- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Η ζωή των άλλων» στην Αλβανία: Η έρευνα του Χρήστου Νικολαΐδη για το καθεστώς Χότζα
Ο δημοσιογράφος μιλάει στην Athens Voice για το οδοιπορικό του στη γείτονα χώρα και την κομμουνιστική περίοδό της

«Η ζωή των άλλων»: Η έρευνα του Χρήστου Νικολαΐδη για την κομμουνιστική περίοδο της Αλβανίας, η οποία θα μεταδοθεί στο Prime Time του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ
Το Δεκέμβριο του 2024 συμπληρώθηκαν 34 χρόνια από τα γεγονότα που οδήγησαν σταδιακά στην πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Αλβανίας και την ίδρυση του Δημοκρατικού Κόμματος από τον Σαλί Μπερίσα. Το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας ήταν μέχρι το 1991 από τα τελευταία ανοιχτά σταλινικά κόμματα στην Ευρώπη, ενώ παρά το γεγονός ότι μιλούσε συχνά για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, εντούτοις εκτελούσε και φυλάκιζε συχνά ανθρώπους που προσπαθούσαν να διαφύγουν στον ελεύθερο κόσμο. Οι ποινές φυλάκισης για τους πολιτικούς αντιπάλους, η διαβόητη Μυστική Αστυνομία της χώρας γνωστή ως «Σιγκουρίμι», οι ενέργειες του καθεστώτος για να τρομάξει τους φοιτητές που διαδήλωναν υπέρ της δημοκρατίας, ήταν κυρίως τα στοιχεία ενός δικτατορικού καθεστώτος που επέβαλε την πλέον σκληρή καταπίεση στον αλβανικό λαό.

35 χρόνια αργότερα και 40 συνολικά από τον θάνατο του Ενβέρ Χότζα, ο δημοσιογράφος Χρήστος Νικολαΐδης βρέθηκε στη γείτονα χώρα και μίλησε με Αλβανούς πολίτες, οι οποίοι από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν σε ένα εντελώς απομονωμένο περιβάλλον και πίσω από βαριές σιδερένες πόρτες. Η πιο βαριά εξ αυτών ήταν αυτή των Φυλακών «Σπατς» που μέχρι το 1991 υπήρξαν στρατόπεδο εξόντωσης πολιτικών κρατουμένων και εφαρμογής απάνθρωπων βασανιστηρίων. Συνεχίζοντας τη διαδρομή του, ο δημοσιογράφος βρέθηκε στα Τίρανα και το Ινστιτούτο Μελέτης των Αρχείων της «Σιγκουρίμι», όπου σε σκονισμένους διαδρόμους αναζήτησε μαζί με πρώην πολιτικούς κρατουμένους τους αποχαρακτηρισμένους πλέον φακέλους τους. Οι κατηγορίες που τους αποδίδονταν βασίζονταν σε καταθέσεις πληροφοριοδοτών, συγχωριανών ή και συγγενών, καταθέσεις με επιχειρήματα στην καλύτερη περίπτωση έωλα.
Τη Δευτέρα 7 Απριλίου, η αποκαλυπτική έρευνα του Χρήστου Νικολαΐδη θα μεταδοθεί στο Prime Time του ΣΚΑΪ, αναμένοντας να ρίξει φως σε μια εξαιρετικά σκοτεινή περίοδο για τη γείτονα χώρα. Μια περίοδο την οποία η ελληνική κοινή γνώμη άρχισε να αντιλαμβάνεται όταν ξεκίνησαν οι πρώτες μεταναστευτικές ροές, χωρίς ωστόσο να γίνεται απόλυτα σαφής η προέλευση και τα βιώματα αυτών των ανθρώπων. Ο δημοσιογράφος μίλησε στην Athens Voice για το εκτενές ρεπορτάζ που έκανε, αποκαλύπτοντας μεταξύ άλλων πτυχές της ζωής του καθεστώτος που δύσκολα συνειδητοποιεί κανείς πως υπήρχαν λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορά μας.
«Λόγω της επικαιρότητας με την υπόθεση Μπελέρη αλλά και τα υπόλοιπα θέματα της Χειμάρρας, ταξίδεψα πολλές φορές στην περιοχή της ελληνικής μειονότητας. Εκεί σε άσχετες φάσεις, διάφοροι γέροντες μου έλεγαν αυτή τη φοβερή ιστορία με τους φακέλους. Ότι δηλαδή η αλβανική κυβέρνηση έδωσε το δικαίωμα σε όσους είχαν φυλακιστεί ή εξοριστεί κατά τα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος να πάρουν αντίγραφα αυτών των φακέλων. Αυτό που μου έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι διάβαζαν αυτά για τα οποία τους κατηγορούσε η κρατική ασφάλεια και έβλεπαν πως οι καταδότες και πληροφοριοδότες ήταν συνήθως στενοί φίλοι, ακόμα και συγγενείς τους που γίνονταν συνεργάτες της ασφάλειας, είτε για προσωπικό κέρδος είτε για ιδεολογικούς λόγους. Αυτό ήταν μια πάρα πολύ οδυνηρή εμπειρία γιατί διαπίστωναν ότι είχαν δίπλα τους «ρουφιάνους» όπως τους λέμε σήμερα. Είναι κάτι το οποίο θυμίζει την ταινία «Οι Ζωές των Άλλων» και την Ανατολική Γερμανία. Ωστόσο στην περίπτωση της Αλβανίας τα πράγματα είναι χειρότερα, καθώς η «Σιγκουρίμι» καθιστούσε κάποιον καταδότη μέσω εκβιασμού. Υπάρχουν πολλές τέτοιες ιστορίες που δείχνουν πως ένας απλός άνθρωπος, που δεν είχε σχέση με όλα αυτά, μπορούσε να αποκτήσει προβλήματα αν δεν κατέδιδε τον φίλο του. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται πως η Αλβανία από το 1945 έως το 1991 μετετράπη σε ένα απίστευτο σύνολο από ανθρώπους που συμμετείχαν σε δίκτυα πληροφοριοδοτών. Από στοιχεία προκύπτει ότι το 10% του πληθυσμού πέρασε από φυλακή ή εξορία, ενώ ένα άλλο 10% ήταν έμμισθοι ή άμισθοι συνεργάτες της ασφάλειας. Είναι ένα σοκ το να βλέπεις μέσα σε έναν φάκελο με χαρτιά να περνάει όλη σου η ζωή από μπροστά σου, είναι κάτι το συγκλονιστικό. Για το λόγο αυτό αποφασίσαμε να κάνουμε τη συγκεκριμένη εκπομπή.», θα πει χαρακτηριστικά ο κος Νικολαΐδης ενώ στη συνέχεια θα μιλήσει για το πώς αυτοί οι άνθρωποι ξεπερνούσαν το τραύμα της φυλάκισης, αν φυσικά το ξεπερνούσαν.
«Πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς δεν ξεπέρασαν ποτέ τα ψυχολογικά προβλήματα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της φυλάκισής τους, με τη φυλάκιση και την εξορία να είναι συνυφασμένες με βασανιστήρια, δέσμευση, καταπίεση και όλα τα άλλα στοιχεία του ανελεύθερου καθεστώτος. Άνθρωποι που είναι σήμερα 80 και 85 ετών και έχουν ακόμα ψυχολογικά προβλήματα, βλέπουν συνέχεια εφιάλτες. Κάποιοι άλλοι όμως μπόρεσαν και έδειξαν ψυχική δύναμη, όπως αυτοί από τους οποίους πήραμε συνέντευξη. Άφησαν αυτές τις μνήμες πίσω τους, δημιούργησαν οικογένειες, ήρθαν στην Ελλάδα ή έμειναν στα χωριά τους για να δουλέψουν. Άνθρωποι που πρόκοψαν στην προσωπική τους ζωή αλλά και οικονομικά. Κάποιοι άλλοι όμως δεν μπόρεσαν να ενταχθούν ομαλά στην κοινωνία, είτε την αλβανική, είτε την ελληνική, είτε αυτή άλλων χωρών όπου μετανάστευσαν. Κάθε σύγχρονος άνθρωπος που δεν έχει μνήμες ή γνώση ενός τέτοιου καθεστώτος κυριολεκτικά συγκλονίζεται όταν βρίσκεται στις παλιές φυλακές. Δεν μιλάμε για ποινικές ή φυλακές πολιτικών κρατουμένων, αλλά φυλακές που είχαν ταυτόχρονα και καταναγκαστικά έργα. Μιλάμε για εργασία σε ορυχεία που εξάγουν χαλκό και πυρίτιο, ενώ παραδίπλα υπήρχε ένας χώρος με άθλιες συνθήκες για τη διανυκτέρευσή τους. Κελιά 20 25 τμ όπου στεγάζονταν 50 και 55 άτομα ανά βάρδια. Όπως λένε και οι ίδιοι ζούσανε σαν σκλάβοι. Σε μια χώρα η οποία, τουλάχιστον γεωγραφικά, βρισκόταν εντός της Ευρώπης.».
Στη συλλογική μνήμη, η διέλευση των συνόρων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έχει κριθεί ως η μαζικότερη μετακίνηση των Αλβανών προς τη χώρα μας. Υπάρχουν υπερβολικά πολλές ιστορίες σχετικά με το παρελθόν και την προέλευση αυτών των ανθρώπων, ιστορίες που εκείνη την εποχή δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, ενώ συνέπεσαν με την ανάδειξη μιας συγκεκριμένης οπτικής γωνίας όσον αφορά αυτούς τους ανθρώπους. Ο Χρήστος Νικολαΐδης θα πει χαρακτηριστικά:
«Αυτό στο οποίο στέκονται οι περισσότεροι είναι η ευκολία με την οποία κάποιος στην Αλβανία του Χότζα χαρακτηρίζονταν ύποπτος ή εχθρός του κράτους και του λαού. Αρκούσε απλά μια κατάθεση. Και με πολύ μεγάλη ευκολία, άνθρωποι που εξέφραζαν μια άποψη στο πλαίσιο μιας κουβέντας με έναν φίλο, π.χ. «μας τελείωσε η ζάχαρη» ή ο «δήμος δεν έχει φτιάξει τη βλάβη στο νερό» ή «χτες δεν ήρθε ψωμί στο χωριό», βρίσκονταν στη φυλακή για δέκα χρόνια. Ειδική κατηγορία ήταν και οι Βορειοηπειρώτες που πολύ πιο εύκολα από τους υπόλοιπους Αλβανούς μπορούσαν να καταστούν ύποπτοι ή κατάδικοι, καθώς οι μειονοτικοί ήθελαν να κρατήσουν την ταυτότητά τους, τα ήθη και έθιμα, το να μιλάνε ελληνικά, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Όλα αυτά ήταν στοιχεία που τους έστελναν κατευθείαν στην εξορία ή τη φυλακή. Υπήρχαν προφανώς πολλές σκοτεινές υποθέσεις σε αυτό το πλαίσιο, καθώς μπορεί να βασίζονταν ακόμα και σε προσωπικές ή ερωτικές διαφορές! Αυτή η ευκολία είναι που κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση, καθώς το καθεστώς δεν είχε να απολογηθεί σε κανέναν. Η Σιγκουρίμι μπορούσε να συλλάβει και να βασανίσει κάποιον για 72 ώρες, χώρις να «δώσει λογαριασμό». Κάποτε φυλάκισε στην αρχή και στη συνέχεια εκτέλεσε μέχρι και τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Άμυνας του Χότζα, λόγω διαφωνίας με τον μεγάλο ηγέτη. Δεν υπήρχε εμπόδιο σε αυτή τη δράση. Θα ήθελα να προσθέσω πως στις περιοχές της ελληνικής μειονότητας έχουν απομείνει πλέον ελάχιστοι άνθρωποι. Ενώ κάποτε ζούσαν μέχρι και 150.000 κάποτε, μετά το 1991 δεν ξεπερνούν τις 20.000 με τους περισσότερους να είναι γέροντες. Όταν φύγουν κι αυτοί από τη ζωή, αυτές οι περιοχές θα ερημώσουν όπως αντίστοιχα ερήμωσαν άλλες δύσβατες και ορεινές. Ωστόσο ο πλούτος και η παράδοση αυτής της περιοχής δεν πρέπει να χαθεί. Ήταν κι αυτό ένα στοιχείο που μας παρακίνησε να πούμε την ιστορία αυτών των ανθρώπων, καθώς αργά ή γρήγορα φεύγουν κι αυτοί από τη ζωή. Βλέποντας λοιπόν τα στοιχεία του ρεπορτάζ, αισθάνθηκα ντροπή σαν Χρήστος. Όλοι εμείς στην Ελλάδα, λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα, ζούσαμε μια άνετη ζωή χωρίς να γνωρίζουμε ή καλύτερα να θέλουμε να γνωρίζουμε ότι από την άλλη μεριά υπήρχε ένα ανελεύθερο καθεστώς που συμπεριφερόταν με απαράδεκτο τρόπο στους πολίτες του, πολύ περισσότερο στους πολίτες ελληνικής καταγωγής. Η ελληνική κοινωνία ποτέ δε θέλησε να δει και να μάθει αυτά που γίνονταν εκεί. Όταν αυτές οι ιστορίες άρχισαν να μαθαίνονται, εδώ δυστυχώς κυριάρχησαν άλλες οπτικές γωνίες, βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους περίπου σαν γραφικούς, περιθωριακούς και ακραίους. Είναι μια οπτική πολύ αδική για ανθρώπους που είναι προκομμένοι, τίμιοι και άξιοι. Νομίζω ότι χρωστάμε μια συγγνώμη στους ανθρώπους αυτούς καθώς πότε δεν τους κοιτάξαμε στα μάτια και δε γυρίσαμε να τους περιθάλψουμε κατά κάποιο τρόπο. Όπως λένε χαρακτηριστικά και οι ίδιοι στις διηγήσεις τους, οι πρώτοι που ήρθαν ως μετανάστες στην Ελλάδα, από την πλευρά των Βορειοηπειρωτών, ήταν αυτοί οι καταδότες και συνεργάτες του καθεστώτος, αυτοί που καταπίεζαν στα χωριά όλους τους υπόλοιπους. Αυτούς η Ελλάδα τους δέχτηκε με στοργικό τρόπο σε αντίθεση με άλλους που ήθελαν να παραμείνουν για λίγο ακόμα στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Αυτό είναι ένα τεράστιο contrast που κάποια στιγμή σαν ελληνική κοινωνία θα πρέπει να μας απασχολήσει.».