- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Έξι αληθινές ιστορίες με πρωταγωνιστές πειρατές στο Αιγαίο.
Αν ζούσα στα χρόνια των πειρατών μάλλον θα ήμουν ζητιάνος έξω από κάποιο καπηλειό. Θα ’θελα όμως να είχα γάντζο στο ένα χέρι, να έκλεβα τους πλούσιους και με τα φλουριά τους να αγόραζα κρασί από τους φτωχούς. Μετά, θα κρυβόμουν στην παραλία του Σίμου στην Ελαφόνησο με την αγαπημένη μου μέχρι να τελειώσουν οι προμήθειες και να ανοίξω ξανά πανιά με τους συντρόφους. Αυτά όμως είναι φαντασιώσεις. Αληθινές ιστορίες για τους πειρατές και τους κουρσάρους του Αιγαίου είναι αυτές που ακολουθούν.
Το πειρατικό αγκυροβόλι της Μήλου
Δεν ξέρουμε πώς ήταν μαθημένος ή τι άνθρωπος ήταν ο δυτικός περιηγητής Charles Thomson, όμως περίπου το 1730 που επισκέφθηκε τη Μήλο είχε να το λέει για τις γυναίκες που «έχουν ελευθέρια ήθη και αφροδίσια νοσήματα που οφείλονται στη μακροχρόνια συναλλαγή τους με τους Φράγκους πειρατές» (τον επικαλείται ο Κ. Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα»). Εκατό χρόνια νωρίτερα κι ενώ νησιά όπως η Κύθνος, η Αίγινα, η Μύκονος, η Σάμος, η Ικαρία και η Φολέγανδρος είχαν ερημωθεί πλήρως από τις συνεχείς επιδρομές και λεηλασίες, η Μήλος αποτελούσε ήδη φημισμένο πειρατικό αγκυροβόλι και πειρατικό παζάρι. Εδώ ξεχειμώνιαζαν πειρατές και κουρσάροι και πουλούσαν τα λάφυρά τους, σε ένα σκηνικό ακμής και παρακμής μαζί. Στη Μήλο συνέβη και το πρωτόγνωρο, να στεφθεί ηγεμόνας και διοικητής ένας αρχιπειρατής και, μάλιστα, από τον Λατίνο επίσκοπο. Συνέβη το 1678. Ο πειρατής ήταν ο Ιωάννης Καψής, ο οποίος, όπως λέγεται, ζούσε στο καλύτερο σπίτι του νησιού και κάθε φορά που πήγαινε στη Χώρα είχε μαζί του ένοπλη φρουρά 50 ανδρών. Τρία χρόνια μετά τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον κρέμασαν στην Κωνσταντινούπολη.
*Μια παρόμοια συνύπαρξη ντόπιων με πειρατές, χωρίς όμως το νησί να αποκτήσει την αίγλη και τα πλούτη της Μήλου, παρατηρήθηκε και στη Νάουσα της Πάρου. Όπως αναφέρει ο Ν. Κεφαλληνιάδης στο βιβλίο του «Πειρατεία, κουρσάροι στο Αιγαίο», η Νάουσα τον 17ο και 18ο αι. είναι το αραξοβόλι για τα πειρατικά και τα πληρώματά τους έχουν πλέον αναμειχθεί με τους νησιώτες. Μανιάτες, Κρητικοί, Κεφαλονίτες, Μαλτέζοι, Κορσικανοί και Μαγιορκίνοι ξεχειμωνιάζουν με τα πλοία τους, ζουν με την ντόπια κοινότητα και πολλές φορές δημιουργούν οικογένειες και εγκαθίστανται μόνιμα εκεί.
Μπαρμπαρέζοι και Μαλτέζοι κουρσάροι
Πειρατές ήταν οι κοινοί ληστές της θάλασσας. Κουρσάροι ήταν αυτοί που έπαιρναν γραπτή άδεια από ένα κράτος προκειμένου να χτυπούν στόχους του αντίπαλου κράτους με το οποίο βρίσκονταν σε πόλεμο. Φοβεροί κουρσάροι ήταν οι Μπαρμπαρέζοι και οι Μαλτέζοι, από τον 15ο έως και τον 18ο αι., στη διαρκή σύρραξη χριστιανών και μουσουλμάνων. «Οι Μπαρμπερίνοι κουρσάροι αποτελούν το αρχέτυπο της μεσογειακής πειρατείας. Μπαρμπερίνοι ή Βερβερίνοι, γνωστοί και ως “Σαρακηνοί, Τούρκοι γκροζάροι (κουρσάροι), Αγαρηνοί, Βαρβαρινοί, Μπαρμπαρέζοι”, απαρτίζουν τη θρυλική και τρομερή Μπαρμπαριά. Πρόκειται για τις λεγόμενες “αντιβασιλείες”, τα γνωστά οτζάκια της Βόρειας Αφρικής, που εξαρτήθηκαν τουλάχιστον ονομαστικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (το Αλγέρι από το 1518, η Τρίπολη από το 1551, η Τύνιδα από το 1574) και εκτείνονται από το Μαρόκο μέχρι το Σαλέ, που βρέχεται από τον Ατλαντικό, μέχρι την Τύνιδα, το περιλάλητο “Τούνεζι”». Και οι Μαλτέζοι: «Για να αντιμετωπιστούν τα οργανωμένα κράτη των Μπαρμπερίνων πειρατών ή κουρσάρων, τα χριστιανικά κράτη δημιούργησαν δύο εστίες από όπου διενεργούνταν ο κούρσος ως μόνιμη απασχόληση, οργανωμένη με έναν προηγμένα επιχειρηματικό τρόπο, το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη των Ιπποτών της Μάλτας και το Τάγμα του Αγίου Στεφάνου, με έδρα το Λιβόρνο. Με έδρα τη Μάλτα, από το 1530 έως τη διάλυσή του από τον Ναπολέοντα το 1798, το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών εκτελούσε κούρσο αντλώντας τη νομιμότητά του από τη θεϊκή του “αποστολή”, ενός χριστιανικού τζιχάντ, και εδραίωση από την καπιταλιστική του “αποστολή”, το κέρδος. (…) Οι Μαλτέζοι δρούσαν υπό τις ευλογίες και την οικονομική υποστήριξη της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Γαλλίας, του Παπικού κράτους και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εναντίον των μουσουλμάνων, αλλά και των Ενετών και Οθωμανών Ελλήνων».
*Όλα τα παραπάνω αναφέρει η καθηγήτρια Ναυτιλιακής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τζελίνα Χαρλαύτη, στο βιβλίο της «Η ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821» (εκδ. Κέδρος, επιμ. Κατερίνας Παπακωνσταντίνου)
Τα σκλαβοπάζαρα
Η Τζελίνα Χαρλαύτη λέει πως η πειρατεία είναι τόσο παλιά όσο η ναυσιπλοΐα και το θαλάσσιο εμπόριο. Πως σκοπός της ήταν η αρπαγή υλικών αγαθών αλλά και ανθρώπων, κυρίως για λύτρα αλλά και για να χρησιμοποιηθούν ανάλογα με την εποχή ως σκλάβοι σε γεωργικές εργασίες, σε λατομεία, να τραβάνε κουπί στις γαλέρες. Ο Βασίλης Κ. Γούναρης, καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο ΑΠΘ, λέει ότι οι πειρατές κοιτούσαν ακόμα και τους κάλους των χεριών όσων είχαν αιχμαλωτίσει για να καταλάβουν αν επρόκειτο για ειδικευμένους τεχνίτες. Σιδεράδες, χτίστες, ναυπηγοί είχαν μεγάλη αξία. Υπήρξαν σκλάβοι που πιάστηκαν νέοι και απελευθερώθηκαν γέροι, όταν οι οικογένειές τους ή οι ίδιοι κατάφεραν να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα για την ελευθερία τους. Χιλιάδες γυναίκες πουλήθηκαν ως πόρνες και ολόκληρες πόλεις άκμασαν γιατί έγιναν κέντρα σκλαβοπάζαρων.
Ακόμα και ο Λόρδος Βύρων παραλίγο να πιαστεί αιχμάλωτος σε μια εκδρομή του στο Σούνιο. Εκεί, στις σπηλιές κάτω από τον Ναό του Ποσειδώνα βρίσκονταν περίπου 20 Μανιάτες πειρατές. Όταν οι Μανιάτες κατάλαβαν πως είχαν απέναντί τους ένα λόρδο, αμέσως επιτέθηκαν – τα λύτρα για την απελευθέρωσή του θα ήταν πολλά. Όμως η πολυάριθμη και ένοπλη συνοδεία του Βύρωνα απέκρουσε την επίθεση.
Οι πειρατές της Μάνης
Τις νύχτες παραφύλαγαν στις ακτές και με φανούς που αναβόσβηναν εξαπατούσαν τα περαστικά πλοία, οδηγώντας τα στα βράχια και τα αβαθή. Τις ημέρες σάλπαραν με τα μικρά και ευέλικτα καΐκια τους, φορτωμένα κανόνια, τουφέκια και σπαθιά, κάνοντας ρεσάλτα στα πλοία. Φόβος και τρόμος των θαλασσών από τον 16ο αι. έως και τις αρχές του 19ου, η Μάνη ήταν το πλέον ονομαστό πειρατικό κέντρο της Βορειοανατολικής Μεσογείου. Επόπτευε τους θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου. Το 1794 επέδραμαν και κατέλαβαν τη Φολέγανδρο και την Αντίπαρο, το 1797 την Αμοργό. Στα τέλη του 18ου αι. ένας στόλος από 50 βάρκες παραμόνευε διαρκώς στο πέρασμα των Κυθήρων, ανάμεσα στο Ακρωτήρι Ταίναρο και την Κρήτη. Όμως οι επιδρομές τους έφταναν μέχρι την Εύβοια, τις Σποράδες και τη Σάμο. Το Οίτυλο είχε το προσωνύμιο «Μεγάλο Αλγέρι», καθώς ήταν κέντρο σκλαβοπάζαρου και πώλησης των διαφόρων λειών. Διάσημοι Μανιάτες πειρατές υπήρξαν ο Λυμπεράκης Γερακάρης, ο οποίος από τα 15 του ήταν κωπηλάτης σε βενετικά πλοία, και οι Στεφανόπουλοι. Μια μεταξύ τους διένεξη ανάγκασε την οικογένεια των Στεφανοπουλαίων και άλλους από το Οίτυλο να μεταναστεύσουν στην Κορσική. Εκεί, αρκετοί από αυτούς έγιναν κουρσάροι για λογαριασμό των Άγγλων.
* Η προσπάθεια του Καποδίστρια να καταπολεμήσει την πειρατεία και μέσα από τη δημιουργία ειδικών δικαστηρίων, των λειοδικείων, όπου οδηγήθηκαν και η Μαυρομιχαλαίοι, φαίνεται πως ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της δολοφονίας του. Γράφει η Τζ. Χαρλαύτη: «Οι Μαυρομιχαλαίοι κρίθηκαν ένοχοι ότι χρωστούσαν το υπέρογκο ποσό για την εποχή των 50.000 φράγκων. Η συνέχεια είναι, όπως γνωρίζουμε, τραγική. Όπως γλαφυρά γράφει η Κατηφόρη-Θέμελη σε υποσημείωση της μελέτης της: “O Καποδίστριας, επιδιώκων την συγκρότησιν ευνομουμένου κράτους, ήθελε να θέση τέρμα εις τας κεντρόφυγας τάσεις των αρειμανίων καπετανέων της Μάνης. Ήτο δε αναπόφευκτον να δημιουργήση τους πρώτους εχθρούς μεταξύ των Μαυρομιχαλαίων, οι οποίοι, εκδικούμενοι την θιγείσαν φιλοτιμίαν των, έφθασαν την Κυριακήν της 27ης Σεπτ. 1831 μέχρι του κατωφλίου του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος”. Το τελικό “βόλι” επομένως από αυτή την παραδοσιακή δραστηριότητα και κοινότητα δόθηκε στον Ιωάννη Καποδίστρια. Το ίδιο βόλι όμως σήμανε και το τέλος της μανιάτικης πειρατείας, που δεν μπορούσε παρά να γραφτεί με αίμα».
Ο Έλληνας κουρσάρος Κωνσταντής Καλαμάτας
Το ημερολόγιο δείχνει 1756. Τότε ξεσπά ο επταετής πόλεμος μεταξύ Άγγλων και Γάλλων, με τους Ισπανούς από το 1761 να μπαίνουν στη μάχη δίπλα στους Γάλλους. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς οι Γάλλοι αποβιβάζονται στη Μινόρκα η οποία βρισκόταν υπό βρετανική κυριαρχία και ο Κωνσταντής Καλαμάτας, Πάτμιος με μάλλον καλαματιανή καταγωγή, μαζί με άλλους 20 μάχιμους Έλληνες, μεταφέρει εφόδια στο βρετανικό προπύργιο και πολεμά στο πλευρό των Βρετανών μέχρι τα τέλη Ιουνίου. Λίγους μήνες μετά θα τον βρούμε στο Λονδίνο να αιτείται να γίνει κουρσάρος της Βρετανίας. Σύμφωνα με τα έγγραφα, πήρε άδεια κούρσου για το 200 τόνων πλοίο «Lord Blakeney», με 150 άνδρες, 16 κανόνια, 18 περιστρεφόμενα κανονάκια, 150 μικρά όπλα, 150 σπαθιά, 20 βαρέλια πυρίτιδα, 50 μεγάλες μπάλες κανονιών και 200 μικρές και εφόδια για 6 μήνες – όπως αποδείχθηκε αργότερα, το πλήρωμά του δεν ήταν περισσότεροι από 90 άνδρες. Ο Καλαμάτας φέρεται να έδρασε ως κουρσάρος, κυρίως στο Αιγαίο, τουλάχιστον για δύο χρόνια, όταν ύστερα από καταγγελίες Γάλλων και τις απαραίτητες δωροδοκίες, θεωρήθηκε ότι δεν τηρούσε τους κανόνες του κούρσου, ότι οικειοποιούνταν λεία κρατών και εκτός της Γαλλίας, με την οποία βρισκόταν σε πόλεμο η Βρετανία, ενώ παρεμπόδιζε αγαθά να φτάσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε μια περίπτωση, στην Ύδρα, κατηγορήθηκε ότι συνέλαβε πλοίο με τη βοήθεια κανονιού που βρισκόταν στη στεριά, πρακτική που ήταν παράνομη. Συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου επί τέσσερα χρόνια, με συνεχή υπομνήματα προς Βρετανούς αξιωματούχους, προσπαθούσε να αποδείξει ότι ήταν αθώος. Για τον κουρσάρο αυτό γράφει ο Β. Κ. Γούναρης στη μελέτη του «Οι περιπέτειες του Κωνσταντή Καλαμάτα και άλλων Ελλήνων κουρσάρων του Αιγαίου στην υπηρεσία της Βρετανίας», στο τ. 33 του περιοδικού «Μνήμων», σημειώνοντας ότι για τον Καλαμάτα δεν ξανάκουσε κανείς. Όσοι θα ήθελαν ένα αίσιο τέλος γι’ αυτόν, λέει ο συγγραφέας, ας γνωρίζουν ότι το όνομα συναντάται ξανά το 1821 στην αγγλοκρατούμενη πλέον Μάλτα, σε δύο πρόσωπα. Τους Lorenzzo Calamatta και Demetrio Calamatta. Ίσως να ήταν απόγονοί του. Ίσως και όχι.
Ιστορίες από τη Νίσυρο
«Ανάμεσα στο 1800 και το 1805 ένας μικρός τσοπάνης, ο Μιχάλης Παναγιώτης Διακοπαναγιώτης, κατευθύνοντας τα κατσίκια του προς τη στέρνα στα παράλια του κόλπου “Λευκός”, παραπάτησε και έπεσε μέσα σε μια παλιά μισογκρεμισμένη στέρνα χωρίς να μπορεί να βγει. Πειρατές που προσέγγισαν στον κόλπο και βγήκαν στην ξηρά για αρπαγή γεωργικών προϊόντων και νερού, άκουσαν τις φωνές του για βοήθεια, τον άρπαξαν και τον πήραν μαζί τους. Πολλά χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Νίσυρο, όπου τον θεωρούσαν νεκρό, δημιούργησε οικογένεια και περιουσία και στις διηγήσεις του έλεγε ότι συμμετείχε στην εθνική επανάσταση και αγωνιζόταν στα βουνά της Ρούμελης. Πέθανε σε ηλικία άνω των 100 ετών, γνωστός μέχρι σήμερα ως “ο γερό τσουπάνης”, χωρίς να γνωρίζουμε ποιοι τον απήγαγαν, πού τον οδήγησαν και πώς βρέθηκε αγωνιστής στην εθνική επανάσταση». Την ιστορία μας διηγείται ο Κωνσταντίνος Δ. Χαρτοφύλης, πρώην υπαρχηγός Λ.Σ. και πρόεδρος της Εταιρείας Νισυριακών Μελετών, επικαλούμενος σχετικό θέμα του Ι. Κατσιματίδη από τα «Νισυριακά». Μας θυμίζει, επίσης, ότι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί αυτό το 1471 ύστερα από πειρατική επιδρομή και πήγαν στη Ρόδο, ότι την εποχή που ο Καποδίστριας αποφάσισε να καταπολεμήσει την πειρατεία επέβαλε στα νησιά του Αιγαίου χρηματική εισφορά η οποία για τη Νίσυρο ήταν 500 γρόσια, αλλά και ότι ο Τούρκος ναύαρχος Πίρι Ρέις, στο βιβλίο του «Κατακτητική ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο», που κυκλοφόρησε το 1521, αναφερόμενος στα μικρά νησιά γύρω από τη Νίσυρο, ονομάζει το πιο απομακρυσμένο απ’ αυτά, προς την Αστυπάλαια, ως «Ληστιέ», δηλαδή νησί των ληστών. Το νησί αυτό, λέει ο κ. Χαρτοφύλης, αν δεν είναι η σημερινή Κανδελιούσα ή Καντελέουσα, ίσως είναι η Σύρνα.
Πειρατικά και άλλα
-Το 1420 αναφέρονται πειρατικά καταφύγια σε Σίφνο, Σέριφο, Σύρο, Ίο, Μύκονο και Πάρο. Το 1473 σε Φούρνους και Οινούσσες. Το 1517 σε Σκύρο και Σκιάθο. Το 1777 στην Κίμωλο. Το 1787 στην Ίο. Το 1808 στην Αντίπαρο. Το 1810 σε Τζιά και Σάμο.
-Η κωπήλατη γαλέρα χρησιμοποιήθηκε από το τέλος του 13ου έως το τέλος του 18ου αι. από Βενετούς, Γενοβέζους, Ιωαννίτες, Κρητικούς και σε παραλλαγές της από όλους. Τους πρώτους δύο αιώνες είχε 40 μ. μήκος και 5 μ. πλάτος, από 26 έως 30 πάγκους κωπηλατών, ένα άλμπουρο και ένα βοηθητικό πανί. Τα κωπήλατα του 15ου και 16ου αιώνα ταξίδευαν με περίπου 4 ναυτικά μίλια την ώρα, τα ιστιοφόρα μέχρι και τον 18ο αι. με 4 έως και 6 ναυτικά μίλια. Τα υδραίικα μπρίκια του 1750 έφταναν στην Αλεξάνδρεια σε 11 ημέρες και στη Βενετία σε 26 ημέρες.
-Ο τρομερός Χαριεντίν Μπαρμπαρόσα, εθνικός ήρωας στην Τουρκία, που κατάφερε να επιβληθεί στα κράτη της Μπαρμπαριάς και να γίνει αρχιναύαρχος του στόλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη διετία 1537-1538 λεηλάτησε 25 νησιά του Αιγαίου, οδηγώντας 30.000 ανθρώπους στα σκλαβοπάζαρα της Βόρειας Αφρικής. Ο τουρκικός στόλος έβγαινε κάθε χρόνο μια φορά στο Αιγαίο, για να εισπράξει τους φόρους από τα ελληνικά νησιά.
-Η πρώτη μεγάλη προσπάθεια καταπολέμησης της πειρατείας έγινε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 67 π.Χ., όταν ο Πομπήιος χρησιμοποίησε σε όλη τη Μεσόγειο 500 πλοία και 120.000 άνδρες. Όλη την πρώτη χιλιετία π.Χ. στη Δήλο λειτουργούσε το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο της Μεσογείου.
-«Παρά την έξαρση της πειρατείας, τη δεκαετία του 1820, η δημιουργία του ελληνικού κράτους και η πάταξη της πειρατείας στις ελληνικές -θάλασσες από τη μία και η κατάκτηση του Αλγερίου από τη Γαλλία το 1830, καθώς και η διάλυση των κρατών της Μπαρμπαριάς από την άλλη, έθεσαν τέρμα στις ληστροπειρατικές δραστηριότητες αιώνων. Το κυριότερο, όμως, που συνέβη ήταν ο τερματισμός των πολιτικών συρράξεων μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων με την πολιτική και οικονομική επιβολή των Βρετανών και της μεγάλης τους αυτοκρατορίας. Από τον τερματισμό των Ναπολεόντειων πολέμων μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στη διάρκεια της Pax Brittanica, η Ανατολική Μεσόγειος μπαίνει σε περίοδο ειρηνικής και μεγάλης οικονομικής άνθησης, χωρίς πειρατές, κουρσάρους και καταδρομείς»
- Τζελίνα Χαρλαύτη, «Η ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821»
-Το πληρέστερο βιβλίο για την πειρατεία στην Ελλάδα θεωρείται η τριλογία της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη «Ιστορία της πειρατείας», που κυκλοφορεί από τις εκδ. Εστία. Ελεύθερη στο διαδίκτυο υπάρχει η 595 σελίδων διδακτορική διατριβή «Λιμάνια και οικισμοί του Αιγαίου στα χρόνια της πειρατείας» του Νίκου Μπελαβίλα, αναπληρωτή καθηγητή Αστικού Σχεδιασμού στο ΕΜΠ. Μπορείτε να τη δείτε εδώ.