- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Η επιμελήτρια της έκθεσης Ίριδα Κρητικού σημειώνει: «Αναδεικνύοντας τις φίνες ποιότητες και τις συναρπαστικές εφαρμογές της ρευστής διαφάνειας και της πρόκλησης του τυχαίου που διεκδικεί αναπάντεχους ψιθυριστικούς κόσμους, ο Αριστείδης Χρυσανθόπουλος ζωγραφίζει το «σχεδόν» του τοπίου, της μνήμης ενός καθημερινού αντικειμένου ή της ανθρώπινης συνθήκης. Απολαμβάνοντας την ευθραυστότητα των μικρών νέων κόσμων που γεννά ο χρωστήρας του, χορογραφώντας σιωπηλά τους δρασκελισμούς του κενού στο χαρτί.
Πυροδοτώντας απαλά και απογειώνοντας τις αναρίθμητες δυνατότητες, το οπτικό και το συναισθηματικό εκτόπισμα μιας εφήμερης ζωγραφικής ύπαρξης.
Διεισδύοντας στο έργο του Χρυσανθόπουλου, διεκδικώντας την όραση των παύσεων και των κενών και εισχωρώντας στους υγρούς τόπους της λεπταίσθητης συνομιλίας του με τις ρωγμές του καθημερινού, θα μπορέσουμε ενδεχομένως να κατανοήσουμε το τοπίο του τυχαίου και του ελάχιστου, να θωπεύσουμε με το βλέμμα και, κυρίως, να αγγίξουμε με την ψυχή τις εκλεκτικές διαστρωματώσεις του φωτός και του σκότους που μετατρέπουν την ακατάγραπτη χειρονομία του τυχαίου σε πεδίο μυστικής περιπλάνησης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σκιαγραφώντας έναν κατοικημένο και μύχιο τόπο, μεταφέροντας στο βλέμμα του θεατή τη μεταφυσική σχεδόν ένταση της νυχτερινής σιωπής και την αφόρητη μεσημβρινή ζέστη, ο Αριστείδης Χρυσανθόπουλος αποδεικνύει ότι ο τρόπος και το εκτόπισμα της υδατογραφίας δεν είναι πάντοτε μια υπόθεση απαλή.
Είναι, κυρίως, ένα προκλητικό πλαστικό μέσο, που ενορχηστρώνει και συγχρονίζει το βλέμμα, την επιθυμία και το γοργό χέρι του ζωγράφου, πλάθοντας μια ατμόσφαιρα ξεχωριστή και οδηγώντας σε απολαυστικά για τον μυημένο θεατή μονοπάτια εύφορης εξομολογητικής ύλης.
Οι άγνωστοι ήρωες του Αριστείδη Χρυσανθόπουλου, άλλοτε υπαρκτοί και άλλοτε φανταστικοί, σε ιδιωτικές στιγμές όπου ελλοχεύει η μνήμη του προσφιλούς του Μπουζιάνη, ισορροπούν ανάλαφρα ανάμεσα στο ιδεατό και το πραγματικό με ελάχιστο μα σημαίνον ατομικό βάρος.
Τα τετράγωνα μαντηλάκια του χαρτιού, σε μεγέθη μικρά όπου χωρά ένα οργανωμένο στην εντέλεια σύμπαν, αγκαλιάζουν τις ανακουφιστικές παύσεις του λευκού κενού και χωνεύουν το ευαίσθητο χρωματικό φάσμα που εκτείνεται από το απαλό γαλάζιο και το ρόδινο ως το αμυγδαλί και το ζωηρό τυρκουάζ και από το σαρκωμένο κίτρινο ως το πράσινο του πεπερασμένου χρόνου, μεταφέροντας αυτούσιο στο χαρτί τον ψυχισμό του ζωγράφου και απελευθερώνοντας ένα ευφραντικό απόσταγμα χωροχρόνου.
Και το βλέμμα του θεατή, συναντά εδώ το βλέμμα του ζωγράφου, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι εισχωρεί σε μικρές αλλά ανεπανάληπτες ελληνικές στιγμές. Σε ιδιωτικές μεσημβρινές ανάπαυλες και σε νυχτερινούς ερωτικούς ψιθυρισμούς. Σε ξέστρωτα σιδερένια τσαρουχικά κρεββάτια, σε κυπαρισσένιες σκιές και σε χωμάτινες μνήμες. Σε νερά και λεκέδες και σκόνες που σημαδεύουν την εύθραυστη μοναδικότητα κάθε εικόνας».