TV & Media

Έκθεση Ινστιτούτου Reuters: Ποιος είναι ο νέος καταναλωτής ειδήσεων;

Η έρευνα είχε συνολικά 94,943 συμμετέχοντες από 47 χώρες

Σοφία Καλαμαντή
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Reuters για τον καταναλωτή ψηφιακών ειδήσεων 

Η φετινή έκθεση του Ινστιτούτου Reuters (2024) για την κατανάλωση της ψηφιακής ειδησεογραφίας παρουσίασε ενδιαφέροντα ευρήματα. Η έρευνα, που έγινε σε συνεργασία με το YouGov με ψηφιακό ερωτηματολόγιο, είχε συνολικά 94,943 συμμετέχοντες από 47 χώρες. Όπως σχολιάζει το Ινστιτούτο, ο κόσμος τελευταία κλυδωνίζεται ασταμάτητα από γεωπολιτικές συγκρούσεις και εκλογικές αναμετρήσεις, που φέρνουν αλλαγές στο διεθνές σκηνικό και κάνουν τους αναλυτές να μιλούν για το τέλος ή την αρχή μίας εποχής, ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση και το κοινωνικόπολιτικό συγκείμενο. Πώς διαχειρίζονται όμως οι χρήστες των νέων μέσων τον καταιγισμό πληροφοριών, γεγονότων και αναλύσεων; Υπάρχει ο κίνδυνος να επικρατήσει πλέον η απόλυτη αδιαφορία απέναντι στην επικαιρότητα και τις ειδήσεις;

Reuters: Η πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου για τον καταναλωτή ειδήσεων

Τα βασικά ευρήματα της έκθεσης έρχονται να θέσουν τις βάσεις για τους παραπάνω προβληματισμούς. Η έλευση της τεχνητής νοημοσύνης στην καθημερινότητα, με εφαρμογές που ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει στο κινητό του, έχουν εντείνει την καχυποψία για το πώς οι νέες τεχνολογίες θα επηρεάσουν την ακεραιότητα της δημοσιογραφίας. Πόσο εύκολο θα είναι να ξεχωρίσει κανείς μία αληθινή φωτογραφία από μία εμπόλεμη ζώνη, σε σύγκριση με μία «φτιαχτή», η οποία έγινε κατά παραγγελία σε κάποια εφαρμογή AI; Ούτως η άλλως, η γενικότερη εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, λίγο χαμηλότερα από αυτό που ήταν στην κορύφωση της πανδημίας του κορωνοϊού. Η χώρα μας καταλαμβάνει και μία αρνητική «πρωτιά» στο συγκεκριμένο θεματικό πεδίο, αφού η εμπιστοσύνη στα ελληνικά ΜΜΕ βρίσκεται μόλις στο 23%(!), ποσοστό που μας βάζει πρώτους σε δυσπιστία, μαζί με την Ουγγαρία. Είναι δυνατόν να βρίσκεται η Ελλάδα στο ίδιο επίπεδο μιντιακής εμπιστοσύνης με τη χώρα του σκληροπυρηνικού αντιφιλελεύθερου καθεστώτος του Ορμπαν; Κι όμως, η περιβόητη «διαπλοκή» μιντιακών, πολιτικών και επιχειρηματικών παραγόντων έχει αφήσει βαθύ σημάδι στην μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας -όχι άνευ σοβαρών αιτιών-, ενώ οι τελευταίες κρίσεις με αποκορύφωμα τον κορωνοϊό, έδωσαν χώρο για ευρεία ανάφλεξη του αντισυστημισμού και του αντικαθεστωτισμού στο διαδίκτυο, τόσο σχετικά με την πολιτική, όσο και με την ευρύτερη ενημέρωση για κρίσιμα ζητήματα.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της έκθεσης, είναι πως περίπου 4 στους 10 ερωτηθέντες απάντησαν πως πλέον αποφεύγουν επιλεκτικά συγκεκριμένες ειδήσεις και δεν ασχολούνται, λόγω της «υπερφόρτωσης» που αισθάνονται από τον καταιγισμό πληροφοριών. Οριστική φαίνεται πως είναι η στροφή για άμεση και γρήγορη ενημέρωση στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ), όχι όμως στο Facebook ή το X (Twitter), όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά, πλέον, στο YouTube και στο Tik Tok. Η εικόνα έναντι του κειμένου δεν επαρκεί πλέον, έρχεται να την παραμερίσει το βίντεο, συνήθως μικρής διάρκειας. Το τελευταίο, ένα άμεσο οπτικό ερέθισμα με «δράση», προσφέρει συμπτυγμένη πολλή πληροφορία και απαιτεί ελάχιστη προσπάθεια νοητικής επεξεργασίας, για αυτό και αναδεικνύεται ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ των νεότερων χρηστών.

Τα δεδομένα δεν προκαλούν έκπληξη. Είναι τάσεις που θα διαπιστώσει κανείς συζητώντας με τον περίγυρό του, παρακολουθώντας αψιμαχίες στο ψηφιακό οικοσύστημα αλληλεπίδρασης, ή κρίνοντας από τον ίδιο του τον εαυτό και το “media diet” που έχει επιλέξει συνειδητά ή ασυνείδητα να ακολουθεί. Ωστόσο, μία τέτοια σύνοψη προφίλ του σύγχρονου «καταναλωτή» ειδήσεων, οφείλει να λειτουργήσει προειδοποιητικά για το πού βαδίζει η σχέση ΜΜΕ και κοινού σε μία εποχή αλλεπάλληλων κρίσεων, που δε φαίνεται να καταλαγιάζουν. Στο κοντινό μέλλον, ο μέσος χρήστης του διαδικτύου ενδέχεται να απαιτεί εύπεπτο οπτικό υλικό ως κύρια πηγή ενημέρωσης και να ακολουθεί τον αγαπημένο του YouTuber ή TikToker για «ειλικρινή» «αδιαμεσολάβητο» σχολιασμό ειδήσεων, χωρίς ενδιάμεσα πονηρά «συμφέροντα». Ο χρήστης μπορεί επίσης να προχωράει όλο και συχνότερα σε «επιλεκτική έκθεση» (“selective exposure”), όπως ονομάζεται στη βιβλιογραφία, ειδήσεων που τον κάνουν να νιώθει λιγότερο «άβολα». Η επιλεκτική έκθεση δεν είναι απλώς ένδειξη αδιαφορίας για συγκεκριμένες ειδήσεις ή γεγονότα, σηματοδοτεί και την προσχώρηση σε συγκεκριμένα ιδεολογικά ή άλλα στρατόπεδα, τα οποία τρέφονται από συγκεκριμένες οπτικές για τον κόσμο. Η επιλεκτική έκθεση θρέφει τη συναισθηματική πόλωση και τη νοοτροπία πως, εφόσον μία είδηση «συμφωνεί» με την ταυτότητά μου και τα πιστεύω μου, θα την υποστηρίξω ό,τι κι αν συμβεί, ακόμη κι αν στην πορεία τα δεδομένα αλλάξουν εις βάρος μου.

Αυτή είναι η εικόνα του μελλοντικού καταναλωτή ειδήσεων: στην καλύτερη περίπτωση είναι αδιάφορος και δεν ασχολείται με τις εξελίξεις, εκτός κι αν διαθέσει ελάχιστο χρόνο. Στη χειρότερη περίπτωση, η ιδεοληψία, ο φανατισμός και η συνωμοσιολογία έρχονται να εκτοπίσουν τον ορθολογισμό, τη νηφαλιότητα και την ευθυκρισία. Δημιουργείται η τέλεια ευκαιρία για λαϊκιστικές, δημαγωγικές απεικονίσεις της πραγματικότητας, που θρέφουν τον αυταρχισμό, εντείνουν την έλλειψη πολυφωνίας και πλουραλισμού και ισοπεδώνουν την κριτική σκέψη. Τα συστημικά μίντια, δεν πρέπει να αγνοούν τέτοια ευρήματα, ούτε να τα βλέπουν ως γενικόλογες, περιγραφικές διαπιστώσεις άνευ σημασίας, συνεχίζοντας την στρεβλή πορεία τους. Χρειάζεται να επενδύσουν στην ανοικοδόμηση της σχέσης εμπιστοσύνης με το κοινό, όσο ακόμη προλαβαίνουν, επαναπροσδιορίζοντας τη θέση τους στη δημόσια σφαίρα, με νέους όρους διαφάνειας και αντικειμενικότητας.