- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σάββατο βράδυ, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης ανοίγει τις πόρτες του, 300 επίσημοι προσκεκλημένοι στα εγκαίνια και η τηλεόραση μεταδίδει ζωντανά σε όλους τους Έλληνες που θέλουν να δουν, να νιώσουν σαν να είναι και οι ίδιοι μέσα. Λόγοι, μεγάλα λόγια, όπως πάντα, πανηγυρικοί δεκάρικοι κι άλλα λόγια, πρόεδροι κι άλλοι πρόεδροι. Τα αναπόφευκτα. Μετά αρχίζει το ενδιαφέρον κομμάτι, ο πρόεδρος του μουσείου ξεναγεί τους επίσημους καλεσμένους στις πτέρυγες, δείχνει τα εκθέματα. Ξέρει τη δουλειά του, ξέρει να μιλάει, ζωντανεύει ιστορίες, εξηγεί. Εδώ δεν υπάρχουν δισταγμοί, δεν υπάρχουν διλήμματα, κάθε σκηνοθέτης, κάθε κάμεραμαν, κάθε τηλεοπτικό κανάλι έχει μόνο μια επιλογή. Να δείξει η κάμερα ό,τι βλέπουν τα μάτια των καλεσμένων, να μεταφέρει σε κάθε Έλληνα τις εικόνες που βλέπουν την ίδια στιγμή όσοι τυχεροί βρίσκονται μέσα στο μουσείο και ακούνε τον κ. Παντερμαλή. Κάθε μέσο ενημέρωσης του κόσμου μπορεί να κάνει μόνο αυτό, τίποτε άλλο. Κάθε μέσο ενημέρωσης του κόσμου, εκτός από την ελληνική τηλεόραση. Η οποία δύο ώρες δεν δείχνει τα εκθέματα που δείχνει ο πρόεδρος του μουσείου, αλλά δείχνει τον πρόεδρο του μουσείου, τον πρόεδρο της κυβέρνησης, τον πρόεδρο του κράτους, τον πρόεδρο της βουλής, τους υπουργούς. Οι ηλίθιοι κοιτάνε το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι. Η ελληνική τηλεόραση αποποιείται το ρόλο της, δεν είναι πια μέσο ενημέρωσης. Δεν δείχνει αυτό που βλέπουν οι επίσημοι, δείχνει τους επίσημους.
Και κάνει πολύ καλά. Η εικόνα χωρίς να το θέλει αποκαλύπτει έτσι, δολοφονικά, ποιο είναι το ρεπορτάζ, ποιο είναι το πραγματικό θέμα. Δεν είναι το νέο Μουσείο, δεν είναι καν τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Είναι οι επίσημοι, η χωροταξία στις σειρές καθισμάτων, είναι μια κυβέρνηση που αγωνιά να παρουσιάσει έργο, οι δελφίνοι που υποδέχονται μετά της συμβίας, σαν στο σπίτι τους, τους επισήμους στη δικιά τους τελετή-πρόκριμα αρχηγίας, η επανεκλογή του Μπαρόζο. Ιδρωμένα κοστούμια υποδέχονται άλλα ιδρωμένα κοστούμια, κοινοτοπίες διαδέχονται κλισέ, το δέος συναντά το μεγαλείο. Τόσο πολύ μεγαλείο πώς βγάζει άθροισμα τόσο πολύ άγχος και μιζέρια;
Θαμπώθηκε η ανθρωπότητα, γράφουν οι τίτλοι των εφημερίδων αποκαλύπτοντας με τη σειρά τους τους κρυμμένους μηχανισμούς, το άγχος που δεν καλύπτεται, τον πραγματικό στόχο. Φτιάξαμε ένα μεγάλο μουσείο, όπως αυτά που έχουν οι μεγάλες πόλεις. Έστω και αργά. Το ’φτιαξαν μεγάλοι δημιουργοί, όπως αυτοί που φτιάχνουν τα εμβληματικά κτίρια που αναδεικνύουν τις πόλεις. Όμως δεν μπορούμε να το χαρούμε. Τον Τσουμί δεν τον δείχνουν καν στα εγκαίνια, βγάζουν λόγο οι πρόεδροι, κάθε πρόεδρος κι ένα λόγο αφόρητης ματαιοδοξίας και κοινοτοπίας, αλλά ο κατασκευαστής του μουσείου, ο δημιουργός, δεν μιλάει, δεν φαίνεται πουθενά. Γιατί το θέμα δεν είναι το μουσείο, δεν είναι ούτε καν τα μάρμαρα. Σκασίλα τους και τα μάρμαρα. Το θέμα είναι η νέα μεγάλη ιδέα, να βρεθεί άλλος ένας εθνικός στόχος, ένας ενοποιητικός στόχος που θα επιβεβαιώνει άλλη μια φορά το ρεπερτόριο της περήφανης μειονεξίας: Εμείς καλοί, οι ξένοι κακοί, μας ζηλεύουν, μας επιβουλεύονται, μας παίρνουν το όνομα, τα μάρμαρα, το μεγαλείο.
Και όπως σε κάθε ιδεολογική κατασκευή, το αποτέλεσμα είναι πάντα ήττα. Το μουσείο είναι ένα μνημείο της πόλης, τα μάρμαρα μιλάνε μόνα τους, ζητάνε μόνα τους τα κομμάτια που τους λείπουν. Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Υπάρχει και μια αξιοπρέπεια στον τρόπο να ζητάς, δεν χρειάζεται να το πεις χίλιες φορές, αρκεί μία. Η αυτοπεποίθηση των έργων δεν υπάρχει, εδώ υπάρχει μόνο η γκρίνια, το κλαψούρισμα του loser. Που βαφτίζεται τώρα και πάντα «διεκδίκηση από τους ισχυρούς».
Μόνο που αυτά όλα είναι τόσο διάφανα που το καταλαβαίνουν όλοι. Και δεν είναι κανείς διατεθειμένος να παίξει τα δικά μας παιχνίδια. Ξέρουν ότι θα τους χρησιμοποιήσουν, γι’ αυτό δεν έρχεται κανένας. Και η λαμπρή τελετή περιορίζεται στους πολιτικούς της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Μολδαβίας, της Κύπρου και του Μαυροβουνίου, λες και είναι τριτοκοσμική τελετή της Eurovision.
Η Αθήνα απόκτησε το δικό της μουσείο, που θα μπει στα Μεγάλα Μουσεία του κόσμου. Αλλά σ’ αυτή τη γιορτή της Τέχνης και του Πολιτισμού δεν υπήρχαν προσκεκλημένοι από την Τέχνη και τον Πολιτισμό, δεν υπήρχαν μεγάλοι άνθρωποι, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, η δημιουργία ήταν απούσα από τα εγκαίνια. Γιόρταζε ένας χώρος πολιτισμού και ο χώρος έμοιαζε με σύνοδο υπουργών, αξιωματούχοι συνέχαιραν άλλους αξιωματούχους βήτα διαλογής σε μια φτηνιάρικη τελετή.
Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι μια γιορτή για την πόλη. Όλη η Αθήνα έπρεπε να γιόρταζε το βράδυ του Σαββάτου. Ο κόσμος να είχε πλημμυρίσει την Αρχαία Αγορά, στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου η αρχαία τέχνη να συναντούσε τη σύγχρονη, παραστάσεις στο Ηρώδειο, ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, ομιλίες, Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες μαζί, πυροτεχνήματα στον ουρανό, μια ολόκληρη πόλη να γιορτάζει τη γιορτή της αιώνιας δημιουργίας.
Αντί για γιορτή και χαρά, παρωχημένες σεμνές τελετές. Καθωσπρεπισμός, άγχος, μικροπολιτικές στρατηγικές, υστεροβουλία. Ιδρώτας, πρωτόκολλο και σφιγμένες γραβάτες. Ανταγωνισμοί και αισθήματα μειονεξίας, δεν ήρθε ο Ερντογάν. Μας πούλησε ο Σαρκοζί. Χωρίς καμία χαρά. Η Ελλάδα δεν είναι χαρούμενη. Η Ελλάδα ό,τι και να κάνει δεν παίρνει χαρά, δεν παίρνει πια χαρά από πουθενά, ακόμα κι αν τα καταφέρνει, ακόμα κι όταν κάνει ένα όμορφο, μεγάλο μουσείο. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, το αληθινό πρόβλημα. Η Ελλάδα δεν είναι χαρούμενη.