TV & Media

Black Mirror S06 E01: Είμαστε άραγε τόσο απαίσιοι;

Σε τι ακριβώς συναινούμε όταν κάνουμε κλικ στο “accept”; Αυτό είναι και το πρώτο βασικό θέμα που θίγει το πρώτο επεισόδιο της έκτης σεζόν 

A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Black Mirror S06 E01: O Παναγιώτης Aλεφραγκής, Head of digital στην The Newtons Laboratory, σχολιάζει τη σειρά του Netflix και τη χρήση των προσωπικών μας δεδομένων

Ξεκινάς - με ενθουσιασμό ελπίζω - να διαβάσεις αυτό το άρθρο. Κι έχεις την εντύπωση ότι το μόνο που σου “στοίχισε” είναι ένα κλικ, και λίγα λεπτά από το χρόνο σου.

Για θυμήσου, όμως: Για να μπεις στην ιστοσελίδα, την τελευταία φορά που τρύπωσαν τα καθόλα νόμιμα cookies της στο φυλλομετρητή σου, είχες δώσει τη συναίνεσή σου πατώντας ένα κουμπί. Επίσης, έδωσες τη συναίνεσή σου όταν κατέβασες τον ίδιο το φυλλομετρητή. Την έδωσες και την πρώτη φορά που εισήλθες στο λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή ή της κινητής συσκευής που χρησιμοποιείς αυτή τη στιγμή. Για να μη μιλήσουμε για τη χρήση της γραμμής του διαδικτύου ή τα δεδομένα κινητής που χρειάζεσαι για την περιήγηση μέχρι εδώ.

Μπορεί να μην το θυμάσαι, και πολύ περισσότερο να μην διάβασες το κατεβατό όρων και προϋποθέσεων για όλα τα παραπάνω.

Κάπως έτσι όμως την “πάτησε” και η Τζόαν, η πρωταγωνίστρια του πρώτου επεισοδίου της 6ης σεζόν του αγαπημένου μας Black Mirror. Μιας σειράς που από την πρώτη μέρα μάς κάνει την καρδιά περιβόλι με δεκάδες εκδοχές τεχνολογικών δυστοπιών που θα μπορούσαμε να ζήσουμε στο απώτερο (ή και στο εγγύς) μέλλον.

Black Mirror: Joan Ιs Αwful

Ας μην προειδοποιήσω για spoiler. Η 6η σεζόν είναι διαθέσιμη από τα μέσα Ιουνίου, και αν δεν την έχεις ολοκληρώσει, θα χεις σίγουρα δει το 1ο επεισόδιο, με τίτλο “Joan Is Awful”. Αν όχι, μπες Netflix και ξαναέλα!

Η Τζόαν λοιπόν, η πρωταγωνίστρια του επεισοδίου, είναι μια γοητευτική γυναίκα, με καλή θέση στην εταιρεία της, και ζει με τον σύντροφό της. Μετά από μια αναπάντεχα δύσκολη μέρα, βλέπει ξαφνικά ότι η ζωή της, από εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα και εξής, έχει μετατραπεί σε σήριαλ. Αυτουργός δεν είναι άλλος από την αγαπημένη της πλατφόρμα streaming, που λέγεται Streamberry (εδώ το Netflix αυτοσαρκάζεται χρησιμοποιώντας το γνώριμο ηχητικό του jingle και παρόμοιο λογότυπο και χρώματα).

Στο Streamberry λοιπόν, την τηλεοπτική εκδοχή της Τζόαν - ας την πούμε Τζόαν-1 - υποδύεται η εντυπωσιακή Σάλμα Χάγιεκ. Από τη μια μεριά, η ιδιωτική ζωή της έγινε κοινό θέαμα εν μία νυκτί. Από την άλλη, η εκδοχή του εαυτού της που ενσαρκώνει η Χάγιεκ - ας την ονομάσουμε Τζόαν-2 - μοιάζει αρκετά διαφορετική. Είναι ολίγον έως αρκετά σνομπ, δεν διστάζει να απολύσει μια υπάλληλο της εταιρείας της με κυνικό τρόπο, ενώ βρίσκεται ένα βήμα πριν από το να απατήσει τον σύντροφό της με τον πρώην της. Με δυο λόγια, η Τζόαν-2 είναι… απαίσια! - εξού κι ο τίτλος του επεισοδίου.

Στο μεταξύ, με αρκετές προσθήκες τύπου… inception, μαθαίνουμε ότι η τηλεοπτική σειρά με την Τζόαν-2 είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας ενός κβαντικού υπολογιστή με τεχνητή νοημοσύνη. Για την ακρίβεια, ο υπολογιστής αυτός είναι σε θέση να δημιουργήσει τηλεοπτικές ιστορίες βασισμένες στην προσωπική ζωή οποιουδήποτε απλού συνδρομητή του Streamberry. Με την άδεια και τη συναίνεσή τους βεβαίως, την οποία έδωσαν από την ημέρα που έγιναν συνδρομητές.

Εμείς και τα ρομπότ: Συλλογή και χρήση των προσωπικών μας δεδομένων 

Τεράστιο και γνωστό το ζήτημα της συλλογής και χρήσης των προσωπικών μας δεδομένων από τις ψηφιακές πλατφόρμες, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, εφαρμογές, λογισμικό κλπ. Σε τι ακριβώς συναινούμε όταν κάνουμε κλικ στο “accept”, είναι αμφίβολο αν ο μέσος χρήστης μπαίνει στη διαδικασία να μάθει.

Αυτό είναι και το πρώτο βασικό θέμα που θίγει το πρώτο επεισόδιο της έκτης σεζόν του BlackMirror, με τρόπο πιο αριστοτεχνικό βέβαια σε σχέση με την πεζή πραγματικότητα. Ποιος δεν θυμάται το διαβόητο σκάνδαλο της CambridgeAnalytica, ή τα θέματα privacy με το locationtracking της Google. Ή ακόμα και την - καταγεγραμμένη στους όρους και τις προϋποθέσεις - παρακολούθηση συνομιλιών από την Alexa της Amazon, ενώ το 2020 το - τότε εκρηκτικό - Zoomμοιραζόταν στοιχεία με τις Facebook και Google. Πλήθος περιπτώσεων όπου το ζήτημα της ρητής συναίνεσης κινήθηκε σε γκρίζες περιοχές, δηλαδή ενώ δόθηκε συναίνεση, δεν ήταν σαφές σε τι ακριβώς δόθηκε.

Όμως το Black Mirror προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Δεν αναφέρεται απλά στην αθέμιτη χρήση προσωπικών δεδομένων, αλλά στο πώς αυτά εν δυνάμει θα γίνονταν αντικείμενο επεξεργασίας και δημιουργίας περιεχομένου από… ρομπότ. Δηλαδή, πλατφόρμες AI, όπως το ChatGPT, το οποίο σχολίασε ο ίδιος ο δημιουργός του επεισοδίου JoanIsAwful, CharlieBrooker. “Δεν έχει πρωτότυπες ιδέες από μόνο του. Επινοεί υλικό από πράγματα που έχουν γράψει άλλοι - χωρίς να τους πληρώσει και για την παραχώρηση”.

Έτσι η “τυφλή” συναίνεση και η ισχύς των ΑΙ, που ξεμυτίζουν διαρκώς, συνθέτουν έναν εκρηκτικό συνδυασμό - ή τουλάχιστον αυτό μας προειδοποιεί εδώ το BlackMirror. Και δεν έχει άδικο, αφού είναι μια κατηγορία εφαρμογών-υπηρεσιών ακόμα δίχως νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας, δίχως δεοντολογία, και με γεωμετρικά αυξανόμενες δυνατότητες. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα προκύψουν προβλήματα, ή και σκάνδαλα, τέτοιας φύσης, πριν ομαλοποιηθεί η κατάσταση.

Black Mirror: Εμείς και οι ψηφιακές εκδοχές μας

Τα περισσότερα επεισόδια εδώ και πέντε σεζόν της σειράς δεν είχαν ιδιαίτερα στοιχεία χιούμορ και δεν μπορεί κάποιος να τα χαρακτηρίσει “ανάλαφρα”. Αντίθετα, το Joan Is Awful είναι μια απόλαυση. Έχει και σασπένς, και χιούμορ, και dark στοιχεία. Αν εξαιρέσουμε το σκέλος που αφορά τα επίπλαστα (fictive) επίπεδα με τις Τζόαν-1, Τζόαν-2, Τζόαν-3 και ούτω καθεξής, πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα σενάριο με απλά νοήματα. Και θέτει απλά ερωτήματα:

  • Πώς φαινόμαστε πραγματικά στους άλλους μέσα από τα προφίλ και τους λογαριασμούς μας στον ψηφιακό κόσμο;
  • Απαλύνουμε τα ελαττώματά μας ή τα επαυξάνουμε στα μάτια των άλλων;
  • Μήπως ο “ψηφιακός” μας εαυτός, δηλαδή αυτός που συνθέτουμε μέσα από τις αναρτήσεις, τα βίντεο, τις φωτογραφίες και τις αντιδράσεις μας (follows, likes κλπ.) έχει α) χαρακτηριστικά που δεν έχουμε εμείς β) χαρακτηριστικά που δεν συνειδητοποιούσαμε ότι είχαμε;

Στην πράξη, όταν η Τζόαν-1 παρατηρεί την Τζόαν-2, δηλαδή μια εκδοχή του εαυτού της, έχουμε μια διαδικασία που θυμίζει μια αρκετά προσφιλή τεχνική στη γνωσιακή ψυχολογία και τη συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία. Την αποστασιοποίηση από τον εαυτό, μια τεχνική στην οποία βλέπουμε, ακούμε, και αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας όντας έξω από αυτόν, σαν παρατηρητές του. Παρατηρούμε τις συμπεριφορές μας, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας ως στοιχεία που επιδέχονται κατανόησης, αλλαγής, ή/και βελτίωσης.

Επίσης είναι ένας τρόπος διαχείρισης του στρες, καθώς και ένας από τους δρόμους που μπορούν, σε συνδυασμό με άλλες τεχνικές, να μας οδηγήσουν στην αναπλαισίωση. Να μας ανοίξουν δηλαδή το νου σε εναλλακτικές εκδοχές των πραγμάτων, της πραγματικότητας της ζωής μας, που δεν είχαμε αντιληφθεί ότι μπορούν να υπάρχουν. Μπορούν άραγε να εφαρμόσουμε τέτοιες τεχνικές ώστε να γίνουμε πιο συνειδητοποιημένες ψηφιακές παρουσίες; Να αναλογιστούμε τι ακριβώς προσδοκούμε από τη χρήση που κάνουμε εμείς στα ΜΚΔ, στις ψηφιακές εφαρμογές και τα δίκτυα στα οποία κινούμαστε.

Να θυμίσω εδώ ότι τέτοιου είδους ερμηνείες του BlackMirror δεν είναι αυθαίρετες. Από το 2011, οπότε και “τρεχει” η σειρά, έχει γίνει casestudy σε πλήθος επιστημονικών πεδίων, από την ανθρωπολογία ως την τεχνολογία. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συλλογικά έργα  συμπυκνώνει τις θεματικές του BlackMirror στις εξής: ανθρώπινη ταυτότητα, κουλτούρα παρακολούθησης, θέαμα και υπερπραγματικότητα, αισθητική, τεχνολογία & ύπαρξη, δυστοπία.

“Δέχομαι”(;) Πρέπει να δίνουμε το consent μας;

Πιθανόν, το ενδεχόμενο να υπάρξει ένα πραγματικό Streamberry με CEO που θα εκμεταλλευόταν κβαντικούς υπολογιστές για να φτιάξει sellable content από την προσωπική ζωή των χρηστών θα προσκολλούσε σε ένα βουνό νομικών και πρακτικών προβλημάτων, ανεξαρτήτως συναίνεσης.

Παρόλα αυτά, το επεισόδιο μάλλον θορύβησε αρκετούς συνδρομητές, αφού, κατά τραγική ειρωνεία, οι αναζητήσεις για τους όρους και τις προϋποθέσεις του Netflix αυξήθηκαν 596% σε τρεις μόλις ημέρες από την κυκλοφορία του Joan is Awful. Πάντως, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν μπαίνει στη διαδικασία να διαβάσει τους όρους και τις προϋποθέσεις στις οποίες συναινεί. Για την ακρίβεια, έρευνα της Deloitte το 2017 μάς λέει ότι “το 91% δέχονται πρόθυμα χωρίς να διαβάζουν τους όρους πριν εγκαταστήσουν εφαρμογές, εισάγουν wifihotspots, προχωρήσουν σε updates και εισέλθουν σε διαδικτυακές υπηρεσίες όπως το videostreaming”.  Μάλιστα στο ηλικιακό εύρος 18-34 ο ρυθμός αποδοχής χωρίς ανάγνωση φτάνει το 97%.

Κι αυτό δεν είναι παράλογο, αν αναλογιστούμε την περιπλοκότητα και τον όγκο των κειμένων αυτών. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και η έλλειψη επιλογής, με την έννοια ότι αν δεν πατήσουμε “Accept”, στην πράξη δεν έχουμε πρόσβαση, αλλά και η συχνότητα με την οποία ζητείται η συναίνεση από πλήθος εφαρμογών και υπηρεσιών. Το 81% των χρηστών (ΗΠΑ, 2019) αναφέρουν ότι καλούνται να συμφωνήσουν σε όρους και προϋποθέσεις ή πολιτικές ιδιωτικότητας τουλάχιστον μια φορά το μήνα, και το 25% σχεδόν καθημερινά(!).

Σίγουρα ως χρήστες έχουμε την ευθύνη να είμαστε πιο φειδωλοί σε τι είδους εφαρμογές, υπηρεσίες αλλά και ιστοσελίδες (cookies) λέμε “δέχομαι”. Από την άλλη μεριά, έχουμε μια καλή αφορμή να ανοίξει η συζήτηση για τον εξορθολογισμό αυτού του καταιγισμού όρων και προϋποθέσεων που ζητούν τη συναίνεσή μας σε καθημερινή βάση. Μέχρι τότε, προσέχουμε πού βάζουμε την υπογραφή μας και το… consent μας.