- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η CAMPER προσκάλεσε όσους περπατούν στην πόλη να καταγράψουν την αγαπημένη τους διαδρομή και να τη στείλουν αποκλειστικά στο site της ATHENS VOICE. Τελικά από τις πάρα πολλές συμμετοχές επιλέχτηκαν οι 6 νικητές. Ως κριτήρια επιλογής ήταν η πρωτοτυπία παρουσίασης της αγαπημένης τους διαδρομής, ο ενθουσιασμός και η δουλειά που έκρυβαν τα κείμενα ή τα βίντεο.
ΝΙΚΗΤΕΣ ΚΑΙ ΒΡΑΒΕΙΑ
1ος Κατερίνα Παπαϊωάννου
Κερδίζει ταξίδι στη Βαρκελώνη για δύο άτομα –διαμονή στην Casa Camper Barcelona και αεροπορικά εισιτήρια πληρωμένα– και 2 ζευγάρια Camper.
Οι 5 νικητές που κερδίζουν από 1 ζευγάρι Camper είναι:
Βάσια Αναγνωστοπούλου
Κατερίνα Λεμονή
Ελένη Λαμπράκη
Αλέξια Βασιλικού
Ευαγγελία Χαλδαιάκη
Οι νικητές θα ειδοποιηθούν μέσω e-mail για την παραλαβή των δώρων τους.
1oς Νικητής
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Η βόλτα ξεκινάει στην Πλατεία Εξαρχείων. Μετά από ένα καφέ στο Ginger Ale, με την 60s διακόσμηση, ανηφορίζω προς τη Δερβενίων. Μέχρι τη Δερβενίων συναντώ το Floral, στέκι καλλιτεχνών και ένα απ' τα πιο ωραία καφέ-βιβλιοπωλεία, το θερινό σινεμά ΒΟΞ, που επιδίδεται τα καλοκαίρια στον Χίτσκοκ και το Θέατρο Εξαρχείων. Έπειτα η διαδρομή σε όλη τη Δερβενίων είναι μια πανδαισία. Συνεχής πεζόδρομος με δεντράκια και νεοκλασικά κτίρια. Ενώ βρίσκεσαι στην καρδιά της Αθήνας, νομίζεις πως περπατάς σε έναν όμορφο, ήσυχο επαρχιακό δρόμο. Πιο πάνω το μαγειρείο του Μπαρμπα-Γιάννη, με αυθεντικές ελληνικές γεύσεις και μυρωδιές που σου σπάνε τη μύτη. Απ' τη Δερβενίων καταλήγω στην Ασκληπιού για λίγο και αμέσως στρίβω στην Οκταβίου Μερλιέ, για να στρίψω πάλι σε έναν πανέμορφο πεζόδρομο εν ονόματι Πράσσα. Καθαρός, προσεγμένος πεζόδρομος, που θυμίζει σοκάκι νησιού. Βγαίνοντας απ' την Πράσα προχωράω στη Διδότου και μετά στη Μασσαλίας με το γνωστό Rue De Marseille. Ύστερα «κολωνακιώτικη Σκουφά» για να βγω στην Ομήρου με το πιο όμορφο καφέ του κέντρου Petit Fleur, βγαλμένο απ' το Παρίσι. Έπειτα Ακαδημίας με τα μεγάλα «ευρωπαϊκού τύπου» κτίρια, αλλά και με τα άνετα πεζοδρόμια. Τέλος καταλήγω πάλι σε πεζόδρομο, τη Βουκουρεστίου. «Δρόμος Πρωτεύουσας» με άρωμα χλιδής. Η βόλτα τελειώνει στο κάτω τμήμα της Βουκουρεστίου. Πραγματικά ευρωπαϊκή γωνιά της Αθήνας. Αν η βόλτα γίνει απόγευμα, η καλύτερη μετέπειτα επιλογή είναι μια καλή θεατρική παράσταση στο Βρετάνια, το Θέατρο Αθηνών, ή το φανταστικό Παλλάς, αλλιώς για τους μη θεατρόφιλους λίγο ακόμα περπάτημα και μπορούν να απολαύσουν μια καλή ταινία στο Αττικόν ή στον Απόλλωνα.
Οι 5 Νικητές
ΒΑΣΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ξεκινάω απ' το σπίτι. Παγκράτι, Ευτυχίδου. Μία στάση στη Σπ. Μερκούρη για το διάσημο κρουασάν με 3 σοκολάτες για... ενέργεια. Ριζάρη, που είναι κατηφόρα, για να βγω στον πιο όμορφο δρόμο της Αθήνας, τη Βασ. Σοφίας. Σύνταγμα. Ραντεβού στο γνωστό σημείο. Κατηφορίζουμε την Ερμού, ρίχνουμε και καμιά ματιά στις βιτρίνες... Σχεδόν φτάσαμε Θησείο. Ε, μετά από τόσο περπάτημα μας αξίζει ένας ωραίος καφές δίπλα στο τρένο... στο πίσω δρομάκι, που δεν το ξέρουν οι πολλοί. Ροζ δέντρα, ροζ καρέκλες, ροζ συννεφάκια!
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΕΜΟΝΗ
Εξάρχεια-Κολωνάκι / faraway, so close
«Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι!» Κάθε Σάββατο το ίδιο μονόπρακτο! Ετοιμαζόμαστε να ανηφορίσουμε την Καλλιδρομίου για ανεφοδιασμό σε εδώδιμα και αποικιακά από τη λαϊκή και δεν μπορούμε να μην αποτίσουμε τον καθιερωμένο μας φόρο τιμής στη μητέρα των κινηματογραφικών σκηνών – είναι που έχει γυριστεί σχεδόν κάτω από το σπίτι μας, δε θα στο ’λεγα ποτέ αν ήξερα πως θα σου κολλούσε! Πιστεύω πως η απόλυτη ανθρωπογεωγραφία κάθε περιοχής βρίσκεται πάντα στη λαϊκή της αγορά.
Κι εδώ είναι η απόλυτη απόδειξη πως τα Εξάρχεια δεν κατοικούνται μόνο από «ταραχοποιά στοιχεία», όπως θέλει να πιστεύει η μαμά μου –κι εσύ πριν από λίγα χρόνια, θυμάσαι;–, αλλά από καθόλα καθημερινούς ανθρώπους, που τυγχάνει απλά να είναι ενδυματολογικά ετερόκλητοι! Γιαγιάδες χωριού με μαύρα και κάλτσες μέχρι το γόνατο, γιαγιάδες αστές με λουλακί μαλλιά και ζακετούλες χρώματος κεραμιδί, μοντέρνες μαμάδες με σαλβάρια και μάρσιππους να κουβαλάνε τα μωρά τους και τα ψώνια, κουλτουροεργένηδες με γυαλάκια και ζευγαράκια της πρώτης, ή και της δεύτερης… νιότης να διαλέγουν πρασινάδες για τη μεσημεριανή σαλάτα. Όπως πάντα θα σταματήσω για να χαζέψω το σπίτι των ονείρων μου. Χρόνια τώρα στέκει πάνω στον πέτρινο τοίχο θυμίζοντας κάτι από Μετέωρα και σχεδόν το νιώθω κάθε φορά να εκλιπαρεί για βοήθεια, για κάποιον να το περιμαζέψει και να του δώσει το παλιό του μεγαλείο. Και δυστυχώς δεν είναι το μόνο…
Ο αγαπημένος «Ένοικος» είναι κλειστός ακόμα, περπατάμε μέχρι τη γωνία. Έξω από τον αριθμό 55 κάποιοι εύχονται στον «μπαγάσα» να περνά καλά εκεί πάνω, μιας κι εδώ αποφάσισε να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο, και γυρνώντας πίσω παίρνουμε τον κατήφορο της Θεμιστοκλέους. Έξω από το 104 Θέατρο Κέντρου Λόγου & Τέχνης βλέπουμε γνώριμα πρόσωπα να έχουν μόλις βγει. Πρόβες, συνάντηση για καινούργιο έργο, ποιος ξέρει; Και ναι, είναι ο σμηνίτης χλαπάτσας αυτός, δεν κάνεις λάθος!
Τα συνθήματα και τα γκράφιτι άπειρα. Άλλα εμπνευσμένα, άλλα παρωχημένα, άλλα αστεία, δίνουν το στίγμα της εκάστοτε κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της πόλης. «Καλημέρα», «Καλημέρα λουκουμά», «Good morning sunshine», σε απόσταση λίγων μέτρων αποδεικνύουν περίτρανα πως οι άνθρωποι της πόλης εξακολουθούν να λένε καλημέρα, παρ’ όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις. Το κόκκινο και το μαύρο, κλασικός συνδυασμός για αυτούς που επιμελούνται καλλιτεχνικά τις αφίσες για εκδηλώσεις παντός τύπου, με κοινή συνιστώσα πάντα την αλληλεγγύη και τη λευτεριά, μαζί με οτιδήποτε αυτό- και αντί- υπάρχει. Ίσως γι’ αυτό αγάπησα τα Εξάρχεια από την πρώτη στιγμή, είναι το πνεύμα αντι-λογίας που πάντα με χαρακτηρίζει και με ταλαιπωρεί και εδώ βρίσκεται σε αφθονία. Στην Ίντριγκα κόσμος χουζουρεύει στη λιακάδα και δροσίζεται με παγωμένες μπίρες, ενώ οι λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία διαβάζουν εφημερίδες στο Βοξ. Και στην ταράτσα του βλέπω αφιέρωμα στον Μπέργκμαν. Πάλι με βλέπω να αποκοιμιέμαι στην καρέκλα κι εσύ να εκστασιάζεσαι με τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες του Σουηδού! Προσπερνάμε λίγο βιαστικά την πλατεία, η μπλε πολυκατοικία στέκει πάντα σαν τον τοπικό Παρθενώνα, αιώνιο και βασανισμένο σύμβολο, στο ανακαινισμένο Floral ετοιμάζονται για κάποιο live, στο Wunderbar κλέβω ιδέες για το σαλόνι μας – πάντα νομίζω πως θα εμφανιστούν από τις σκάλες ο Τζανετάκος με τη Γώγου να χορέψουν γιάνκα.
Κι επειδή η ζωή τραβά την ανηφόρα, ανεβαίνουμε τη Βαλτετσίου χαζεύοντας τα υπέροχα νεοκλασικά και τις πολυκατοικίες του μεσοπολέμου που είναι διάσπαρτες παντού στην περιοχή. Κάποιες έρχονται και με όνομα: «Πολυκατοικία η Αλεξάνδρεια», στον αριθμό 11. Μήπως να τσιμπάγαμε κάτι; Αλλά τι; Παραδοσιακό σουβλάκι, σπανιόλικα τάπας, βιολογικά μεζεδάκια, μοντέρνα μπινελίκια; Ουφ, μπερδεύτηκα! Α, στο Ριβιέρα έχει Αλμοδοβάρ! Η σειρά σου να υποστείς τον Ισπανό μου, λοιπόν! Παρεμπιπτόντως, ξέρεις πως όλα τα σινεμά των Εξαρχείων είναι διατηρητέα; Βοξ-Ριβιέρα-Εκράν. Χμμ, λες εκεί να παίζει τίποτα που να συμφωνήσουμε; Εκδόσεις παντός τύπου και ειδίκευσης φροντίζουν σταθερά για την πνευματική μας τροφή, ενώ το έτερο στοιχείο προσδιορισμού μιας περιοχής, ο τύπος της, κρέμεται στα περίπτερα και δίνει στίγμα ξεκάθαρο: όλο αριστερά και μελετηρά – με μια μικρή αλλά ίσως και απαραίτητη παρασπονδία! Στην Ασκληπιού στρίβουμε δεξιά σ’ ένα τετράγωνο, που άνετα αυτονομείται: με σειρά εμφανίσεως έχουμε καφέ, μαγαζάκι μεταποιήσεων, παλαιοπωλείο, κομμωτήριο, ιχθυοπωλείο, ψιλικατζίδικο, σφραγίδες, προποτζίδικο, φούρνο και απέναντι φαρμακείο και σούπερ μάρκετ. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς; Στρίβουμε στη Διδότου, να και το σπίτι της Λαμπέτη με την προτομή της απέξω. Ποτέ δεν συμπάθησα τις προτομές, μου φαίνονται τόσο κρύες και απόμακρες! Μάχη πολιτισμών λίγο παραπάνω, ελληνοαμερικανική ένωση από τη μία, η γαλλική σχολή από την άλλη. Κερδίζει έξτρα πόντους η Γαλλία λόγω κήπων. Στρίβουμε Σίνα, χαζεύουμε για άλλη μία φορά μοναδικά κτίρια (Γ.Λ. 1831; Λες να έχω ελπίδα να είναι κάποιος πρόγονός μου;), τα κομψοτεχνήματα στη βιτρίνα ενός καλλιτεχνικού βιβλιοδετείου, ενημερωνόμαστε για κάθε λογής καλλιτεχνικό δρώμενο από τις προσεκτικά τοποθετημένες αφίσες στο παραδίπλα (κλειστό) μαγαζί, ψάχνουμε για τριφύλλια και φτάσαμε στο βοσκότοπο της Σκουφά (χρειάζεται κι ένας μικρός φόρος τιμής στον Φοίβο). Αλλαγή περιβάλλοντος, το μόνο που μένει σταθερό είναι οι βαριές, μαύρες, σιδερένιες πόρτες στις εισόδους των πολυκατοικιών. Οι βιτρίνες γίνονται πιο φανταχτερές και θελκτικές, μέχρι και οι κούκλες τους είναι ομορφότερες. Και είναι τόσες πολλές, σε μαγνητίζουν όσες αντιστάσεις και να διαθέτεις. Τα μπαρ και τα καφέ στο ίδιο μοτίβο, ψηλά σκαμπό στα περισσότερα, να βλέπουν οι θαμώνες τους περαστικούς αφ’ υψηλού. Οι κοπέλες σα να ψήλωσαν, σίγουρα αδυνάτισαν, φόρεσαν το ολίγον μπλαζέ υφάκι τους και με τα τακούνια τους τρυπάνε τα πεζοδρόμια. Αλλά ξέρεις τι λέω; Αφού την ποδαράτη βόλτα στα εναλλακτικά και όχι μόνο στέκια την κάναμε, μήπως να πηγαίναμε και πουθενά με το βεσπάκι; Because don't you remember I once said that I liked happy endings?
ΕΛΕΝΗ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Βόλτα ψηλά στα Εξάρχεια
Τα Εξάρχεια είναι μια πολύπλευρη περιοχή. Κάποτε σου έλεγαν να μην πας, γιατί είναι κέντρο επικίνδυνων ουσιών και ανθρώπων. Μετά έγιναν mainstream και μόδα. Όμως όσο και αν έχει μεταβληθεί η σύσταση του κόσμου που πίνει τον καφέ του στην πλατεία, για μένα παραμένει μία από τις γωνιές αυτής της πόλης που μπορείς να περπατάς και να αναπνέεις ελεύθερος, χωρίς να κρίνεσαι για τις επιλογές σου και χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν.
Η βόλτα που επέλεξα είναι στην επάνω πλευρά των Εξαρχείων (γενικά πιστεύω πως οι βόλτες πάνω από το κέντρο της Αθήνας κοντά στον Στρέφη ή τον Λυκαβηττό κρύβουν μια σπάνια ομορφιά). Ξεκίνησα λοιπόν από το πεζοδρομημένο κομμάτι της οδού Θεμιστοκλέους, στο σημείο που συναντιέται με την Αραχώβης, και ανηφόρησα μέχρι την οδό Μεθώνης. Ένα από αυτά που μου αρέσουν σε αυτές τις γειτονιές είναι το ότι είναι σχεδόν πεζοδρομημένες, οπότε περπατάω χωρίς άγχος χαζεύοντας γύρω μου τα χρωματιστά σπιτάκια με τους κισσούς στους τοίχους, τα άπειρα γκράφιτι (κάποια από αυτά είναι έργα τέχνης), τις καλοταϊσμένες γατούλες από τις ταβέρνες της περιοχής…
Περπατώντας τη Μεθώνης ως το τέρμα, σκέφτηκα πόσο τυχερή ήμουν που είχε ήλιο εκείνη τη μέρα. Το φως που πέρναγε ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων, σε συνδυασμό με την ησυχία της γειτονιάς, έδινε την αίσθηση της παλιάς Αθήνας. Στη συνέχεια ανέβηκα την Ασκληπιού μέχρι την ακριβώς επάνω παράλληλο της Μεθώνης, την οδό Καλλιδρομίου. Στην Καλλιδρομίου μπορείς να συναντήσεις μαγαζιά second-hand ρούχων, μικρά βιβλιοπωλεία, ένα όμορφο μαγαζάκι με σπόρους και είδη κηπουρικής… αλλά κυρίως ένα-δυο τεράστια πέτρινα σπίτια, απροσπέλαστα, με άπειρες σκάλες για να φτάσεις την είσοδό τους. Το ένα από αυτά φαίνεται εντελώς εγκαταλελειμμένο, όμως είμαι σίγουρη πως κάποτε στην εποχή της δόξας του, ήταν υπέροχο.
Ποιος ξέρει πόσα μυστικά για χαμένες αγάπες και ανεκπλήρωτα όνειρα φυλάσσονται στους τοίχους του; Περπάτησα όλη την Καλλιδρομίου και με κόπο δεν ανέβηκα να συνεχίσω περιμετρικά του λόφου του Στρέφη, και αυτό γιατί ήταν ήδη μεσημέρι και είχα άλλα σχέδια. Κατηφορίζοντας τη Χαριλάου Τρικούπη, συνάντησα τις φίλες μου και απολαύσαμε ένα υπέροχο μεξικάνικο γεύμα στην αυλή του Salero, που βρίσκεται λίγο παρακάτω. Πώς αλλιώς να πάρουμε δυνάμεις για τον απογευματινό περίπατο;
ΑΛΕΞΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ
Η νεκρή ώρα της πόλης
Παρασκευή βράδυ. Σάββατο πρωί. Είναι η επόμενη ημέρα. Ακόμα έξω το φως της νύχτας. Mεταξύ 04.00 και 05.00. Η νεκρή ώρα. Είχε πει κάποτε ένας φίλος μου, (σίγουρα) δε μιλούσε για την Αθήνα. Γραμμές του τρένου. Πεταμένα μπουκάλια μπίρας. Σπασμένα γυαλιά πάνω στα χαλίκια. Λίγα σκουπίδια. Λίγα φυτά. Οι ράγες έχουν μια ιδιαίτερη δυναμική. Πού ξεκινάνε; Πού τελειώνουν; Η αίσθηση ότι το τρένο έρχεται. Φεύγει. Και αφήνει μόνο έναν ήχο. Πίσω του. Για λίγο. Κωνσταντινουπόλεως. Αναγκαστική πορεία. Η άσχημη πλευρά της Μυκόνου στην Αθήνα. Ένα τεράστιο τσίρκο πλέον. Κόσμος; Κόσμος! Όλη η Αθήνα σε μερικά τετραγωνικά. Μηχανάκια στο πεζόδρομο, παρατημένες μπίρες στο περβάζι, μυρωδιές από σουβλάκι-ιταλικό-κρέπα-hotdog ή ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή σου, πλανόδιοι με μαϊμούδες τσάντες, καπέλα, κολιέ, βραχιόλια, κορδελάκια στα μαλλιά, εκκωφαντικοί ήχοι των bar, ημίγυμνοι χορευτές πάνω στους πάγκους. Skateboardάδες και τακουνάτα κορίτσια με κοντά φουστάκια. Το μάτι κουράζεται να κοιτάζει. Όλοι και όλα. Στην ίδια πλατεία. Γκάζι. Κάπου εκεί ανάμεσα. Σταθερή μια εικόνα μακρινή – όχι τόσο σε απόσταση γεωγραφική, αλλά σε αίσθηση. Ακρόπολις.
Περπατώ γρήγορα. Περνάω απέναντι.
Σαν σε άλλη πόλη. Ένας περίπατος ήσυχος. Παράλληλα στον Αρχαιολογικό Χώρο του Κεραμεικού. Λίγο μυστικιστικός, δίπλα στο αρχαίο νεκροταφείο. Η Ακρόπολη σίγουρα πιο κοντά. Ο ρυθμός χαλαρώνει. Πάντα κάνει λίγο περισσότερο κρύο εδώ. Ζευγάρια περπατάνε κοντά ο ένας στον άλλον. Τα ποδήλατα προσπερνούν. Στάση σε ένα παγκάκι για να ακούσεις την παλιά και τη νέα πόλη να μιλούν ταυτόχρονα. Η πεζοδρόμηση του τελευταίου κομματιού της Ερμού. Στο τέλος.
Η Ερμού της κίνησης. Μποτιλιαρισμένα αμάξια. Άνθρωποι περπατούν στο δρόμο. Μια κίτρινη ουρά από ταξί ξεκινάει απ’ τα σκαλιά της εκκλησίας. Ο τελευταίος οδηγός σίγουρα κοιμάται. Και ό,τι να ’ναι μαγαζιά –κλειστά τώρα-, όλα στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ένα παιδί-κούκλα κάθεται υπερυψωμένο και προσεύχεται(;). Για τους περαστικούς. Μέσα από τη βιτρίνα. Σαν Βούδας. Στρίβω γρήγορα. Αιόλου. Ξεχασμένος δρόμος. Τη νύχτα. Σκοτεινές στοές. Αδέσποτα τριγυρίζουν. Προδίδεται η βαβούρα των ωρών λειτουργίας. Πλατεία Κοτζιά. Πλατεία φωτεινή. Τη νύχτα. Περιτριγυρισμένη από νεοκλασικά κτίρια. Όμορφη χωρίς την οχλαγωγία που κουβαλάει τις πρωινές ώρες. Δεξιά στη Γεωργίου Σταύρου. Μικρό και ήσυχο δρομάκι. Ενώνει πολύβουα σημεία. Είχα χωρίσει μια φορά από το τηλέφωνο εδώ, θυμάμαι. Ας είναι. Σταδίου. Πανεπιστημίου. Ακαδημίας. Διασχίζω από τη Χαριλάου Τρικούπη. Άχαρος δρόμος. Βρίσκω σημεία με χαρακτήρα; Πιο κάτω. Πάρκο-parking. Χρώματα, φυτά, συζητήσεις, φως. Εξάρχεια. Μια αύρα δημιουργικότητας. Υπάρχει. Τα στενάκια οι μικροί πεζόδρομοι οι πολύχρωμες καφετέριες, τα παλιά καφενεία, τα μαγαζάκια νέων δημιουργών, τα βιβλιοδετεία, τα δισκάδικα, τα ξεχασμένα νεοκλασικά, τα συνθήματα στους τοίχους, τα stencil, οι αφίσες, ο λόφος μια ανάσα μακριά, τα πολλά ψιλικατζίδικα, ο κόσμος που μπαινοβγαίνει στις πολυκατοικίες με ψώνια από το supermarket. Έφτασα σπίτι.
Οι ώρες περνούν. Ξυπνάω. Κουρασμένη ακόμα. Ντύνομαι. Βάζω τα παπούτσια μου. Για την πρωινή βόλτα. Βλέπω κομμάτια μαρούλι στον πάτο. Κολλάω για λίγο.... α ναι! Στη λαϊκή της Καλλιδρομίου. Οι πάγκοι στήνονται από νωρίς. Τις πρωινές ώρες.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΧΑΛΔΑΙΑΚΗ
Πλατεία Κυψέλης. Ο ήλιος χασομεράει στον ουρανό, δίπλα μου ταξιτζήδες συζητάνε πίνοντας καφέ, στο περίπτερο δεν υπάρχουν εισιτήρια, ούτε στο επόμενο. Δεν πειράζει, ξανά περπάτημα. Ευκαιρία είναι. Βάζω τα ακουστικά μου, επιλέγω μουσική, στο δεύτερο κομμάτι εκείνο των the Go - betweens «finding you», κλείνει το κινητό από μπαταρία! Δεν βγάζω τα ακουστικά μου, θυμάμαι τον ήρωα του βιβλίου «Παλάτι του φεγγαριού» (Πολ Όστερ) που γλιστράει ανάμεσα στον κόσμο, παριστάνει τον κουφό, κλείνει τα μάτια του, φαντάζεται μέσα από τις φωνές τους ανθρώπους γύρω του, την ηλικία τους, την καταγωγή, τι δουλειά μπορεί να κάνουν. Σήμερα εάν δείχνεις ενδιαφέρον στα λόγια των διπλανών σου σε κοιτάνε καχύποπτα. Κι όμως, η αγαπημένη μου διαδρομή είναι αυτή. Ανάμεσα στον κόσμο. Φωκίωνος Νέγρη. Εκεί, στου Στράτου το μαγαζί μπορεί να με έχεις δει να πίνω ούζο, να ακούω μουσική, μπορεί να σε έχω δει εγώ.
Περπατάω κατηφορίζοντας τη Φωκίωνος Νέγρη. Ακούω διάφορες γλώσσες, κάποιες μπορώ να αναγνωρίσω ή να φανταστώ ποιες είναι. Παρέες ανθρώπων όλων των ηλικιών κάθονται στα παγκάκια ή στα καφενεία του πεζόδρομου. Μικροπωλητές πλασάρουν την πραμάτεια τους. Μια μπάλα σταματάει στα πόδια μου, «μπορείτε να μου την πετάξετε λίγο», ακούω, χαμογελάω, είναι παράξενο να σου απευθύνονται ...Κατά καιρούς διαβάζω σε βιβλία ή σε άρθρα για τη Φωκίωνος Νέγρη. Διαχρονικά μαγαζιά, τραβάνε διασημότητες, όπως και τα οικήματα τριγύρω της. Βέβαια, σήμερα τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι… Αρκετά από αυτά τα μαγαζιά έχουν κλείσει και αντικατασταθεί από άλλα. Τα κτίρια όμορφα και ιδιαίτερα και δεν παύουν να υπάρχουν οι πιστοί υποστηρικτές της Φωκίωνος. Παντού πράσινο, μυρίζεις τη φύση, ακούς τα νερά των σιντριβανιών να κυλάνε. Ταβέρνες, καφετέριες, είναι ευχάριστο πάντα να κατηφορίζω τη Φωκίωνος Νέγρη, στα πόδια ενός αγάλματος (που απεικονίζει ένα σκυλί) ένα άλλο σκυλί. Δυο σκυλιά κοιτιούνται, το ένα άγαλμα, το άλλο ζωντανό.
Γωνία Φωκίωνος και Δροσοπούλου. Στρίβω και ακολουθώ τη Δροσοπούλου μέχρι το Πεδίο του Άρεως. Οι πολυκατοικίες του δρόμου και αυτές ιδιαίτερες, δεν χορταίνω να τις θαυμάζω. Ανά γωνίες συναντώ αφρικάνικα ψιλικατζίδικα, μαγαζιά χρήσης υπολογιστών, δείγματα της σημερινής εποχής. Πανελλήνιος. Περνώντας μπροστά του βλέπω γονείς να περιμένουν τα παιδιά τους, τα οποία βγαίνουν από εκεί με μπλε στολές που γράφουν «Πανελλήνιος» στην πλάτη και αντίστοιχα σακίδια. Μαυρομματαίων. Περπατώντας λοιπόν επί της οδού, στο σημείο που λειτουργούσε το «Green Park» (εγώ ποτέ δεν το έχω δει εν λειτουργία, μόνο ένα κτίριο εγκαταλειμμένο), κοιτάω για πολλοστή φορά τα σίδερα που δεν επιτρέπουν την πρόσβαση στο Πεδίον του Άρεως από εκείνο το σημείο.
Προσπερνάω τα ΚΤΕΛ, βρίσκομαι τώρα μπροστά από τη μεγάλη είσοδο του πάρκου, ρίχνω βιαστικά μια ματιά στο άγαλμα του Κωνσταντίνου και στους ανθρώπους που κάθονται πάντα γύρω του, συνεχίζοντας το περπάτημα. Είναι Απρίλης, η άνοιξη έρχεται και φεύγει. Σήμερα είναι μια ηλιόλουστη μέρα, 6 η ώρα, ο ήλιος φωτίζει τις πολυκατοικίες και τα ψηλά φυλλώματα του πάρκου. Αφού περάσω τη γεμάτη φασαρία λεωφόρο Αλεξάνδρας, επιλέγω την Μπουμπουλίνας και συνεχίζω το περπάτημα. Πίσω από το Πολυτεχνείο κατσουφιάζω με την κατάσταση της Τοσίτσα. Στουρνάρη. Την περπατάω ανεβαίνοντας προς τα Εξάρχεια. Από αυτό το σημείο και πέρα βλέπω συνέχεια φοιτητές, νεολαία. Θα πάρω κανένα βιβλίο παρορμητικά από τα παλαιοβιβλιοπωλεία που θα συναντήσω στο δρόμο μου.
Πλατεία Εξαρχείων. Ποτέ σιωπηλή, πάντα γεμάτη ζωή. Βλέπω κάποιον να κάνει ζογκλερικά. Όσο διασχίζω την πλατεία τον παρατηρώ, μόλις πέφτουν τα ξύλα που έπαιζε σταματάω και εγώ, συνεχίζει τα κόλπα - συνεχίζω το περπάτημα. Περιπλανιέμαι αφηρημένα, πέφτω πάνω σε συνθήματα. Οι ρωγμές του δρόμου, τσιγάρα, λεπτομέρειες που πιάνει το μάτι. Παρατηρώ τα πρόσωπα των ανθρώπων, πώς ξεχνιούνται, άλλοι σαν να μετράνε κάτι από μέσα τους, άλλοι περπατάνε χαρακτηριστικά. Κάποιος περπατά με το στόμα ανοιχτό, και σκέφτομαι εκείνο το απόσπασμα από το βιβλίο του Ορχάν Παμούκ: «Ας θυμίσουμε σε όσους δεν ξέρουν να περπατάνε στους δρόμους της Ιστανμπούλ: μην περπατάτε με το στόμα ανοιχτό» (1924). Εποχή πιεστική για την Τουρκία, προφανώς…
Πώς άραγε θα είναι η εικόνα της σημερινής Αθήνας; Ζούμε και εδώ πιεστική περίοδο; Γιατί κάτι τέτοιο λένε τα συνθήματα στους τοίχους που συναντώ: «βασανίζομαι», «θέλω να ζήσω», «έγχρωμη tv, ασπρόμαυρη ζωή» κτλ. Σπυρίδωνος Τρικούπη και έπειτα Θεμιστοκλέους. Συνεχίζω τη διαδρομή σε αυτούς τους δρόμους. Δεν ξέρω τι μ’ αρέσει στη Θεμιστοκλέους. Αλλά μ’ αρέσει! Από τα Εξάρχεια μέχρι την Ομόνοια. Τη διασχίζω ολόκληρη. Αιόλου. Αφού περάσω τα φανάρια της Πανεπιστημίου, το γωνιακό καφεκοπτείο που γεμίζει την Ομόνοια με άρωμα καφέ, θα μπω στην Αιόλου. Το ξέρω, έκανα κύκλο! Αλλά δεν είχα σκοπό να καταλήξω κάπου συγκεκριμένα, απλώς να περπατήσω… αρκετά!! Πόσο μου αρέσει και αυτός ο δρόμος… Με τα παλιά καταστήματα, όπου μπορείς να βρεις φθηνά πράγματα. Με τη θέα της Ακρόπολης στο βάθος. Με το πλακόστρωτο. Η πλατεία Κοτζιά. Το ότι σιγά-σιγά αφήνεις τη φασαρία του κέντρου πίσω σου, και ενώ είσαι ακόμη στο κέντρο φαίνεται σαν να είσαι σε μια παλιά εποχή.
Μετά από το περπάτημα θα σταθώ σε ένα παγκάκι έξω από τον «Κρίνο» να φάω το αγαπημένο μου παγωτό! Θα κάνω σκέψεις, θα κοιτάω για άλλη μια φορά τον κόσμο, τις λεπτομέρειες του δρόμου, τα χρώματα της πόλης. Ωραία στιγμή όταν πέφτει ο ήλιος και τα φώτα της πόλης τρεμοπαίζουν. Ερωτήσεις που σου γεννά μια διαδρομή: Αλήθεια, πώς νιώθεις όταν βλέπεις να ψαχουλεύουν τα σκουπίδια. Όταν σου ζητάνε λεφτά...; Όταν σου προσφέρουν βοήθεια;; Σκέψεις για την αγαπημένη διαδρομή: Κάθε διαδρομή είναι αγαπημένη, καμία διαδρομή δεν είναι ίδια. Δεν είναι ανάγκη να περπατήσεις από διαφορετικούς δρόμους για να μην είναι ίδια. Όλα αλλάζουν από το φως που πέφτει επάνω στις πολυκατοικίες, ακόμα και μέσα σου. Η δυνατότητα να επιλέξεις πώς θα «χαθείς στους δρόμους» είναι ευχάριστη όταν δεν υπάρχει κίνηση, με ένα ποδήλατο, με τα πόδια...