Πολιτικη & Οικονομια

Αυτό το Πάσχα κράτα μικρό καλάθι

Για μία ακόμη φορά, με το καλάθι του Πάσχα η κυβέρνηση συνεχίζει να εκπαιδεύει τους πολίτες ότι οι τιμές ρυθμίζονται με αποφάσεις υπουργείων και όχι με βάση την αγορά. Πρόκειται βεβαίως για μία ακόμα (αυτ)απάτη

Γεωργία Πανοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αυτό το Πάσχα κράτα μικρό καλάθι

Το «καλάθι του Πάσχα» δεν είναι απλώς μια κακή οικονομική πολιτική. Είναι ένα ακόμα επεισόδιο στην εκπαίδευση μιας κοινωνίας στην ανορθολογικότητα

Το καλάθι του Πάσχα είναι η πιο πρόσφατη προσθήκη σε μια μακρά λίστα διοικητικών παρεμβάσεων στην ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Υποτίθεται πως πρόκειται για ένα έκτακτο μέτρο προστασίας του καταναλωτή, αλλά με τόσες ανανεώσεις και καλάθια ανά  περίσταση, έχουμε ξεχάσει πια ποιο είναι το «κανονικό» καθεστώς λειτουργίας της αγοράς.

Η πρώτη κυβέρνηση Μητσοτάκη κατήργησε, με ισχυρές αντιδράσεις, τις διοικητικά καθοριζόμενες τιμές για πολλά αγαθά. Η Αγορανομία ως υπηρεσία καταργήθηκε το 2000, αλλά παρέμεινε η υποχρέωση των επιχειρήσεων να αιτιολογούν στο Υπουργείο τις αυξήσεις τιμών. Καταργήθηκε και αυτή το 2013 με μνημονιακή επιταγή και με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που είχε γνωμοδοτήσει ότι η υποχρέωση αυτή «δεν συνιστά πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την αποτελεσματικότερη συμμόρφωση με τους κανόνες του ανταγωνισμού υπό το πρίσμα και την αρχή της αναλογικότητας, αλλά αντιθέτως συνιστά επέμβαση στη σφαίρα της οικονομικής ελευθερίας και μπορεί να οδηγήσει σωρευτικά σε στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής πώλησης».

Ωστόσο, το 2020, με αφορμή την πανδημία, εισήχθη νέο, πιο παρεμβατικό πλαίσιο διατίμησης, αρχικά για λίγα (παρα)φαρμακευτικά προϊόντα. Έκτοτε έχει καταστεί μόνιμο και έχει επεκταθεί σε διάφορα «καλάθια», καθώς ο σχετικός νόμος ανανεώνεται κάθε χρόνο, με νέες προσθήκες προϊόντων. Το 2020 υπήρχε η δικαιολογία της απότομης και έντονης αναντιστοιχίας μεταξύ της προσφοράς και ζήτησης ορισμένων προϊόντων (π.χ. αντισηπτικών, μασκών, τεστ), που άφηνε ενδεχομένως περιθώριο «μαυραγοριτισμού». Πέντε χρόνια μετά, το μόνο που δικαιολογεί τη διατήρηση αυτού του είδους των παρεμβάσεων του είναι η εμμονή στο πολιτικό αφήγημα του «κράτους-πατερούλη». Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού λοιπόν.

Το κράτος-πατερούλης επιλέγει ποια προϊόντα θα μπουν στο καλάθι, ποια γούστα και διατροφικές συνήθειες θα ικανοποιηθούν και, εμμέσως, ποιες εταιρείες και προμηθευτές θα ενισχυθούν. Για το καλό μας.

Το κυριότερο πρόβλημα όμως, που έχει μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες, δεν είναι η επιλογή, το διοικητικό βάρος στις επιχειρήσεις (που συχνά-πυκνά καλούνται σε ελέγχους), οι στρεβλώσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα και το αποτρεπτικό κίνητρο για την είσοδο νέων προϊόντων. Είναι το μήνυμα που στέλνουμε στους πολίτες-καταναλωτές: ότι οι τιμές δεν είναι αποτέλεσμα ποιότητας, κόστους, ανταγωνισμού και προσφοράς/ζήτησης, αλλά πολιτικής παρέμβασης. Ότι η κυβέρνηση μπορεί (και πρέπει) να καθορίζει τιμές. Και κάπως έτσι, αντί να εκπαιδεύουμε την κοινωνία σε βασικές αρχές οικονομίας, την εθίζουμε στη μαγική σκέψη (magical thinking).

Μια μαγική σκέψη που έρχεται να συναντήσει και να επιβεβαιώσει την εδραιωμένη άγνοια γύρω από τη λειτουργία της οικονομίας. Άλλωστε, τα οικονομικά δεν διδάσκονται σοβαρά στο σχολείο. Ούτε και η έννοια της ελεύθερης αγοράς. Έτσι, δεν είναι περίεργο που μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης βλέπει με συμπάθεια τις παρεμβάσεις στις τιμές, ούτε βεβαίως ότι εμπεδώνεται η πεποίθηση για τις «κακές πολυεθνικές» και «τους ξένους» που θέλουν το κακό μας.

Όμως μια κυβέρνηση που θέλει να λέγεται φιλελεύθερη, δεν μπορεί αν θέλει να είναι συνεπής να συνεχίζει αυτή την πρακτική. Και βεβαίως, δεν γίνεται να λες στον κόσμο ότι η ακρίβεια είναι αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία ή της διεθνούς κρίσης στην εφοδιαστική αλυσίδα -και να έχεις δίκιο για την επίπτωση αυτών των γεγονότων στην διαμόρφωση των τιμών- και ταυτόχρονα να υπονοείς ότι μπορείς να την τιθασεύσεις με ένα ακόμα «καλάθι». Δεν γίνεται να μιλάς για καινοτομία, επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα και ταυτόχρονα να επιμένεις σε λογικές κεντρικού ελέγχου τιμών.

Η διατήρηση και η επέκταση αυτών των ρυθμίσεων αποδομεί τη λογική του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς. Επιλέγουμε να βλέπουμε την οικονομία με όρους μικροπολιτικού εντυπωσιασμού.

Το «καλάθι του Πάσχα» λοιπόν δεν είναι απλώς μια κακή οικονομική πολιτική. Είναι ένα ακόμα επεισόδιο στην εκπαίδευση μιας κοινωνίας στην ανορθολογικότητα. Μπορεί να φανεί χρήσιμο στο δελτίο ειδήσεων. Αλλά σίγουρα δεν εκπαιδεύει τους πολίτες στη σωστή κατεύθυνση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ