Πολιτικη & Οικονομια

Γερμανικές εκλογές: Η αποδυνάμωση του CDU/CSU και η απαξίωση του SPD

Το τέλος μιας εποχής, το ξεκίνημα μιας νέας - Οι κρίσιμες ομοσπονδιακές κάλπες της Κυριακής

Άγης Παπαγεωργίου
Άγης Παπαγεωργίου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γερμανικές εκλογές: η αποδυνάμωση του CDU/CSU και η απαξίωση του SPD
© Michael Nguyen / NurPhoto via Getty Images

Εκλογές στη Γερμανία: Η πολιτική απαξίωση των κομμάτων CDU/CSU και SPD, η επόμενη μέρα για τη χώρα, οι εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα των ομοσπονδιακών εκλογών.

Έφτασε η ώρα, τόσο για τη Γερμανία, όσο και για την Ευρώπη. Την προσεχή Κυριακή, στις γερμανικές εκλογές οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες οι οποίες θα στηθούν στο πλαίσιο της διεξαγωγής των πρόωρων ομοσπονδιακών εκλογών, σε μια εκλογική διαδικασία η οποία αναμένεται να αναδιαμορφώσει την ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων τόσο εντός της Bundestag, όσο και ευρύτερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν όχι και της Δύσης, χωρίς καμία υπερβολή.

Η –αναμενόμενη, αλλά και εξαιρετικά αγχωτική– επικράτηση του CDU/CSU, σε συνδυασμό με την εκλογική καταβαράθρωση των κομμάτων της απερχόμενης κυβέρνησης, SPD και Πρασίνων, τον κοινοβουλευτικό εξωστρακισμό των Φιλελεύθερων, και –φυσικά– την ανάδειξη του AfD ως το κόμμα της γερμανικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα αποτελέσει μια πραγματικότητα την οποία κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει πριν από δέκα χρόνια· μια πραγματικότητα.

Καμία ανάλυση οποιασδήποτε εκλογικής διαδικασίας –τουλάχιστον στη Δύση– δεν μπορεί να αγνοήσει τη σημασία μιας πληθώρας οικονομικών παραγόντων. Ωστόσο, παρότι η απαξίωση του γερμανικού οικονομικού μοντέλου αποτελεί αδιαμφησβήτητο γεγονός, θα ήταν τουλάχιστον ελλιπές να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τις δυναμικές οι οποίες έχουν διαμορφωθεί εντός του γερμανικού εκλογικού σώματος ενόψει των εκλογών της Κυριακής· οι τεκτονικές αλλαγές τις οποίες θα επισημοποιήσει το αποτέλεσμα έχουν πολυπαραγοντικά αίτια, και αποδεικνύουν πως η θρυλική –πλέον– φράση του James Carville, εκλογικού στρατηγικού συμβούλου του Bill Clinton πίσω στο 1992, “its the economy, stupid”, δεν αρκεί πάντα ώστε να συνοψίσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα, πόσο μάλλον δε ένα πολυσύνθετο κοινωνικό φαινόμενο.

Την Κυριακή, η Γερμανία –αλλά και η διεθνής κοινότητα– θα συνειδητοποιήσει πως η ατμομηχανή της Ευρώπης έχει πλέον αλλάξει, περισσότερο απ’ όσο και η ίδια ποτέ θα περίμενε, ακριβώς επειδή τα δύο της κραταιά πολιτικά κόμματα βρίσκονται σε μια παρατεταμένη φάση απαξίωσης, τουλάχιστον συγκριτικά με τη σύγχρονη τους ιστορία.

Το AfD και η ιδεολογική ακροβασία του SPD

Μια πρώτη ερμηνεία της μερικής πολιτικής απαξίωσης των CDU/CSU και SPD αφορά την κοινή μεταβολή της ταυτότητα τους –τόσο σε ιδεολογικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο– η οποία εξακολουθεί να αποξενώνει σε σημαντικό βαθμό έναν κρίσιμο αριθμό Γερμανών ψηφοφόρων. Στην περίπτωση του SPD, το πάλαι ποτέ κόμμα της γερμανικής –αν όχι και της ευρωπαϊκής– σοσιαλδημοκρατίας βρίσκεται επί της ουσίας σε μια μακρά αναζήτηση ιδεολογικού άξονα, καθώς η σταδιακή του μετατόπιση προς το κέντρο από τα μέσα των 00s και μετά απέτυχε να διευρύνει το εκλογικό του ακροατήριο· η –έστω και πρόσκαιρη– μετακίνηση των περισσότερο αριστερών ψηφοφόρων του προς το –επίσης απαξιωμένο πλέον– Die Linke σε συνδυασμό με την εγγενή ικανότητα του CDU/CSU να εκφράσει και να υιοθετήσει μια σειρά πολιτικών επιλογών υπέρ της ελεύθερης αγοράς ουσιαστικά περιόρισαν σε καθοριστικό βαθμό την ευρύτερη απήχηση του κόμματος εντός της γερμανικής κοινωνίας.

Δεν είναι τυχαίο πως η τελευταία φορά πριν από τις εκλογές του 2021 –όπου ο απερχόμενος Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, αντιμετώπισε τον ανεκδιήγητο Άρμιν Λάσετ– που το SPD επικράτησε σε ομοσπονδιακές εκλογές ήταν πίσω στο μακρινό 2002. Θέτοντάς το διαφορετικά, μέσω μιας βίαιης μετακίνησης προς το κέντρο –αλλά και προς τον πολιτικό πραγματισμό, παραδόξως– το SPD απώλεσε την ιδεολογική του ταυτότητα, καταδικάζοντας εαυτόν σε σχεδόν 20 χρόνια υποτέλειας έναντι του CDU/CSU.

Από τις εκλογές του 2005 μέχρι και εκείνες του 2018, το SPD περιορίστηκε στον μάλλον άχαρο ρόλο του μονίμου κυβερνητικού εταίρου του CDU/SPD

Επιπλέον, οι ιδιαιτερότητες του γερμανικού εκλογικού συστήματος –το οποίο ακολουθεί ένα πολύπλοκο αλλά αναλογικό εκλογικό σύστημα– κατέστησαν τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας ως τη μόνη λύση ώστε να εξασφαλιστεί η κυβερνησιμότητα της χώρας. Ωστόσο, στην πράξη αυτό σήμαινε αυτομάτως πως από τις εκλογές του 2005 μέχρι και εκείνες του 2018, το SPD περιορίστηκε στον μάλλον άχαρο ρόλο του μονίμου κυβερνητικού εταίρου του CDU/SPD, γεγονός που αδιαμφησβήτητα διάβρωσε σταδιακά την αυτόφωτη κυβερνητική προοπτική της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, στερώντας από κάθε ηγέτη του ανεξαιρέτως τη δυνατότητα δημιουργίας και διατήρησης ενός κυβερνητικού μομέντουμ. Θέτοντάς το διαφορετικά, ποτέ κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα μέχρι και τις εκλογές του 2021 –οι οποίες διεξήχθησαν σε μια ιδιαίτερη συγκυρία, μετά και την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την Καγκελαρία– το SPD δεν κατάφερε να παρουσιάσει το πρόγραμμα του ως μια εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, αλλά αντίθετα αποτέλεσε ένα αξιόπιστο μεν, ωστόσο συμπλήρωμα δε, του μεγαλύτερου πολιτικού του αντιπάλου· η συναινετική πολιτική κουλτούρα των δύο κραταιών κομμάτων –η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο διθυράμβων εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας– μπορεί να επωφέλησε τη Γερμανία σχεδόν στον απόλυτο βαθμό, ωστόσο είχε έναν ξεκάθαρο ηττημένο: το SPD.

Γερμανικές εκλογές: η αποδυνάμωση του CDU/CSU και η απαξίωση του SPD
© EPA / Kay Nietfeld

Σε αυτό το πλαίσιο, η απρόσμενη επικράτηση του κόμματος στις εκλογές του 2021 αποτέλεσε μια ανέλπιστη –και ιστορική– ευκαιρία ώστε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία να επαναπροσδιορίσει εαυτόν, και μέσω μιας επιτυχημένης κυβερνητικής θητείας, να εξελιχθεί εκ νέου σε μια συστημική –αντί για συγκυριακή– κυβερνητική εναλλακτική έναντι του CDU/CSU. Όμως, η καταστροφική θητεία του Σολτς, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και σε μια σειρά εξωγενών κρίσεων οι οποίες όμως ανέδειξαν ορισμένες συστημικές αδυναμίες του γερμανικού οικονομικού μοντέλου, αποτέλεσε επί της ουσίας το τελευταίο καρφί στο πολιτικό φέρετρο του SPD, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να επικρατήσει στις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές, όποτε και αν αυτές πραγματοποιούνταν· το γεγονός πως ο ίδιος ο Σολτς προκήρυξε τις εκλογές της Κυριακής γνωρίζοντας πως θα ηττηθεί, μετά και την κατάρρευση της κυβέρνησης συνεργασίας που είχε σχηματίσει με τους Πράσινους, αλλά και τους Φιλελεύθερους μέχρι ένα χρονικό σημείο, αποτελεί και τη σαφέστερη ένδειξη της ευρύτερης πολιτικής απαξίωσης τόσο της κυβέρνησης του, όσο και του κόμματος σε ευρύτερο επίπεδο.

Η μετάλλαξη του CDU/CSU, και η προσπάθεια αναίρεσής της

Σε αντίθεση με το SPD, το CDU/CSU διατηρεί σε υπολογίσιμο βαθμό τις δυνάμεις του, αποτελώντας πλέον μακράν την ισχυρότερη πολιτική δύναμη στη χώρα, αλλά και τον αδιαμφησβήτητο πυλώνα της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης· ωστόσο, θα ήταν λάθος να χαρακτηρίσει κανείς μια κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό το CDU/CSU ως μια επιστροφή στην κανονικότητα των ετών της γερμανικής ευημερίας, καθώς –μεταξύ άλλων– η γερμανική κεντροδεξιά θα περιοριστεί σε ιστορικά χαμηλό ποσοστό, για τα ιστορικά και πολιτικά δεδομένα της χώρας. Σε έναν βαθμό, η μείωση της πολιτικής απήχησης του CDU/CSU –και η οποία προκύπτει και μετά από σχεδόν 5 έτη στη θέση της εξιωματικής αντιπολίτευσης απέναντι σε μια αντικειμενικά αποτυχημένη και πολιτικά αδύναμη κυβέρνηση– οφείλεται στην πρότερη επιτυχία του κόμματος ώστε να εκφράσει ένα διευρυμένο στρώμα της γερμανικής κοινωνίας. Επί των ημερών της Άνγκελα Μέρκελ, το CDU/CSU μετακινήθηκε με φόρα προς το κέντρο, σε μια στρατηγική η οποία μπορεί μεν να εξαΰλωσε την κυβερνητική προοπτική του SPD, αλλοιώνοντας ωστόσο με τη σειρά της τον ιδεολογικό πυρήνα του κόμματος, και αφήνοντας τον παραδοσιακό γερμανικό συντηρητισμό επί της ουσίας άστεγο, με τους συντηρητικότερους Γερμανούς ψηφοφόρους –και τους πολιτικούς τους εκφραστές εντός του CDU/CSU, μεταξύ αυτών και του νυν επικεφαλής του– να περιορίζονται στον ρόλο της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, την οποία ωστόσο η Μέρκελ κατάφερνε να κατευνάζει, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.

Η πολιτική των ανοιχτών συνόρων οδήγησε στη μετακίνηση περίπου 1 εκ. αιτούντων άσυλο –κυρίως από Συρία, Αφγανιστάν και Ιράκ– εντός της γερμανικής επικράτειας

Εκεί, ωστόσο, η μακροβιότερη Καγκελάριος της γερμανικής ιστορίας πραγματοποίησε το δεύτερο μοιραίο λάθος της πολιτικής της καριέρας – αφότου δηλαδή εξάρτησε τη χώρα πλήρως από τη Ρωσία, σε ενεργειακό επίπεδο, με τις συνέπειες να είναι πλέον γνωστές τοις πάσι. Συγκεκριμένα, η απόφαση της Μέρκελ ώστε να υιοθετήσει μια –περιττά, βλέποντας το από απόσταση και με βάση την οικονομική και παραγωγική πραγματικότητα της χώρας σε εκείνον τον πολιτικό χρόνο– μεταναστευτική πολιτική στο πλαίσιο της προσφυγικής κρίσης του 2015, οι συνέπειες της οποίας δύσκολα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο κατακλυσμικές για τη γερμανική πολιτική σκηνή.

Η πολιτική των ανοιχτών συνόρων και του “Wif Schaffen Das” οδήγησε στη μετακίνηση περίπου ενός εκατομμυρίου αιτούντων άσυλο –κυρίως από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ– εντός της γερμανικής επικράτειας, γεγονός που προκάλεσε πρωτοφανείς πολιτικές αντιδράσεις, και ιδιαίτερα στην πρώην Ανατολική Γερμανία όπου μετακινήθηκαν οι περισσότεροι εξ’ αυτών, λόγων του χαμηλότερου συγκριτικά κόστους ζωής· σημειολογικά, το εξωπραγματικό πολιτικό μομέντουμ του AfD έχει τις ρίζες του στην ραγδαία αύξηση της απήχησης του αντιμεταναστευτικού και αντιμουσουλμανικού του πολιτικού αφηγήματος στα ανατολικά κρατίδια της χώρας, η οποία αποτέλεσε άμεση απόρροια της μεταναστευτικής πολιτικής των δύο τελευταίων κυβερνήσεων της Μέρκελ. Η αδυναμία, δε, της πρώην Καγκελαρίου ώστε να αναγνωρίσει άμεσα το κολοσσιαίο της λάθος, υιοθετώντας εξίσου άμεσα διορθωτικά μέτρα –αλλά και την αντίστοιχη ρητορική ώστε να κατευνάσει τους φόβους ενός τμήματος του γερμανικού εκλογικού σώματος σχετικά με τη διαφύλαξη της ταυτότητας της χώρας– συνετέλεσε ακόμα περισσότερο στην αλλοίωση του ιδεολογικού πυρήνα του CDU/CSU.

Γερμανικές εκλογές: η αποδυνάμωση του CDU/CSU και η απαξίωση του SPD
© EPA / Michael Kappeler

Από την πλευρά του, ο Μερτς –ο οποίος αποτέλεσε σφοδρό επικριτή της μεταναστευτικής πολιτικής της Μέρκελ– έχει μεν προσπαθήσει να μετακινήσει το κόμμα προς τα δεξιότερα, όπου εξάλλου ανήκει ιδεολογικά και ο ίδιος, ωστόσο η συγκεκριμένη στροφή συντελείται μάλλον καθυστερημένα. Ο λόγος είναι πως, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το AfD εκμεταλλεύτηκε σε απόλυτο βαθμό τα νέα δημογραφικά και πολιτισμικά δεδομένα τα οποία προκάλεσε η μεταναστευτική πολιτική της Μέρκελ –όπως φυσικά και την τραυματική, για το CSU/CSU περίοδο της ηγεσίας του Λάσετ, η οποία βύθισε το κόμμα σε μια ακόμα βαθύτερη ιδεολογική περιδίνηση– νομιμοποιώντας παράλληλα μια αμιγώς συγκρουσιακή ρητορική, η οποία ενίοτε παραπέμπει στο ναζιστικό παρελθόν της χώρας, και την οποία ο Μερτς δε θα μπορούσε σε καμία απολύτως περίπτωση ούτε να προσεγγίσει, ούτε –και πόσο μάλλον δε– να μιμηθεί.

Η ευκαιρία ώστε το CDU/CSU να μετακινηθεί προς το συντηρητικότερο τμήμα του ιδεολογικού φάσματος χάθηκε το 2021

Στην ουσία, η ευκαιρία ώστε το CDU/CSU να μετακινηθεί προς το συντηρητικότερο τμήμα του ιδεολογικού φάσματος χάθηκε το 2021, όταν το CDU/CSU όφειλε να αναγνωρίσει την εσφαλμένη στρατηγική της ηγεσίας του στα μέσα της δεκαετίας, επιδεικνύοντας πολιτικά αντανακλαστικά, αλλά και περιορίζοντας τον βαθμό στον οποίο το AfD θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αδράνεια της γερμανικής κεντροδεξιάς· το παράθυρο της συγκεκριμένης ευκαιρίας πλέον δεν είναι καν μισάνοιχτο, κάτι που ο Μερτς συνειδητοποιεί με επώδυνο τρόπο, αντιμετωπίζοντας τα πυρά των παραδοσιακών ψηφοφόρων του κόμματος για τη δεξιά στροφή που επιχειρεί –κάπως απότομα ενίοτε, ομολογουμένως– ενώ ταυτόχρονα –και εύλογα– αποκλείει κάθε συνεργασία με το AfD, η οποία ωστόσο τσιμεντοποιεί το ποσοστό της γερμανικής ακροδεξιάς.

Γερμανικές εκλογές: η αποδυνάμωση του CDU/CSU και η απαξίωση του SPD
© EPA / Kay Nietfeld

Εκλογές στη Γερμανία: Το τέλος μιας εποχής, το ξεκίνημα μιας νέας

Οι 21ες γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές θα μείνουν στην ιστορία λόγω μιας πρωτοφανούς ιδιαιτερότητας, για τα μεταπολεμικά δεδομένα της χώρας: για πρώτη φορά από το 1949 μέχρι και την προσεχή Κυριακή, ο γερμανικός δικομματισμός θα διαρραγεί σε επίπεδο αποτελέσματος, καθώς το AfD θα κερδίσει –πλην ενός εξωφρενικά συγκλονιστικού απροόπτου, το οποίο δεν προκύπτει από κανένα ποιοτικό στοιχείο– τη δεύτερη θέση· αυτή θα είναι και η πρώτη φορά από το 1949 μέχρι και το 2021 που ένα άλλο κόμμα πλην των CDU/CSU και SPD θα πετύχει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Στη 2η θέση θα είναι ένας ακροδεξιός και ριζοσπαστικός πολιτικός σχηματισμός, ο οποίος καλεί τους Γερμανούς πολίτες να επανεξετάσουν τα κραταιά αφηγήματα της μεταπολεμικής Γερμανίας

Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, το CDU/CSU κυμαίνεται στο 29%, το AfD στο 21%, ενώ τα SPD και οι Πράσινοι κινούνται στο 16% και 13% αντίστοιχα. Η συγκεκριμένη συνθήκη από μόνη της αποτελεί μεν μια ιστορική παραδοξότητα, αλλά ταυτόχρονα και την ισχυρότερη ένδειξη μιας ευρύτερης απαξίωσης των κεντρογενών και φιλοευρωπαϊκών κυβερνητικών κομμάτων της χώρας, τα οποία –σημειολογικά– δεν υποχωρούν απέναντι σε μια φιλελεύθερη, φιλοευρωπαϊκή και μετριοπαθή πολιτική δύναμη –όπως συνέβη για παράδειγμα στη Γαλλία στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, με την εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν στη γαλλική προεδρία– αλλά αντιθέτως, απέναντι σε έναν απροκάλυπτα ακροδεξιό και ριζοσπαστικό πολιτικό σχηματισμό, ο οποίος μέσες-άκρες καλεί τους Γερμανούς πολίτες να επανεξετάσουν τα κραταιά αφηγήματα της μεταπολεμικής Γερμανίας, όσο και την συναινετική πολιτική κουλτούρα η οποία χαρακτήρισε τον ευρύτερο μεταψυχροπολεμικό πολιτικό χρόνο.

Ωστόσο, καθώς ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνεργασίας –αλλά όχι ενός μεγάλο συνασπισμού, πλέον– μεταξύ των CDU/CSU και SPD αποτελεί το πιθανότερο μετεκλογικό σενάριο για τη χώρα, τα δύο κόμματα θα έχουν μια ακόμα ευκαιρία ώστε να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητα τους· αν το CDU/CSU φαίνεται πως μπορεί να την εκμεταλλευτεί, έστω και στο όριο, για το SPD ενδεχομένως να είναι και η τελευταία, με όλα όσα αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το μέλλον της γερμανικής, αλλά και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο χυδαίος «υπερπατριωτισμός» παρελαύνει
Ο χυδαίος «υπερπατριωτισμός» παρελαύνει

Αν για το υβριστικό μέρος του συνθήματος για την Τουρκία υπήρξε κάποιου είδους αντιπαράθεση, για το κομμάτι που αφορούσε στο Κυπριακό ζήτημα δεν προβλημάτισε σχεδόν καθόλου τον δημόσιο διάλογο

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.