Πολιτικη & Οικονομια

Πρώτα οι άνθρωποι ή πρώτα οι αριθμοί;

Yποτιμήσαμε την αξία των αριθμών

Δημήτρης Κούρκουλας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα τελευταία χρόνια υποτιμήσαμε την αξία των αριθμών. Είναι ένας από τους λόγους που φτάσαμε στη χρεοκοπία χωρίς καν να το πάρουμε χαμπάρι. Συνεχίσαμε μαζικούς διορισμούς στο δημόσιο την εποχή που η ύφεση είχε ήδη από το 2008 χτυπήσει την πόρτα μας. Περιμέναμε δημοσιονομικό έλλειμα 6% για το 2009 και μας προέκυψε 15%. Δεν μας αρέσουν οι αριθμοί γιατί, όταν είναι ακριβείς, καθρεφτίζουν την πραγματικότητα που αρνούμαστε να αποδεχθούμε. Διαφόρων αποχρώσεων λαϊκιστές διαλαλούν με κάθε ευκαιρία ότι, σε αντίθεση με τους άκαρδους τροϊκανούς των θεσμών, αυτοί βάζουν τον άνθρωπο πάνω από τους αριθμούς.

Είναι αυτονόητο ότι πίσω από τους αριθμούς των στατιστικών υπάρχουν άνθρωποι. Όταν μάλιστα μιλάμε για στατιστικές ύφεσης και ανεργίας υπάρχουν ανθρώπινες τραγωδίες. Η συνολική ευημερία ή ανέχεια των πολιτών δεν προκαλείται από τις στατιστικές αλλά καθρεφτίζεται σε αυτές. Είναι επίσης βέβαιο ότι από μόνη της η οικονομική μεγέθυνση μιας οικονομίας δεν επιφέρει βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών. Δεν αρκεί να μεγαλώσει η πίττα. Πρέπει να γίνει δίκαιη μοιρασιά και πρέπει ο παραχθείς πλούτος να χρησιμοποιηθεί για το σωστό σκοπό.

Ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index –HDI) είναι ένα εξαιρετικά αξιόπιστο και χρήσιμο εργαλείο μέτρησης της ανάπτυξης όχι μόνο με τη στενή έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης που αποτυπώνεται στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της οικονομίας αλλά λαμβάνοντας υπόψη πολλές σημαντικές παραμέτρους όπως η γνώση, η υγεία, το προσδόκιμο ζωής. Αναπτύχθηκε εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια από την UNDP (United Nations Development Program) που αποτελεί τον αναπτυξιακό βραχίονα του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών. Ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης είναι ο καλύτερος τρόπος μέτρησης των επιτευγμάτων μιας κοινωνίας σε κρίσιμους τομείς την ανθρώπινης διαβίωσης όπως η υγεία και η μακροβιότητα, η γνώση και η πρόσβαση σε υλικά αγαθά.

Ο πιο πρόσφατος δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης του 2014 κατατάσσει την Ελλάδα στη 29η θέση ανάμεσα σε 187 χώρες. Μεταξύ των 29 χωρών της ΕΕ η χώρα μας κατέχει τη 15η θέση, αμέσως μετά από Ιταλία, Ισπανία, Τσεχία και πάνω από Κύπρο και Εσθονία. Ανάμεσα στις 34 χώρες της ομάδας των πλουσίων, του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι 26η. Στην παγκόσμια κατάταξη οι γειτονικές μας χώρες είναι όλες πιο χαμηλά. Η Ρουμανία 54η, η Βουλγαρία 58η, η Τουρκία 69η, η Σερβία 77η η ΠΓΔΜ 84η και η Αλβανία 95η.

Οι χώρες BRICS που απέκτησαν αναπάντεχη δημοσιότητα και δημοτικότητα αφού θα αποτελούσαν υποτίθεται την εναλλακτική επαναστατική λύση σε περίπτωση οριστικής θεσμικής μας περιθωριοποίησης στην ΕΕ, βρίσκονται όλες πολύ πιο κάτω: η Βραζιλία 79η, η Ρωσία 57η, η Ινδία 135η, η Κίνα 91η και η Νότιος Αφρική 118η.

Για να έχουμε μια σφαιρική εικόνα της παγκόσμιας κατανομής πλούτου και ανάπτυξης αρκεί να σκεφτούμε ότι από τα 7,3 δις του παγκόσμιου πληθυσμού υπάρχει 1 δις που ζει σε χώρες με υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης από την Ελλάδα και 6,3 δις που ζουν σε χώρες με κατώτερο έως πολύ κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης.

Η παραπάνω αντικειμενική διαπίστωση είναι νομίζω αρκετή για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος την συμπυκνωμένης ανοησίας στην επαναλαμβανόμενη πρόταση ότι ο λαός μας μετά τα 5 χρόνια κρίσης «δεν έχει πλέον να χάσει τίποτα παραπάνω». Αγνοούν, όσοι ανεύθυνα χρησιμοποιούν τέτοια επιχειρήματα, ότι το πηγάδι είναι βαθύ και ότι η περίπτωση περαιτέρω φτωχοποίησης και κατρακύλας δεν είναι κάτι εξωπραγματικό. Αγνοούν επίσης ότι η ευημερία ενός λαού δεν αποφασίζεται ούτε υλοποιείται με προεδρικά διατάγματα, με νομοθετικά διατάγματα ή ομόφωνα ψηφισμένους νόμους της Βουλής. Οι νόμοι και τα διατάγματα ορίζουν σημαντικές πτυχές του πλαισίου που λειτουργεί η οικονομία μιας χώρας. Ο καθοριστικός όμως παράγων είναι η ανταγωνιστικότητα μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον. Με άλλα λόγια καθοριστικός παράγων είναι το μέγεθος της πίττας.

Αν σήμερα 6,3 δις του παγκόσμιου πληθυσμού -δηλαδή το 86%- ζουν σε χώρες με κατώτερο βιοτικό επίπεδο από το δικό μας δεν οφείλεται στην ασπλαχνία ή τον «νεοφιλελευθερισμό» ή «μερκελισμό» των πολιτικών τους ηγεσιών. Οφείλεται στο ότι δεν κατόρθωσαν συνολικά σαν κοινωνία να δημιουργήσουν με μεγαλύτερη επιτυχία τις συνθήκες παραγωγής πλούτου.

Για πολλές γενιές η χώρα μας πέτυχε συνεχή και πολλές φορές θεαματική βελτίωση των όρων διαβίωσης των Ελλήνων. Τα στοιχεία του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης των τελευταίων ετών δείχνουν ότι την περίοδο 2000-2013 ανάμεσα στις 50 πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου η Ελλάδα ήταν 15η σε ρυθμούς βελτίωσης της Ανθρώπινης Ανάπτυξης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η 5ετής κρίση θα έχει αρνητικό αποτέλεσμα σε πολλούς δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης και ότι η χώρα μας θα υποβιβασθεί στις επόμενες ετήσιες εκθέσεις του UNDP.

Αν συνεχίσουμε να σκιαμαχούμε με ανύπαρκτους εχθρούς, να εμπιστευόμαστε τον κάθε μαθητευόμενο μάγο που υπόσχεται πρόοδο χωρίς θυσίες και μεταρρυθμίσεις, αν συνεχίσουμε να ζούμε στο φανταστικό κόσμο των ονειρώξεων που κυριαρχεί σήμερα στη χώρα μας, τότε σύντομα θα βρεθούμε κοντά στις χώρες BRICS όχι μόνο σαν μέλη της υπό ίδρυση αναπτυξιακής τους τράπεζας – που ενδέχεται να έχει κάποιο ενδιαφέρον- αλλά κοντά στο τριτοκοσμικό επίπεδο του βιοτικού τους επιπέδου.

Αν επικεντρωθούμε στην ουσία, δηλαδή την βιώσιμη ανάπτυξη που δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε περιβάλλον δημοσιονομικής, νομισματικής και πολιτικής σταθερότητας, τότε θα διατηρήσουμε και ίσως θα βελτιώσουμε την αξιοζήλευτη θέση που χάρις στις προσπάθειες και τις σοφές επιλογές των προηγούμενων γενιών έχουμε κατακτήσει στον παγκόσμιο καταμερισμό πλούτου.