Πολιτικη & Οικονομια

«Μηχανικοί των ψυχών» ή «φερέφωνα του λαού»;

Οι αντιδράσεις στο θέμα Πορτοκάλογλου, πέρα από την προφάνεια του κανιβαλισμού, γεννούν μια σειρά ερωτημάτων...

Γιώργος Σιακαντάρης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν και δεν παρακολουθώ τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν θα μπορούσα να μη μάθω για το «χαμό» των αναθεμάτων που έπεσαν στο «μνημονιακό» τραγουδοποιό Πορτοκάλογλου. «Μέντορας» του οποίου απ’ ό,τι φαίνεται είναι ο κ. Πάγκαλος. Και πώς να μην είναι μέντοράς του ο Πάγκαλος, αφού σ’ ένα τετράστιχο του τραγουδιού του «Θα περάσει και αυτό», αναφέρει: «Είναι η πόλη μου καμένη/ είναι η χώρα μου μισή/ νικητές και νικημένοι/ όλοι χάσαμε μαζί». Το πιάσαμε, κύριε Πορτοκάλογλου, το υπονοούμενο. Υποστηρίζεις πως τα φάγαμε όλοι μαζί. Δίκαιο το λαϊκό ανάθεμα.

Οι αντιδράσεις πέρα από την προφάνεια του κανιβαλισμού γεννούν και μια σειρά ερωτημάτων. Είναι η τέχνη ανεξάρτητη από την πολιτική και αν ναι σε ποιο βαθμό; Πρέπει οι καλλιτέχνες να εκφράζουν τα πάθη και τους πόθους του λαού; Και αν ναι, ποιο είναι το κριτήριο που θα καθορίσει ποια είναι τα πραγματικά πάθη και οι πραγματικοί πόθοι του; Υπάρχει κανένα αυθεντικό λαϊκόμετρο στην τέχνη, το οποίο μετρά γνήσια τι θέλει ο λαός; Είναι από την άλλη η αποστασιοποίηση από την πολιτική ο καλύτερος δρόμος για την τέχνη; Υπάρχει τέχνη για τη τέχνη;

Δυστυχώς, όμως, για όσους υποστηρίζουν την άμεση εξάρτηση της τέχνης από την πολιτική και «τα συμφέροντα του λαού» και για όσους υποστηρίζουν την απόλυτη «αδιαφορία» της τέχνης για τις πολιτικές εξελίξεις, δεν υπάρχει κανένα μεγάλο έργο σε κανένα τομέα της τέχνης που να μη «ακουμπούσε» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις αγωνίες για το μέλλον των ανθρώπων, απλών ή ελίτ και συνάμα να μην ήταν ανεξάρτητο από τα κελεύσματα και τη βούληση εξουσιαστών και «αντιεξουσιαστών».

Η Τέχνη αποτελεί την πιο πλουραλιστική πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Είναι ο μόνος τομέας της ανθρώπινης ζωής που κατορθώνει να διατηρεί ψήγματα πλουραλισμού ακόμη και στις πιο ολοκληρωτικές κοινωνίας. Ας θυμηθούμε το υπέροχο έργο του σοβιετικού Πάστερνακ «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και το αριστουργηματικό «Ζωή και Πεπρωμένο» του επίσης σοβιετικού Βασίλη Γκρόσμαν. Και είναι υπέροχα γιατί αφενός αφουγκράζονται τις αγωνίες απλών και πολύπλοκων ανθρώπων και συνάμα εκφράζουν το αισθητικά «Ωραίο».

Οι έννοιες της τάξης, της οργάνωσης, της συμμετρίας, της αναλογίας, της ενότητας, του μεγάλου, του ωφέλιμου αποτελούν στοιχεία ή μάλλον αποδίδουν πλευρές του Ωραίου, αν και δεν ταυτίζονται με αυτό. Το Ωραίο, όμως, και όχι το χρήσιμο είναι το πιο ασφαλές κριτήριο της τέχνης. Αυτό το Ωραίο που, όπως έγραφε ο Ντιντερό, ξυπνάει στη νόησή μας την ιδέα των σχέσεων. Αυτή η ιδέα αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του καλλιτεχνικού έργου. Όσο πιο πλούσιο σε σχέσεις είναι ένα έργο τέχνης, τόσο πιο μεγάλο και Ωραίο είναι. Γι’ αυτό και το έργο τέχνης δεν κρίνεται μόνο από τα συναισθήματα που γεννά, αλλά και από τη λογική του. Από την άλλη η Φαντασία αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα της γνώσης και της επιστήμης.

Δυστυχώς, όμως, τα κριτήρια για την αποδοχή των έργων τέχνης στην Ελλάδα είναι πέραν της σχέσης του Ωραίου με το Κοινό Αγαθό. Κριτήριο για την αναγνώριση της τέχνης είναι ο βαθμός λαϊκισμού που αυτό περιέχει. Δεν είναι τυχαίο που η αποδοχή της τέχνης στην Ελλάδα κινείται ανάμεσα στη σταλινική αντίληψη του καλλιτέχνη ως «μηχανικού των ψυχών» και στην αντίληψη της Μελίνας Μερκούρη για τον καλλιτέχνη ως «φερέφωνο του λαού». Μεταξύ μιας αντίληψης που εξέφρασε ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του πιο ολοκληρωτικού συστήματος που γνώριζε η ανθρωπότητα στο όνομα μάλιστα του ανθρωπισμού (ο χιτλερισμός ήταν άλλης τάξης μεγέθους ιδεολογία) και μιας ιδανικής εκπρόσωπου του δημοκρατικού κοσμοπολίτικου επαρχιο-εθνοκεντρικού μικροαστισμού. Μιας «λαϊκής» ντίβας σε μια κοινωνία που αν και αστικοποιήθηκε μερικώς, ποτέ δεν βιομηχανοποιήθηκε (όπως υποστηρίζει στο υπέροχο βιβλίο του «Η ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920» ο Γ. Β. Δερτιλής). Μια κοινωνία που δεν κατόρθωσε να παρακολουθήσει μεγάλα στοιχεία του ευρωπαϊκού δρόμου: το διάλογο, το συμβιβασμό και κυρίως την κριτική των απόψεων γι’ αυτό που είναι και όχι για τις «προθέσεις» τους.

Νομίζω αυτά εξηγούν και τη μαζικότητα των διαδικτυακών «κανιβαλισμών» κατά του Πορτοκάλογλου.