Πολιτικη & Οικονομια

Στη χώρα του Πουθενά

Η χώρα πορεύεται μεταξύ ενός «καμένου» τσάμικου και μαζικού τσικνίσματος στου Γουδή με φουστανέλα και κλαρίνο

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 522
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν κανείς επιθυμεί να σκιαγραφήσει την καρικατούρα ενός υπουργού τότε διαθέτει ένα άριστο δείγμα, τον κ. Πανούση. Προφανώς ο κ. υπουργός αντιμετωπίζει το πρόβλημα που παγίως αντιμετωπίζουν οι καθηγητές των πανεπιστημίων μας. Την αδυναμία διαχείρισης της πραγματικότητας. Βλέπετε οι καθηγητές των ξένων πανεπιστημίων προτιμούν τα αμφιθέατρα και τα εργαστήριά τους. Τιμούν μέχρι τέλους την επιστήμη τους. Στην Ελλάδα προτιμούν να συνδιαλέγονται με την εξουσία. Το αποτέλεσμα είναι οικτρό. Ο κ. Πανούσης είναι θύμα ενός ιδιόμορφου bullying. Τον έχουν πάρει στο ψιλό στην Κουμουνδούρου, στο Μαξίμου, βεβαίως και στα Εξάρχεια. Βλέποντας τα σκούρα αποζητά την προστασία του αφεντικού του. Επί ματαίω. Διερωτάται κανείς αν ο κ. Πανούσης θα ήταν αποτελεσματικότερος ως διαχειριστής ενός Kindergarten. Μάλλον όχι. Τα βρέφη βλέπετε είναι εξαιρετικά απαιτητικά, τα δε μικρά παιδιά είναι πολύ έξυπνα. Προφανώς ο κ. καθηγητής επιδίωκε να τερματίσει την καριέρα του ως μέλος μιας κυβέρνησης. Της όποιας κυβέρνησης. Τώρα ψελλίζει κάτι περί «βελούδινου διαζυγίου». Το σύνδρομο της Δημοκρατικής Αριστεράς τον καταδιώκει. Δυστυχώς η Ιστορία δεν του επιφυλάσσει ούτε μία αναφορά. Δεν διαθέτει καν τα χαρίσματα ενός Βαρουφάκη. Δεν θα έβλεπε ποτέ τον εαυτό του σε πρωτοσέλιδο ενός «Paris Match» όσο και αν το επιδίωκε. Άντε και καλή σύνταξη.

H σημερινή κυβέρνηση τοποθέτησε την κυρία Χριστοδουλοπούλου ως υπουργό επί της Μετανάστευσης. Καμία αντίρρηση, αρκεί μία υπουργός να διαθέτει τη δυνατότητα να διαχωρίζει τον κυβερνητικό της ρόλο από εκείνον του μέλους του γνωστού FORUM. Ανέμενε την Τρίτη της Λαμπρής για να εκστομίσει το απαράμιλλο: «Κανείς πρόσφυγας δεν μένει στο δρόμο. Τους βλέπετε στην Ομόνοια γιατί λιάζονται». Αν ήμουν πρόσφυγας ή οικονομικός μετανάστης θα αισθανόμουν προσβεβλημένος. Δεν θα είχα ξεκινήσει από το Χαλέπι ή το Τικρίτ με ένα μπογαλάκι για να σωθώ, ούτε θα σκυλοπνιγόμουν ανοιχτά της Γαύδου στο δρόμο για την Ιταλία, ούτε θα πλήρωνα από το υστέρημα της οικογένειάς μου 3.000 ευρώ σε κάποιον απατεώνα Αιγύπτιο διακινητή ανθρώπινων ψυχών για να μπαρκάρω σε ένα σαπάκι, για να ακούσω μία υπουργό μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα ότι λιάζομαι στην Ομόνοια. Η κυρία υπουργός αντιλαμβάνεται προφανώς το μεταναστευτικό ζήτημα ως άσκηση επί χάρτου σε κάποιο γραφειάκι της Amnesty International στο Λονδίνο. Νομίζει ότι η προσφυγιά είναι μία υπόθεση χωροταξικής ή ακόμη και ξενοδοχειακού τύπου διαχείρισης. Κανείς δεν λιάζεται, κυρία μου, όταν είναι ασφαλής, έχει δουλειά, σχολειό για το παιδί του, ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι του, ένα φάρμακο για τη σύντροφό του και πέντε γρόσια για να τα στείλει πίσω στο χωριό του. Λιάζεται όταν δεν έχει τίποτε από τα παραπάνω και λαχταρά ακόμη και να παρανομήσει για να τα αποκτήσει. Αυτή είναι η προσφυγιά, κυρία μου, αν ποτέ αναλογιστήκατε ότι το φαινόμενο είναι πολύ παλαιότερο σε ηλικία από ένα σύνθημα σε διαδήλωση και από μία ανούσια δημοσιογραφική κουβέντα σε κάποιον τηλεοπτικό σταθμό. Υπάρχει μία διαφορά, βλέπετε, μεταξύ της επικοινωνιακής παρακμής και ενός μείζονος πολιτικού και στρατηγικά οικονομικού ζητήματος που είναι το σύγχρονο τσουνάμι μετανάστευσης από την Ανατολή στη Δύση.

Ο πρωθυπουργός ήταν πολύ συνοφρυωμένος εκείνο το απόγευμα στη Μόσχα. Και με το δίκιο του. Κάποια στιγμή, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, άλλωστε όλες πια οι ερωτήσεις είναι πάνω κάτω ίδιες, αναφέρθηκε στις ελληνικές τράπεζες. Είπε λοιπόν ότι δεν υφίσταται στη χώρα του ένα ανεξάρτητο τραπεζικό σύστημα αφού τον έλεγχο τον ασκεί η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και πως για το λόγο αυτό θα πρέπει να ανακαλύπτονται ευλύγιστες πολιτικές προκειμένου να μην υπάρχουν συγκρούσεις και ασυμβίβαστα εντός της ΕΕ. Ήταν ο τρόπος που το είπε, που ξενίζει. Σαν να αναπολούσε τα παλιά με μία έκδηλη νοσταλγία στον τόνο της φωνής του. Ο άνθρωπος, είναι πλέον σαφές, δεν γουστάρει την Ευρώπη και την ολοκλήρωσή της. Δεν θέλει Ομοσπονδίες και κουραφέξαλα. Θέλει τη χώρα του να είναι ανεξάρτητη, εκτός πλαισίου, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς κοινό νόμισμα, με τις τράπεζες δικές του να κάνει τα κουμάντα του, με τον Τσακαλώτο να ασκεί ιδιότυπο σοσιαλισμό ανατολικού τύπου, θέλει, βρε παιδί μου, έναν αναβαθμισμένο Μπααθισμό με ολίγη από Τίτο και Μιλόσεβιτς, με συνταγή Πούτιν, με ισχύ ανάλογη του Ερντογάν και ιδεολογική ηγεμονία Αχμαντινετζάντ. Όλα αυτά σε χριστιανικό περιβάλλον, με προπαντός εθνικά ιδεώδη και βαλκανικά ήθη.

Ναι, ο κ. πρωθυπουργός ήταν πολύ συνοφρυωμένος. Για να παίξεις με τους διεθνείς αγωγούς ώστε να αισθάνεσαι ότι είσαι παίκτης με αναβαθμισμένο ρόλο, χρειάζεσαι δισεκατομμύρια, πολλούς πελάτες, διασφαλισμένα τα νώτα σου, καλούς συνεργάτες, άριστους γειτόνους, ανεκτικούς πολίτες, υψηλό μορφωτικό δείκτη της κοινωνίας, καλούς ρυθμούς ανάπτυξης, διασφαλισμένο κοινωνικό σύστημα και ασφαλιστικό, σύστημα Υγείας που ρολάρει και επενδυτικό ενδιαφέρον. Ο κ. πρωθυπουργός εκεί κάπου στο Κρεμλίνο προφανώς και αντιλαμβανόταν ότι δεν διαθέτει τίποτε από τα παραπάνω και πως με έναν Βαρουφάκη και έναν Σκουρλέτη και έναν Παππά το όνειρο θα αργήσει πολύ να έρθει.

Κάποιοι επαίσχυντοι δημοσιογράφοι εκεί πέρα στην Εσπερία που εργάζονται σε έντυπα που «παίζουν παιγνίδια» κατά τον κ. Παπαδημούλη, τόλμησαν να αναφερθούν σε δύο σενάρια. Το ένα αφορά το ενδεχόμενο προσφυγής σε πρόωρες κάλπες, γύρω στον Ιούνιο. Το δεύτερο αφορά το ενδεχόμενο να επιθυμεί η ίδια η Αθήνα και να προετοιμάζεται για μία έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, το ευρώ. Γιατί όχι και από την Ένωση. Αν ο κ. Παπαδημούλης έκανε τον κόπο να ροβολήσει προς το «τρίγωνο της απελπισίας» μεταξύ Βασιλίσσης Σοφίας, Βουκουρεστίου έως την Κολοκοτρώνη θα αντιλαμβανόταν πως δεν χρειάζεσαι να «παίζεις παιγνίδια» για να δημοσιεύσεις τέτοια σενάρια, όταν, καλά πληροφορημένοι και «έμπιστοι» δημοσιογράφοι, οικονομικοί παράγοντες και κυβερνητικοί τύποι πίνουν τα καφεδάκια τους ανακυκλώνοντας αυτές τις πληροφορίες. Αρκεί να «στήσει κανείς αυτί».

Η πορεία της χώρας κατά το τρίμηνο που μας πέρασε θυμίζει πολύ τον αστικό μύθο που θέλει κάτι πλούσιες κυρίες με τα μαύρα και ψηλοτάκουνες γόβες να κατεβαίνουν κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα στη Βαρβάκειο και να πληρώνουν, με διάθεση μείζονος αλτρουισμού, δεκάδες χιλιάδες ευρώ βοηθώντας αναξιοπαθούντες συμπολίτες μας. Ω του θαύματος, καμία από αυτές τις μαυροφορεμένες δεν βρέθηκε μπροστά από το φακό ενός κινητού τηλεφώνου ή μιας ταμπλέτας όταν «συλλαμβάνεται» διαδικτυακά ακόμη και η Πρόεδρος της Βουλής να διαπληκτίζεται σε βενζινάδικο της Αιδηψού. Με λίγα λόγια μούφα είναι η ιστορία. Κάπως έτσι πορεύεται και η χώρα, μεταξύ ενός «καμένου» τσάμικου και μαζικού τσικνίσματος στου Γουδή με φουστανέλα και κλαρίνο.


n.georgiadis1@yahoo.com