Πολιτικη & Οικονομια

Απαίτηση των καιρών η συναίνεση στην Παιδεία

Ομιλία στην εκδήλωση «Παιδεία 2015»

Γιάννης Κατσαρός
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κυρίες και κύριοι, ως δάσκαλος θα ξεκινήσω την ομιλία μου με την επίκληση των στίχων του Κώστα Βάρναλη, προκειμένου να εξηγήσω εξαρχής γιατί είμαστε εδώ. Λοιπόν, είμαστε εδώ, διότι δεν θέλουμε να μείνουμε «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, που προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!» Και ακόμα, είμαστε εδώ για να υπερασπιστούμε την πίστη μας σε ένα θαύμα που πρέπει να γίνει και που είχε αρχίσει με πολλούς αγώνες και μικρά μικρά βήματα να δρομολογείται στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Συντέλεσαν σε αυτό κυρίως οι αγώνες των δασκάλων κάθε βαθμίδας, οι οποίοι αποδόθηκαν σε προσπάθειες αναβάθμισης της δουλειάς τους σε όλα τα επίπεδα, ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες των καιρών και στα σήματα που εξέπεμψαν πολιτικές ηγεσίες που με τόλμη και μεγάλο πολιτικό κόστος προώθησαν μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Και τώρα βρισκόμαστε μπροστά στα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης στο χώρο της παιδείας, τα οποία είναι δυστυχώς απογοητευτικά.

Η κυβέρνηση αντί να θέσει προτεραιότητα:

α. στο τι μαθαίνουν τα παιδιά, δηλαδή τσην προώθηση της εφαρμογής των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών, που από το 2011 μένουν στα συρτάρια

β. στο πώς μορφώνονται οι εκπαιδευτικοί, δηλαδή την εφαρμογή ενός πλήρους συνεκτικού συστήματος επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών,

γ. στο πώς αυτά που δοκιμάστηκαν σε λίγα σχολεία θα πάνε σε όλα, δηλαδή την επέκταση σε όλους τους μαθητές του ολοκληρωμένου προγράμματος που προσφέρεται στα μεγάλα σχολεία της πρωτοβάθμιας με αγγλικά, εικαστικά, θέατρο, πληροφορική από την Α΄ τάξη και σε ολοκλήρωση των δομών και διαδικασιών που θα προσέφεραν πιστοποίηση σε Αγγλικά και ΤΠΕ στη Γ΄ Γυμνασίου

δ. Αντί να συνεχίσει την προσπάθεια για την αξιολόγηση, δηλαδή την αξιοκρατία, διορθώνοντας προβλήματα και στρεβλώσεις που είχε στην πρώτη θέσπιση και εφαρμογή της 

μας γυρίζει πίσω σε ό,τι μισήσαμε και μας κατέστρεψε ως χώρα, δηλαδή στην προώθηση των ημετέρων, των κομματικών, στην επιστροφή σε σχολεία της ήσσονος προσπάθειας και πανεπιστήμια του κομματικού συνδικαλισμού.

Αντί να πατήσει σε ό,τι χτίστηκε και να ανοίξει διάλογο για αλλαγές, που φυσικά χρειάζονται, προχωρά με ορμή στην υλοποίηση μιας ατζέντας για γκρέμισμα, που βασίζεται σε όσα υποσχέθηκε στις δυναμικές μειοψηφίες του «όχι σε όλα» πάνω στην έξαρση του αντιπολιτευτικού λαϊκισμού της. Θα σταθώ στο ζήτημα της επιλογής των διευθυντών σχολείων, γιατί το πώς γίνονται οι διευθυντές στα 14.000 σχολεία στη χώρα είναι παράμετρος που θα επηρεάσει την ποιότητα της παιδείας μας και ορίζεται από διατάξεις που περιέχονται στο νομοθέτημα που ψηφίζεται αύριο με μορφή κατεπείγοντος.

Τι είναι αυτό που οδηγεί την κυβέρνηση να αλλάξει με ανεξήγητη βιασύνη το σύστημα επιλογής του 2010, το οποίο καταξιώθηκε, αφού σχεδόν εκμηδενίστηκαν για πρώτη φορά οι προσφυγές και δεν αποδοκιμάστηκε κατά την εφαρμογή του ούτε από τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες, που είχαν καταγγείλει όλα τα προηγούμενα. Γιατί η κυβέρνηση:

- θέτει αντισυνταγματικούς περιορισμούς στην υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών.

- ισοπεδώνει τα επιστημονικά προσόντα των υποψηφίων και προωθεί την αρχαιότητα, την προϋπηρεσία και τις συνδικαλιστικές περγαμηνές, αδικώντας όσους με κόπο απέκτησαν επιστημονικά προσόντα και ιδιαίτερα τους νέους.

- βάζει τους δασκάλους να επιλέγουν τους διευθυντές με μυστική, αναιτιολόγητη ψήφο που θα μετατρέπεται σε μόρια, να αξιολογούν μόνοι αυτοί και να κρίνουν την εξέλιξη προσπαθειών ζωής άξιων εκπαιδευτικών.

Πολλοί αναγνωρίζουν ικανοποίηση ρεβανσιστικών διαθέσεων απέναντι στα στελέχη που λειτουργώντας θεσμικά υλοποίησαν για παράδειγμα την αυτο-αξιολόγηση. Οι ομοσπονδίες μιλούν για το προφανές, την προσπάθεια ελέγχου του διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης. Κάποιοι καλοπροαίρετα βλέπουν μια προσπάθεια αντιμετώπισης των παθογενειών της συνέντευξης του παρελθόντος. Μπορεί η εκλογή να παίξει τέτοιο ρόλο; Η αρνητική εμπειρία της πρόσφατης επιλογής υποδιευθυντών από τους συλλόγους διδασκόντων δεν επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία. Το αντίθετο.

Θα δώσω ένα παράδειγμα, γιατί πρέπει να καταλάβουμε πόσο είναι πιθανό να μη γίνουν διευθυντές άξιοι, ενώ είναι τόσο σημαντικό. Υποψήφιος με 10 χρόνια υπηρεσία, με δεύτερο πτυχίο, αγγλικά και γαλλικά και ΗΥ άριστα και μεταπτυχιακό στη διοίκηση της εκπαίδευσης μαζεύει 9 μόρια, ενώ ο συνυποψήφιος με 20 χρόνια υπηρεσίας και αγγλικά παίρνει 12. Αν ο σύλλογος των δασκάλων δεν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, δεν επιλέξει τεκμηριωμένα αυτόν που θεωρεί πραγματικά άξιο, αλλά ψηφίσει αυτόν που γνωρίζει καλύτερα επειδή είναι μαζί τόσα χρόνια ή είναι στην ίδια παράταξη, όπως δυστυχώς συνέβη σε πολλές περιπτώσεις με τις τελευταίες επιλογές υποδιευθυντών, καταλαβαίνετε ότι το σχολείο θα στερηθεί τον προσοντούχο διευθυντή.

Και αν δεν υπήρχαν οι περιορισμοί που τίθενται ίσως μπορούσε κάποιο άλλο σχολείο να έχει άξιο διευθυντή. Αλλά τώρα... ο προσοντούχος της περίπτωσης ελάχιστες ελπίδες έχει να γίνει διευθυντής σε κάποιο σχολείο.

Και από την άλλη, αναλογιστείτε τι θα γίνει στα σχολεία όπου πιθανόν θα γίνει διευθυντής κάποιος που υπερτερεί σε μετρήσιμα κριτήρια, αλλά μειοψήφησε στο ΣΔ. Πώς θα σταθεί σε ένα σύλλογο που δεν θα τον έχει ψηφίσει;

Μήπως, όμως, η εκλογή συμβάλλει στην ανάπτυξη κουλτούρας συμμετοχικής λήψης αποφάσεων; Η εμπειρία της Ισπανίας, της Βραζιλίας και όπου εφαρμόστηκαν ανάλογα συστήματα δεν δείχνει θετική επενέργεια στα αποτελέσματα των σχολείων.

Αντίθετα δείχνει ότι αναπτύχθηκαν:

- σχέσεις συναλλαγής, και διευθυντές σε ρόλο «Μαυρογυαλούρου», να προσπαθούν να γίνουν αρεστοί και να λειτουργούν σε καθεστώς ομηρείας στην ευαρέσκεια των μελών των Συλλόγων Διδασκόντων.

- διαίρεση των εκπαιδευτικών σε ενδυναμωμένη πλειοψηφία και περιθωριοποιημένη μειοψηφία, αρνητικό σχολικό κλίμα και σχέσεις

- εσωστρεφές, «κλειστό» σχολείο χωρίς δυνατότητα ανανέωσης των δυνάμεών του με όσα μπορούν να προσφέρουν ικανά στελέχη προερχόμενα από άλλα σχολικά περιβάλλοντα

- κορπορατισμός, σωματειακό κράτος, μια παρωχημένη αντίληψη, με επιβολή των συμφερόντων του σωματείου πάνω στα συμφέροντα των άλλων ομάδων ενδιαφερομένων, μαθητών, γονέων.

Αποτέλεσμα: το κύρος των διευθυντών μειώθηκε, ο ρόλος τους απαξιώθηκε, οι εκπαιδευτικοί που διέθεταν προσόντα σταμάτησαν να ενδιαφέρονται για υποψηφιότητα και το σύστημα άλλαξε, για να διορθωθούν τα προβλήματα.

Μήπως προωθεί τον εκδημοκρατισμό του σχολείου; Τα σχολεία μας μάλλον «σκάνε» από δημοκρατία. Το ελληνικό σχολείο φέρει προδιαγραφές και περγαμηνές δημοκρατικής οργάνωσης και λειτουργίας, όπως δείχνουν διαχρονικά όλες οι επιστημονικές έρευνες μετά το 1985. Είναι τουλάχιστον αντιφατικό να εγκαταλείπουμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο και να αντιγράφουμε στο όνομα του ιδεολογήματος του εκδημοκρατισμού το Πόρτο Αλέγκρε, όπου το έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας έναντι του δικού μας συστήματος είναι τεράστιο, αφού εκεί ο διευθυντής, μετά την εκλογή του αποφασίζει μόνος, χωρίς τη συμμετοχή του συλλόγου διδασκόντων.

Φίλες, φίλοι, χωρίς εμπνευσμένη ηγεσία, χωρίς στελέχη ικανά να υλοποιούν σύγχρονες εκπαιδευτικές πολιτικές, τα σχολειά μας δεν θα δουν προκοπή. Η κυβέρνηση εντείνει ιδεοληπτικά το ξήλωμα της μεταρρύθμισης που θέτει στο επίκεντρο τον μαθητή και το ρόλο του εκπαιδευτικού, επιβεβαιώνοντας άλλη μια φορά τη φράση «Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε» ενός πρωτεργάτη της μεταρρύθμισης του Νέου Σχολείου, του αείμνηστου Αλέξη Δημαρά.

Προφανώς, η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να προωθεί νομοθετικές ρυθμίσεις που αλλάζουν ή και ανατρέπουν εντελώς το υφιστάμενο πλαίσιο. Αυτό όμως πρέπει να γίνει με σύνεση και με συναίνεση για να σταματήσει το ράβε ξήλωνε. Εξάλλου αποτελεί κατάκτηση της δημοκρατίας το ότι το 2011 με το νόμο Διαμαντοπούλου για πρώτη φορά από την ίδρυση του κράτους είχαμε συναίνεση 255 βουλευτών στο μέγιστο θέμα των πανεπιστημίων και είναι κρίμα ότι η κυβερνητική κρίση του 2012 δεν επέτρεψε μια αντίστοιχη συναίνεση στη Βουλή σε θέματα δευτεροβάθμιας, ενώ υπήρχε διακομματική συμφωνία στην πολιτική του Νέου Σχολείου. Ενός σχεδίου που πάτησε στις προσπάθειες των 10 προηγούμενων χρόνων και σε αποφάσεις του ΕΣΥΠ. Δυστυχώς, χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την εμπέδωση της μεταρρύθμισης.

Δεν κατέθεσε προεκλογικά πρόγραμμα για την παιδεία η κυβέρνηση. Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι έχει λευκή επιταγή για επικίνδυνους πειραματισμούς που δεν υπηρετούν το μέλλον της Παιδείας και της νέας γενιάς της χώρας μας.

Γι’ αυτό είμαστε σήμερα εδώ.

- Για να υψώσουμε φωνή αγωνίας και διαμαρτυρίας.

- Για να οργανώσουμε τον αγώνα μας, για να αντισταθούμε σε πολιτικές που πάνε πίσω την Παιδεία μας.

- Για να ενώσουμε τις φωνές μας και να καλέσουμε την κυβέρνηση να υιοθετήσει την ήδη διατυπωμένη από την Άννα Διαμαντοπούλου πρόταση:

«Να επιδιώκει, ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας την ευρύτερη δυνατή θεσμική, κοινωνική και κοινοβουλευτική διαβούλευση που θα διαρκεί έως και ένα χρόνο και στη συνέχεια τη συναίνεση των 2/3 της Βουλής, δηλαδή την υπερψήφιση της πρότασης του από 200 τουλάχιστον βουλευτές».