TV & Media

H αγορά των πολλαπλών συγκινήσεων…

Η αισθητική του σοκ αναζητά περισσότερα like ή τηλεθέαση

Ανδρέας Ζαμπούκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η συγκίνηση στον δημόσιο λόγο, η δημόσια επικοινωνία και ο μιντιακός «πολίτης».

Παράγουμε  περισσότερη συγκίνηση από αυτή που μπορούμε να καταναλώσουμε. Και ακόμα χειρότερα, πολλαπλάσια από όση η ίδια η τέχνη μπορεί να δώσει στο περιορισμένο κοινό της…

Είναι ότι όλοι –δοθείσης της «σοσιαλμιντιακής» ευκαιρίας– προσπαθούμε  να γίνουμε «καλλιτέχνες». Υποδυόμενοι ρόλους που θα ξεπερνούσαν και τον πιο δεινό συγκινησιακό αφηγητή.

Ανοίγεται μπροστά μας ένας κόσμος όπου οι πάντες προσπαθούν να συγκινήσουν τους πάντες. Στην τηλεόραση, στα social media, στους πολιτικούς αλλά και στην κοινωνικότητα που επιδεικνύουμε μεταξύ μας.

Εκεί βέβαια, που δημιουργούνται οι μεγαλύτερες αντιφάσεις είναι στην πολιτική και στην δημοσιογραφία. Στους δύο χώρους που το αφήγημα θα έπρεπε να στηρίζεται περισσότερο στην εκλογίκευση της πειθούς και της ενημέρωσης. Αλλά, τελικά καταλήγει σε απέλπιδα προσπάθεια εντυπωσιασμού του διψασμένου για δραματοποίηση κοινού.

Πόσες φορές μπορεί ένας άνθρωπος να συγκινηθεί σε μία μέρα; Και πόσες ευκαιρίες μπορούν να του δοθούν για να συγκινήσει τους άλλους; Άραγε τα δικά του δρώμενα (πένθος, γάμοι, χαρές, επέτειοι, εικόνες, δημιουργίες) είναι αρκετά για να κρατούν σε διέγερση το κοινό του;

Κι αν δεν είναι, μπορεί  η αναμετάδοση των αφηγημάτων άλλων ανθρώπων να υποκαταστήσει την ένδεια της προσωπικής δραματοποίησης. Αρκεί η συγκινησιακή δυναμική τους να εξασφαλίσει την προσδοκώμενη αποδοχή.

Το νέο στην δημόσια επικοινωνία είναι ότι ο μιντιακός «πολίτης» έχει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για την δημιουργία κοινού από ό,τι η αγορά εξασφάλιζε στον παραδοσιακό άνθρωπο. Και ταυτόχρονα, οι περιπτώσεις «συγκινησιακής απόλαυσης» είναι πολλαπλάσιες έναντι της μικρής γειτονιάς, του αστικού σαλονιού, της ταπεινής πλατείας ή του μίζερου καφενείου.

Φράσεις όπως «συγκλονίζει η δήλωση του τάδε» ή «συγκινούν τα λόγια του δείνα» κυριαρχούν πλέον στην μαζική αναμετάδοση άρθρων και ειδήσεων. Αλλά και ο πολιτικός λόγος δίνει όλο και μεγαλύτερες δόσεις τοξικότητας προκαλώντας φόβο, μίσος, αγωνία ή εμπάθεια στο οπαδικό θυμικό.

Η αισθητική του σοκ αναζητά περισσότερα like ή τηλεθέαση. Επενδύοντας στην πιο διεισδυτική απήχηση στο ανώριμο ηθικά και αισθητικά  κοινό. Που πάντα ενθουσιάζεται με την ίντριγκα, το μεγάλο ψέμα ή την λαικότροπη δραματοποιημένη αφήγηση. Ειδικά αν πρόκειται για πρωτογενές υλικό, βγαλμένο απευθείας από τις αναρτήσεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας.

Και τι πειράζει που η συγκίνηση είναι ζητούμενο στον δημόσιο λόγο; Δεν θα πείραζε αν περιοριζόταν μόνο σε επίπεδο κοινότητας ή αν αποτελούσε κλασική επιδίωξη της τέχνης, όπως συνέβαινε πάντα. Σήμερα όμως, ο ψηφιακός κόσμος προσφέρει ασύλληπτες δυνατότητες ταχέος πολλαπλασιασμού της ποσότητας που μπορεί να δεχτεί κάποιος.

Το χειρότερο  είναι η καλλιέργεια μιας πρωτοφανούς κουλτούρας του μιντιακού ανθρώπου που ζει για να συγκινεί και να συγκινείται. Βουτηγμένος μέσα σε έναν ιδιότυπο ναρκισσισμό. Όπου η υποκρισία -απαραίτητη για την υπηρέτηση του «ποιητικού» ρόλου- αναδεικνύεται σε απολύτως φυσιολογική συμπεριφορά.

Αλλά και οι πράξεις στην γνησιότητά τους, χάνουν την αξία του αν δεν εκφραστούν ως αφήγημα. Ή σε άλλη περίπτωση, αν δεν αξιολογηθούν ως συγκινησιακή ιστορία με ανατροπές, κορυφώσεις και κάθαρση.

Η αποδοχή. Αυτό είναι που μας αρρωσταίνει. Όπως αρρώσταινε παλιά τους ηθοποιούς, όταν έμεναν στο περιθώριο, χωρίς δουλειά για πολύ χρόνο. Και το κοινό λησμονούσε την αίγλη τους.

Μια λύση θα ήταν να γεμίσουν οι πόλεις με ερασιτεχνικούς θιάσους. Όπως τα γυμναστήρια. Να παίζουμε πρόζα συνειδητά για εκτόνωση. Αφού  έχουμε ανάγκη το δράμα. Πάντα το είχαμε. Αλλιώς ο αρχαίος κόσμος  δεν θα είχε χτίσει τόσα πολλά θέατρα για αιώνες!