος δίπλα μου ξεφυσάει, είναι εκτός πραγματικότητας το παιδί μουρμουράει, δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει. Είναι καμιά δεκαπενταριά πριν από μας στην ουρά, αγοράζουν ο καθένας ένα Σπορ κάτι ή ένα Γκολ έτσι ή και τα δυο μαζί και φεύγουν. Όταν φτάνει η σειρά μας είμαστε οι πρώτοι που αγοράζουμε πολιτικό φύλλο. Μήπως η πιτσιρίκα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα απ’ ότι νομίζετε; τον ρωτάω. Με κοιτάει μπερδεμένος, κουνάει το κεφάλι του. Ξέρετε, έβγαζε μάτια χτες στην προπόνηση ο Μπαμπαγκίτα, τον αποτελειώνω, παίρνω την εφημερίδα και βγαίνω. Πόσες διαφορετικές πραγματικότητες βλέπουν οι άλλοι; 13 αθλητικές εφημερίδες για το πιο ανιαρό πρωτάθλημα είναι αστείο, αλλά η ζωή είναι πολύ μικρή για να είμαστε αδιάλλακτοι. Πιο πολύ μ’ ενοχλεί που στην ουρά δεν υπήρχε ούτε μια γυναίκα, κι ας αγόραζε «Φίλαθλο».
Το βράδυ σ’ ένα σπίτι στο βουνό σαν καταφύγιο, έξω τα φώτα των απέναντι νησιών, μέσα μια ανοιχτή τηλεόραση δείχνει Τσάμπιονς Λιγκ. Καράβια φωτισμένα στο σκοτάδι ταξιδεύουν για το Νότο. Ένα τηλεσκόπιο στραμμένο στον ουρανό, έχει πανσέληνο. Μέσα θόρυβος ξαφνικός, μπήκε γκολ. Μια γυναικεία φωνή λέει, εγώ ενηλικιώθηκα ποδοσφαιρικά με τον Λυμπερόπουλο. Πόσες διαφορετικές πραγματικότητες υπάρχουν;
Τι να ‘ρθω να κάνω στο μπαρ; Εγώ ότι ψάχνω το έχω βρει, λέει και ακουμπάει αυτάρεσκα και λίγο κυριαρχικά στην αγκαλιά του συζύγου της κοιτάζοντας με αποδοκιμασία όσους ετοιμάζονται με έξαψη για να συναντήσουν τη νύχτα. Μόλις κλείνει η πόρτα κάποιος μουρμουρίζει με περιφρόνηση μέσα απ’ τα δόντια του: ζευγάρια…Οι άνθρωποι δεν είναι ευχαριστημένοι απλώς να κάνουν αυτό που θέλουν. Θέλουν και να αποδείξουν πως αυτό που θέλουν είναι το καλύτερο απ’ όλα, ότι οι ίδιοι είναι καλύτεροι απ’ όλους. Θέλουν να το αποδείξουν πρώτα-πρώτα στον εαυτό τους. Για να ησυχάσουν. Οι επιλογές τους είναι σωστές μόνο αν είναι οι μόνες σωστές, όχι επειδή είναι δικές τους. Οι διακοπές είναι μια ιστορία φονταμενταλισμού της καθημερινής ζωής. Εμείς πήγαμε στο καλύτερο εστιατόριο, στο καλύτερο νησί, στο καλύτερο ξενοδοχείο. Εργένηδες εναντίον παντρεμένων με παιδιά, ταβέρνες εναντίον μπαρ, ελληνικά εναντίον ξένων, νέοι εναντίον γέρων, κρέας ή ψάρι, κόκα κόλα ή λευκό παγωμένο κρασί, παρέες ή ζευγάρια, πιστοί ή μοιχοί, σχέσεις ή one night stand, gay εναντίον straight. Στο γήπεδο μιας μικρής παραλίας, διαφορετικοί τρόποι συμπεριφοράς δίνουν λυσσασμένους αγώνες επικράτησης, με έπαθλο την καθησυχαστική ασφάλεια. Υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν πάντα να αποδείξουν κάτι. Που θέλουν να είναι σίγουροι. Που νοιώθουν ότι οι διαφορετικές επιλογές των άλλων τους αμφισβητούν. Δεν είναι κακοί, είναι απλώς τρομαγμένοι. Αλλά γι’ αυτό είναι και επικίνδυνοι.
Στην αμμουδιά ένα σκυλάκι μωρό παίζει ενθουσιασμένο που ο κόσμος του ξαφνικά μεγάλωσε. Σε πέντε μέρες έχει δει πιο πολλά απ’ όσο στους δυο μήνες της μικρής ζωής του. Τρέχει λαχανιασμένο πάνω κάτω. Γιατί βιάζεσαι; του λέω όταν σταματάει ξεφυσώντας πάνω απ’ την πετσέτα μου. Χουμφ; κάνει με απορία. Αυτός ακριβώς, του λέω, χουμφ. Καταχούμφ.
Το καλοκαίρι είναι ζεστό, τα κορμιά είναι μισόγυμνα, φοράνε μόνο φανελάκια, μαγιό στη θάλασσα. Κοιτάς το σώμα σου, ομορφαίνει και το αγαπάς. Το βράδυ στο μοναδικό μπαρ πίνουν σφηνάκια αμαρέτο, ντραμπούι στρόμπερι, ζαλίζονται, κοιτάνε τις άσπρες γραμμές από τις τιράντες των μαγιό που λάμπουν στο σκοτάδι, άσπρα ξεκούμπωτα πουκάμισα. Το καλοκαίρι είναι πιο δημοκρατικό, είναι λιγότερο ταξικό. Το καλοκαίρι ανήκει στα νιάτα, ξεφτιλίζει σύμβολα επιτυχίας, πλούτου, εξουσίας. Μετράει το τι είσαι, η ομορφιά, η λάμψη, η εξυπνάδα. Το καλοκαίρι είναι επαναστατικό, το καλοκαίρι είναι άγριο για όσους μεγαλώνουν άσχημα.
Ξαφνικά καλοκαιρινή βροχή, χοντρές σταγόνες στη θάλασσα, ξαφνιασμένοι τουρίστες, ούζο με πορτοκάλι, κορίτσια στις ταβέρνες, παίζουν τα μάτια τους αστραφτερά, ο τόνος της φωνής τους σημαίνει ότι αστειεύονται. Η έκφραση των ματιών τους σημαίνει ότι μπορεί και να μιλάνε σοβαρά. Πώς το κάνουν αυτό το κόλπο οι γυναίκες; Έχουν ερωτήσεις, απορίες, τι σκέφτονται οι άντρες; Δεν είμαι αρμόδιος, όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να καταλάβω τι σκέφτονται οι γυναίκες. Στο μπαρ τα καλά κομμάτια πέφτουν στις 4 παρά είκοσι. Πρέπει να μην κοιμάσαι για να προλάβεις τα καλά σ’ αυτή τη ζωή. Δεν έχω πρόβλημα. Εγώ κι ο ύπνος έχουμε χωρίσει φιλικά εδώ και χρόνια. Όταν γυρνάω, με τ’ αφτιά να βουίζουν ακόμα απ’ τη μουσική, διαβάζω το «Αγαπημένο Παιχνίδι», Λέοναρντ Κοέν: Πες μου ένα ποίημα. Άσε με πρώτα να σε δω, της είπε.
Τα γκαράζ των πλοίων είναι σκοτεινά, έχουν θόρυβο, αντιφατικά παραγγέλματα, όλο δεξιά, φρένο, ξεκίνα, αριστερά, στρίψε, οι οδηγίες είναι πάντα λάθος, στη ζωή οι οδηγίες είναι πάντα ανάποδες. Οι φίλες μου φοβούνται τα γκαράζ των πλοίων, παρακαλάνε πάντα έναν άντρα να βάλει το αμάξι στο καράβι. Υπάρχου δυο κατηγορίες γυναικών που μοιάζουν. Αυτές που θέλουν να δέχονται οδηγίες κι αυτές που δεν μπορούν καμία. Στο τραπέζι ακουμπάνε όλοι μαζί τα κινητά τους. Τα κινητά χτυπάνε τραγούδια – μόνο επιτυχίες, όλα διαφορετικά κι όλα ίδια. Άπειρες επιλογές για ομοιομορφία. Διαβάζουν Εσπρέσσο. Μιλάνε δυνατά. Κάποια εποχή οι άνθρωποι μιλούσαν χαμηλόφωνα στους δημόσιους χώρους όχι μόνο επειδή ήθελαν να κουβεντιάσουν χωρίς να τους ακούσουν, αλλά επίσης επειδή αν μιλούσαν μεγαλόφωνα μπορεί να ενοχλούσαν τους ανθρώπους γύρω τους. Τώρα ενδιαφέρονται μήπως περάσουν απαρατήρητοι. Επίσης, δεν λένε τίποτα πια μεταξύ τους.
Στην Αθήνα έχει ζέστη. Κρεμάω το βρεγμένο ακόμα μαγιό, στο μπαλκόνι ένα πεθαμένο περιστέρι με σπασμένη φτερούγα. Το κοιτάζω απαθής.
*Ένα παλιό καλοκαιρινό κείμενο του Φώτη Γεωργελέ που δημοσιεύτηκε το 2005 στο τεύχος 91 της Athens Voice