Life

Συκώτι με ζάχαρη

Τα πιο αγαπημένα μου γεύματα τα θυμάμαι όλα και κανένα

Ελίζα Συναδινού
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν έχει σημασία τι είχε μέσα το πιάτο, αν πέτυχε ή κάηκε. Αν παράπεσε το αλάτι. Είναι αυτά που συνοδεύονται από ένα χάδι στον ώμο, από ένα καφέ μετά, από ένα «φάε και κάτσε λίγο να τα πούμε».

Είναι τα μπιφτέκια που έχει πάντα στην κατάψυξη η γιαγιά μου για όταν σκάνε τα εγγόνια. Τα ζυμώνει μόνη της μια από εκείνες τις πολλές μέρες που δεν πάμε να τη δούμε, βλέποντας τηλεόραση. Πάνια, σαπουνόπερες, Νικολούλη ανυπερθέτως τις Παρασκευές. Συνήθως στη διαπασών. Ύστερα τα καταμερίζει ένα-ένα σε σακουλάκια και τα αποθηκεύει περιμένοντας εκείνες τις μέρες τις καλές, που μας βγάζει ο δρόμος κοντά στο σπίτι και την παίρνουμε τηλέφωνο. «Έλα γιαγιά, να περάσω σε λιγάκι;».

Πάντα σε λιγάκι, πάντα τελευταία στιγμή. Ποτέ «Να περάσω την Κυριακή; Να περάσω μεθαύριο;». Σπανίως το κανονίζουμε από πριν. Σπανίως είναι προτεραιότητα. Καμιά φορά ρωτάει «θα’ ρθείτε την Κυριακή, να φτιάξω φρικασέ»; Θα δούμε, δεν ξέρουμε, έχουμε πολλή δουλειά. Γι’ αυτό κι εκείνη ξέρει. Δεν κάνει σχέδια μαγειρικά. Φτιάχνει μπιφτέκια για την κατάψυξη που τα βάζει έτσι παγωμένα στο φουρνάκι έξω στη βεράντα, και σε 20 λεπτά είναι έτοιμα.

Είναι το συκώτι που μου έφτιαξε μια φορά ο παππούς γιατί είμαι χλωμή. «Χλωμό είναι το παιδί» λέει στη γιαγιά σα να τη μαλώνει. Λες και ευθύνεται αυτή, λες και θα μπορούσε να με κυνηγάει με το αυγό στο γραφείο όπως στο νηπιαγωγείο στο διάλειμμα. Στο σχόλασμα ερχόταν ο παππούς με το μηχανάκι να με πάρει κι εγώ του ‘λεγα «Παππού να πατήσω λίγο το κλάτσο;» και πάταγα την κόρνα και δώστου τα γέλια ο παππούς. Στο σπίτι με περίμενε γιαούρτι «αγελαδίτσα» με ζάχαρη. Κρυβόμουν κάτω απ’το τραπέζι της κουζίνας, κι η γιαγιά στα γόνατα με το κουτάλι: «Μία για τη γιαγιά…Μία για τον παππού….μία για να μεγαλώσεις και να γίνεις Ορνέλα Μούτι». «Να πατήσω λίγο το κλάτσο;» μου ξαναλέει ο παππούς με παιδική φωνή και μετά βγάζει απ’ το πιάτο του το καλύτερο κομμάτι και μου το πασάρει διακριτικά. «Πάρε και τσουρεκάκι. Πάρε και κουλουράκια. Χλωμό είναι το παιδί, Νότα».

Εκείνη τη μέρα το συκώτι ήταν μαρμελάδα. Δεν τρωγότανε. Έχει μεγαλώσει, μπέρδεψε το αλάτι με τη ζάχαρη. Το έφαγα όλο, να μη τον κακοκαρδίσω.