Πολιτικη & Οικονομια

Τι μάθανε οι Σαμαράς – Βενιζέλος στα χρόνια της κρίσης

H αυθόρμητη απάντηση είναι «τίποτα», αλλά ας το ψάξουμε λίγο

Δημήτρης Φύσσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

H αυθόρμητη απάντηση είναι «τίποτα», αλλά ας το ψάξουμε λίγο.

Πάμε πρώτα στο παρελθόν.

Ο κ. Σαμαράς βαρύνονταν από παλιά με σοβαρά ακροδεξιά βαρίδια. Ως υπουργός των Εξωτερικών, είχε σοβαρότατες ευθύνες για την όξυνση των σχέσεων με περίπου όλους τους χερσαίους γείτονές μας και είχε ειδικά μεγάλη ευθύνη για το μη κλείσιμο συμφωνίας με τη νεαρή (τότε) «Δημοκρατία της Μακεδονίας». «Κατάφερε» να ρίξει την κυβέρνηση του κόμματος του, έφτιαξε εκείνο το απίθανο ακροδεξιό κατασκεύασμα που κανείς σήμερα δε θυμάται, έκατσε σπίτι του κάμπσας χρόνια, επανήλθε ελέω Κώστα  Καραμανλή, πέρασε από την Ευρωβουλή όπου διακρίθηκε ως ακροδεξιός, έγινε υπουργός Πολιτισμού όπου διακρίθηκε ως διοριστής απάντων των Μεσσηνίων (συμβάλλοντας όσο μπορούσε στη διάλυση της οικονομίας κατά τη διαλυτική πενταετία του πρωθυπουργού του) και κατέληξε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας – ένα σταθερά παλαιοκομματικό στοιχείο. Σε αυτή τη θέση τον βρήκε το πρώτο μνημόνιο το Μάρτη του 2010.

Ο κ. Βενιζέλος είχε μπει στο ΠΑΣΟΚ μέσω Ανδρέα Παπανδρέου, του οποίου υπήρξε ένας από τους προσωπικούς συνταγματολόγους, στο βαθμό πoυ μπορεί να νοηθεί τέτοια ιδιότητα. Ως υπουργός δε θα έλεγε κανείς ότι άφησε και εποχή σε κανένα υπουργείο από όσα πέρασε (και δεν ήταν λίγα) άσε που μερικοί ισχυρίστηκαν –χωρίς κανένα στοιχείο, εννοείται– ότι δεν ήταν και άμεμπτες οι θητείες του (Πολιτισμού, Άμυνας, Οικονομικών κλπ). Βιάστηκε να δηλώσει «μελλοντικός αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης», μετά την ήττα του ΠΑΣΟΚ το 2007. Το 2009 μπήκε στην κυβέρνηση Παπανδρέου ως υπουργός Εθνικής Άμυνας – ένα σταθερά παλαιοκομματικό στοιχείο. Σε αυτή τη θέση τον βρήκε το πρώτο μνημόνιο το Μάρτη του 2010.

Και τώρα τα τελευταία χρόνια.

Ο κ. Σαμαράς ως αρχηγός της αντιπολίτευσης πολέμησε λυσσαλέα την κυβέρνηση Παπανδρέου, με ξεχωριστή επίδοση στον αντιευρωπαϊσμό και τον εθνικισμό, πράγμα που συνέβαλε πολύ στην αύξηση της Χρυσής Αυγής. Έκανε την φιλομνημονονιακή του «κωλοτούμπα», υπονόμευσε την κυβέρνηση Παπαδήμου, «κατάφερε» να κερδίσει 19% στις εκλογές του Μάη του 2012, αλλά το ανέβασε στο 30% τον Ιούνη κι έγινε πρωθυπουργός μέχρι το φετινό Γενάρη.

Ο κ. Βενιζέλος με τον ανασχηματισμό του 2011 βρέθηκε υπουργός Οικονομικών. Πήγε να κουνηθεί λίγο στην τρόικα, μαζεύτηκε άρον άρον, εισηγήθηκε το «χαράτσι» της ΔΕΗ, υπονόμευσε όσο μπορούσε τον Παπανδρέου και τελικά τον διαδέχτηκε στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Στις εκλογές του Μάη του 2012 «κατάφερε» να πάρει 13% και τον Ιούνη έπεσε στο 12%.

Από κει και πέρα η πορεία των δύο είναι σε μεγάλο βαθμό κοινή, αφού Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ συνασπίστηκαν (δεν με ενδιαφέρει, αυτή τη στιγμή, ο κ. Κουβέλης) και συγκυβέρνησαν το διάστημα από τον Ιούνη του 2012 μέχρι το Γενάρη του 2015. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, και οι δυο (ο πρωθυπουργός και ο λίγο αργότερα αντιπρόεδρός του) διακρίθηκαν για την απουσία προγράμματος και μεταρρυθμιστικής διάθεσης, ενώ «διακρίθηκαν» επίσης για το ότι «ερμήνευσαν» όλες τις μνημονιακές υποχρεώσεις τους ως συνεχή επέκταση και αύξηση της φορολόγησης έτσι ώστε να διατηρούνται στο απυρόβλητο όλοι οι «ημέτεροι» θύλακοι του συστήματος (πρόωρες συντάξεις, οι περισσότερες συντεχνίες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, στελέχη ΔΕΚΟ, μη ιδιωτικοποιήσεις, εκκλησία, όλο το συγκρότημα της Βουλής – προεδρίας της Δημοκρατίας, τα κόμματά τους ως δανειολήπτες κλπ κλπ). Τελικά κατάφεραν να παρουσιάσουν με λογιστικό τρόπο πρωτογενές πλεόνασμα τραβηγμένο από τα μαλλιά, με αντίτιμο τεράστια ανεργία, φτώχεια και διάλυση του ιδιωτικού τομέα. Όταν όμως τόλμησαν να προσπαθήσουν να βγουν στις αγορές, έχοντας πιστέψει και οι ίδιοι το επιφαινόμενο success story τους, τιμωρήθηκαν από το ρεαλισμό της πιάτσας. Αυτό δεν τους εμπόδισε να συνεχίσουν την ψευδή επίφαση τού «Πάμε καλά, βγαίνουμε όπου να ΄ναι από το μνημόνιο», μέχρι που από το καλοκαίρι του 2014 παράτησαν κάθε εκσυγχρονιστική επίφαση και ξαναγύρισαν σε αυτό που ξέρανε καλά: την ακινησία.

Ο κ. Σαμαράς, προσωπικά, «διέπρεψε» επιπλέον με το να μην αντιλαμβάνεται ότι δεν ψηφιζόταν πια κυρίως από παραδοσιακούς δεξιούς (που οι περισσότεροι είχαν μετακομίσει σε άλλα, δεξιότερα κόμματα), αλλά από φιλοευρωπαϊστές που φοβόντουσαν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, κι έτσι δεν μπόρεσε (ούτε θέλησε) να μετακινήσει το κόμμα του προς το Κέντρο. Επίσης, φοβήθηκε και δε στήριξε τους ελάχιστους υπουργούς του που προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν τους χώρους ευθύνης τους: Χατζηδάκης (αυτόν τον έδιωξε κιόλας), Μητσοτάκης, Βρούτσης και (παρά τις όποιες ενστάσεις για άλλες πλευρές του) Γεωργιάδης. Τέλος, άργησε χαρακτηριστικά να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Αυγή, κι όταν το έκανε το έκανε σπασμωδικά και εκ των έσω υπονομευμένα (Μπαλτάκος κι όχι μόνο, ο νοών νοείτω).

Ο κ. Βενιζέλος, προσωπικά, «διέπρεψε», επιπλέον, με τις απίθανες τοποθετήσεις του για τη λίστα Λαγκάρντ, με τις προσπάθειές του να κρατηθεί στον αφρό και να επιβιώσει ως εκπρόσωπος διαφόρων κατά καιρούς δορυφορικών σχημάτων της Κεντροαριστεράς και με την αποξένωση του χώρου του από τους ελάχιστους εκσυγχρονιστές υπουργούς του Παπανδρέου: τον Μόσιαλο, το Ραγκούση, τη Διαμαντοπούλου. (Το ότι ξαναπήρε τον Λοβέρδο δεν μετράει, γιατί ο Λοβέρδος του 2014 δεν ήταν πια ο ίδιος που  είχε καταφέρει πράγματα ως υπουργός Υγείας του Παπανδρέου).

Η τραγωδία του φιλοευρωπαϊσμού και της μεταρρυθμιστικότητας στην Ελλάδα είναι ότι ως κύριοι εκφραστές τους μέχρι εκείνη τη στιγμή εμφανίζονταν αυτοί οι δύο έμφοβοι πολιτικοί, παλαιάς κοπής, δέσμιοι ο καθένας κι οι δυο μαζί του πολιτικού τους παρελθόντος και των δουλειών που επί δεκαετίες αναπτύσσανε με τις παντοίες δυνάμεις της αδράνειας.

Φτάνουμε στις 25 του Γενάρη, οπότε οι Σαμαράς-Βενιζέλος χάνουν τις εκλογές. Και ποια είναι η αντίδρασή τους;

Ο πρώτος επικαλείται το ψηλό ποσοστό που πήρε, προσπαθεί να κρατηθεί στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας με νύχια και με δόντια προσδοκώντας πτώση της κυβέρνησης Τσίπρα, σα να μπορεί να είναι ο ίδιος εναλλακτική λύση, ο άνθρωπος του χτες. Δεν προχωρεί σε αυτοκριτική κι αρνείται Συνέδριο, ποδηγετεί εξελίξεις στο κόμμα του, (νομίζει ότι) κερδίζει χρόνο κι ελπίζει.

Ο δεύτερος θα πάει σε Συνέδριο (όπου μεγαλόψυχα δέχτηκε να τεθεί θέμα ηγεσίας), εξακολουθεί όμως να «παίζει» τη γραμμή «ο λαός έκανε λάθος, δεν του είπαμε ψέματα αλλά αυτός μάς τιμώρησε. Πληρώσαμε για τη ρεαλιστική πολιτική μας». Κι αυτός, επίσης άνθρωπος του χτες, αν και παραμίκρυνε στο 4%, περιμένει την αποτυχία των ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ. Καμιά αυτοκριτική κι εδώ, καμιά συζήτηση ουσίας για το τι μπορούσε να γίνει και τι έγινε τελικά με τα μνημόνια.

Τελειώνω όπως άρχισα: Στα χρόνια της κρίσης, ο Σαμαράς κι ο Βενιζέλος δε μάθανε τίποτα. Και δε θα μπορούσαν να έχουν μάθει. Αν μπορούσαν, θα ήτανε δυο άλλοι, όχι αυτοί που είναι.


d.fyssas@gmail.com