TV & Media

Πώς κατέρρευσαν Το Βήμα και Τα Νέα

Τα οικονομικά προβλήματα του ΔΟΛ, η οικονομική κρίση στη χώρα, η εξαγορά του οργανισμού και το τελικό χτύπημα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το Βήμα και Τα Νέα, τα οικονομικά προβλήματα του ΔΟΛ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το σημερινό τοπίο στα ΜΜΕ και το βιβλίο της Ε. Κόλλια «Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη», εκδ. Πατάκη.

Τη μακρινή δεκαετία του '80 οι εφημερίδες επιχειρούσαν μια από τις μεγαλύτερες τεχνολογικές αλλαγές στη διαδικασία παραγωγής τους. Τη μετάβαση από τη λινοτυπία στη φωτοσύνθεση. Ήταν μια αλλαγή η οποία υποσχόταν μεγάλη μείωση του κόστους και εντυπωσιακή συρρίκνωση του χρόνου που απαιτείτο από τη στιγμή της συγγραφής των ειδήσεων ως την εκτύπωση του φύλλου. Φυσικά, όπως κάθε αλλαγή, είχε και σημαντικές παράπλευρες απώλειες: ένας ολόκληρος κλάδος, των τυπογράφων δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης. Μιλάμε για έναν κλάδο τότε υψηλά αμειβόμενο, αλλά και πολύ σκληρό στις διαπραγματεύσεις. Με την απειλή της απεργίας επέβαλλαν τους όρους τους στους εκδότες. Όπως ήταν αναμενόμενο, στο μεταβατικό διάστημα προχώρησαν σε κινητοποιήσεις οι οποίες, ειδικά για Τα Νέα, σήμαιναν ότι αρνιόντουσαν να «χτυπήσουν» τις μικρές αγγελίες, έναν βασικό οικονομικό πόρο της εφημερίδας. Τότε, λοιπόν, συνέβη το αμίμητο. Ο ΔΟΛ συμφώνησε με την τυποεκδοτική, την κομματική εταιρεία η οποία εξέδιδε τον Ριζοσπάστη, να αναλάβει την εκτύπωση των μικρών αγγελιών. Φυσικά όλα αυτά γίνονταν κρυφά. Έτσι οι ίδιοι συνδικαλιστές που εμφανίζονταν αδιάλλακτοι στις συνεδριάσεις του σωματείου τους, λίγες ώρες αργότερα λειτουργούσαν ως απεργοσπάστες. Είχαν παίξει ρόλο οι καλές σχέσεις που είχε ο Σταύρος Ψυχάρης, διευθυντής τότε του Βήματος, με το ΚΚΕ, φαντάζομαι όμως και η κατανόηση από την πλευρά τους ότι οι αλλαγές ήταν αναπόφευκτες, αλλά και αναγκαίες.

Το περιστατικό νομίζω θα ταίριαζε στο βιβλίο της Ελευθερίας Κόλλια «Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη» (εκδ. Πατάκη). Πρόκειται για ένα εντυπωσιακά πλούσιο έργο με μαρτυρίες για τον δημοσιογραφικό οργανισμό και τον εκδότη του, από πρόσωπα που γνώριζαν τον Λαμπράκη, τα περισσότερα από τα οποία είχαν συνεργαστεί μαζί του είτε στον ΔΟΛ είτε, αργότερα, στο Μέγαρο Μουσικής. Ένα βιβλίο που σίγουρα θα διαβαστεί απνευστί, περισσότερο ίσως από όσους εργάστηκαν στις εφημερίδες και τα περιοδικά του Οργανισμού. Μια νοσταλγία για εκείνες τις εποχές είναι αναπόφευκτη. Ταυτόχρονα βέβαια πρόκειται  για μαρτυρίες πολύτιμες για όσους θα ήθελαν να καταλάβουν το κλίμα της εποχής εκείνης ή πολύ περισσότερο για όποιον μπορεί να θελήσει να γράψει στο μέλλον μια βιογραφία του Λαμπράκη ή να ασχοληθεί με την ιστορία του ελληνικού Τύπου και ειδικότερα του ΔΟΛ.

Η ιστορία του ΔΟΛ ίσως έχει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον σήμερα, με δεδομένη την κατάρρευση όλων των παραδοσιακών εκδοτών και το πέρασμα της ιδιοκτησίας των εφημερίδων, με λίγες εξαιρέσεις, σε επιχειρηματίες για τους οποίους οι εκδόσεις είναι ένα μέρος μόνο των δραστηριοτήτων τους. Το πώς κατέρρευσε, λοιπόν, το πιο ισχυρό «μαγαζί», όπως μας άρεσε να το αποκαλούμε, είναι άξιο εξέτασης.

Αν θα έπρεπε να μπει κάπου η αρχή των προβλημάτων στον ΔΟΛ, σίγουρα αυτή θα ήταν στην εποχή του χρηματιστηρίου, την εποχή της άγριας Δύσης. Τη δεκαετία του '90 τόσο Τα Νέα όσο και Το Βήμα περνούσαν μια από τις καλύτερες περιόδους της ιστορίας τους και βρίσκονταν στις πρώτες θέσεις της κυκλοφορίας. Ήταν σχετικά πρόσφατες, ωστόσο, οι μνήμες της οικονομικής κρίσης στα μέσα της δεκαετίας του '80, όταν παραλίγο ο ΔΟΛ να περάσει στην ιδιοκτησία του εφοπλιστή Μαυράκη. Η σχετική μαρτυρία του Γιάννη Πρετεντέρη στο βιβλίο της Κόλλια έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η είσοδος στο Χρηματιστήριο, λοιπόν, θεωρήθηκε μεγάλη ευκαιρία για την κεφαλαιουχική ενίσχυση του Οργανισμού και τη χρηματοδότηση επενδύσεων που θα διασφάλιζαν μεσοπρόθεσμα την οικονομική του υγεία. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Η είσοδος ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη, η μετοχή ωστόσο υπήρξε αντικείμενο απίστευτης κερδοσκοπίας, κάποια στιγμή η κεφαλαιοποίηση του ΔΟΛ ήταν εφάμιλλη της Εθνικής Τράπεζας! Αυτά γίνονταν εν αγνοία του Λαμπράκη ο οποίος δεν ήταν στο φόρτε του στα ζητήματα οικονομικής διαχείρισης. Ήταν ωστόσο νομικά υπεύθυνος και, όπως μου είχε πει χρόνια αργότερα ο Ψυχάρης, αν δεν είχε παρέμβει θα είχε αντιμετωπίσει σοβαρά νομικά μπλεξίματα. «Θα είχε μπει φυλακή», ήταν για την ακρίβεια η φράση του. Ήταν η περίοδος που ο Ψυχάρης, διαφωνώντας με τους χειρισμούς του οικονομικού  επιτελείου, είχε μαζέψει τα πράγματά του κι ήταν έτοιμος να αποχωρήσει. Τελικά αποχώρησε το οικονομικό επιτελείο. Τα κεφάλαια που συγκεντρώθηκαν όμως είχαν πάει σε επενδύσεις οι οποίες αποδείχθηκαν η μία πιο αποτυχημένη από την άλλη. Όχι μόνο δεν διασφάλισαν την οικονομική υγεία του ΔΟΛ, αλλά οδήγησαν τελικά στην καταστροφή του: η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας που προκάλεσε, οδήγησε σε έναν γιγαντισμό ο οποίος αποδείχθηκε μεγάλο βαρίδι μια δεκαετία αργότερα. Δεν ήταν μικρότερης σημασίας η αίσθηση της υποχώρησης της δημοσιογραφικής ψυχής του μαγαζιού υπέρ κάποιων «τεχνοκρατών», άσχετων με την κουλτούρα του ΔΟΛ, αλλά και με την κουλτούρα των εφημερίδων. Ακόμα θυμάμαι μια σύσκεψη στην οποία αναζητούσαμε τα βιβλία για τις επόμενες προσφορές της εφημερίδας όταν ένα στέλεχος του επιτελείου, με επιδεικτική αδιαφορία μας ανακοίνωσε ότι δεν διαβάζει ποτέ του βιβλία! Ένα άλλο στέλεχος, λίγο καιρό αργότερα, γελώντας σκωπτικά, υποστήριξε ότι Τα Νέα είναι η εφημερίδα των συνταξιούχων την οποία σε λίγο καιρό δεν θα διαβάζει κανείς. Περιττό να πούμε ότι η εφημερίδα ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να είναι η πρώτη σε κυκλοφορία ημερήσια εφημερίδα στην Ελλάδα.

Μετά την εκπαραθύρωση όσων θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τις κακές επενδύσεις έγινε μια προσπάθεια οικονομικής εξυγίανσης. Ήρθαν κάποια αξιόλογα στελέχη, τα προβλήματα ωστόσο συνεχίστηκαν. Κάποια στιγμή μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία συμβούλων ανέλαβε να επεξεργαστεί ένα σχέδιο ανασυγκρότησης, οι προτάσεις της όμως αποδείχθηκαν ανεδαφικές. Ουσιαστικά ξεκινούσε με δεδομένο μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού και εκτιμούσε πόσο θα έπρεπε να αυξηθούν τα έσοδα – τα οποία βέβαια δεν υπήρχαν στην ελληνική αγορά. Παρέδωσαν μια λεπτομερή έκθεση η οποία δεν εφαρμόστηκε ποτέ.   

Όσο η χώρα ζούσε στην επίπλαστη ευημερία της πρώτης δεκαετίας του 2000, το πρόβλημα μπορούσε να καλυφθεί, εν μέρει τουλάχιστον και με πρόσθετο δανεισμό. Όταν όμως ήρθε η κρίση το 2009, αυτό ήταν πια αδύνατο. Ο ΔΟΛ χρειαζόταν μια ταχύτατη συρρίκνωση στα μεγέθη που δικαιολογούσαν τα δραματικά μειωμένα έσοδά του. Ενδεικτικά στα Νέα, λόγω της ανεργίας, μέσα σε ένα χρόνο, μηδενίστηκαν σχεδόν τα έσοδα από τις αγγελίες «ζητούν υπαλλήλους». Κάτι που μεταφραζόταν, αν θυμάμαι καλά τα νούμερα, σε μείωση των συνολικών εσόδων, μόνο από αυτή την κατηγορία, κατά 20%. Θα έπρεπε να γίνουν εκατοντάδες απολύσεις μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Αυτό, σε συνδυασμό με μια πολιτική ανάπτυξης των ψηφιακών μέσων – τα οποία, ωστόσο, από μόνα τους δεν μπορούσαν να στηρίξουν συνολικά τον ΔΟΛ. Η ελληνική αγορά ακόμα και σήμερα είναι σχετικά μικρή.

Προσπάθειες εξυγίανσης, δηλαδή κυρίως μείωση του προσωπικού, έγιναν, προχωρούσαν όμως με αργό ρυθμό, την ώρα που τα χρέη διογκώνονταν. Την ίδια στιγμή υπήρχαν, δικαιολογημένα, έντονες αντιδράσεις από τους εργαζόμενους οι οποίοι σε μια περίοδο γενικευμένης κρίσης βρίσκονταν ξεκρέμαστοι. Όσοι παρέμειναν, σήκωσαν στις πλάτες τους με μεγάλο προσωπικό κόστος, την προσπάθεια επιβίωσης του Βήματος και των Νέων. Μειώθηκαν οι αποδοχές τους ενώ συχνά έμεναν για μήνες απλήρωτοι. Ήταν μια τραυματική περίοδος η οποία συνεχίστηκε ως το οριστικό κλείσιμο των δύο εφημερίδων. Είχε προηγηθεί, σχετικά νωρίς, το κλείσιμο του ημερήσιου Βήματος και ο θάνατος, το 2009, του Χρήστου Λαμπράκη. Μια τελευταία απόπειρα να μπει στον Οργανισμό ένας μεγάλος ξένος επενδυτής υπονομεύτηκε, δεν προχώρησε. Η σχετική μαρτυρία στο βιβλίο της Κόλλια του οικονομικού διευθυντή Νίκου Πεφάνη έχει και αυτή ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Το τελικό χτύπημα το έδωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, απαγορεύοντας ουσιαστικά στις τράπεζες να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση του ΔΟΛ. Η συνέχεια γνωστή, ο Οργανισμός εξαγοράστηκε από τον Βαγγέλη Μαρινάκη και οι εφημερίδες συνεχίζουν να εκδίδονται, με ένα μικρό μέρος του προσωπικού τους. Θα μπορούσαν να είχαν επιβιώσει αν δεν τις είχε αντιμετωπίσει εχθρικά η κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου; Κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι οι τελευταίοι που δικαιούνται να διαμαρτύρονται για το σημερινό τοπίο στα ΜΜΕ είναι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Έκαναν και αυτοί ό,τι μπορούσαν για να το διαμορφώσουν.