- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Κώστας Σημίτης και οι αντιλαϊκιστές ηγέτες της Μεταπολίτευσης
Το πρότυπο ηγεσίας με το οποίο πορεύτηκε σε όλη την πολιτική του διαδρομή
Κώστας Σημίτης 1936 - 2025: Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος γράφει για την προσφορά του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική και την Ελλάδα.
«Ο επαγγελματίας πολιτευτής είναι ακάματος δημοσιοσχεσίτης […]. Μια τέτοια συμπεριφορά ταιριάζει σε μια κοινωνία με αναπτυγμένους οικογενειακούς και προσωπικούς δεσμούς, η οποία θέλει ο βουλευτής να είναι ο “άνθρωπός” μας […]. Για να πετύχεις λοιπόν χρειάζεται να είσαι εξωστρεφής και να επιδεικνύεσαι. Με αυτή την έννοια ήμουν εσωστρεφής. Δεν έκανα εκείνο που δεν μου ταίριαζε. Δυσφορούσα, όταν με πίεζαν να ακολουθήσω τον κανόνα της επίδειξης. Και πολλές φορές φαινόμουν απόμακρος. Μ’ ενδιέφερε κυρίως να προσέχει ο κόσμος τις πολιτικές μου αναλύσεις και προτάσεις· να πείθω με επιχειρήματα. Δεν επιδίωξα να “πουλήσω” την εικόνα ενός ηγέτη που οδηγεί σταθερά τις μάζες προς ένα καλύτερο αύριο. Ο ναρκισσισμός είναι διαδεδομένος στην πολιτική ζωή. […] Η άμετρη αυτοπροβολή συγκαλύπτει την αβεβαιότητα αλλά και διάφορες ελλείψεις στην ικανότητα και την κρίση. Δηλώνει υπέρμετρο εγωισμό. Οι νάρκισσοι προκαλούν, έτσι, συνεχώς αντιπαλότητες και είναι δύσκολοι στη συνεργασία. Ορισμένοι πολιτικοί καλλιεργούν ένα προφίλ άλλοτε αρχηγικό, άλλοτε συμπονετικό, ανάλογα με την περίσταση. Η πολιτική πρέπει να διδάσκει και να υποδεικνύει εργαλεία λύσεων. Σε αυτή της την αποστολή δεν έχουν θέση τα μεγάλα λόγια, η αυτοπροβολή, το μελόδραμα. Ο πολιτικός πείθει όταν είναι ο εαυτός του, και όχι όταν υποδύεται τον κατάλληλο για κάθε στιγμή ρόλο. Η ιδέα ότι η αρχηγική και επιδεικτική συμπεριφορά χαρακτηρίζει μια ηγετική προσωπικότητα είναι διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία. Με ενοχλούσαν πολλές εκφράσεις του αρχηγικού μεσσιανικού λεξιλογίου: “σας εγγυώμαι”, “δεσμεύομαι”, “αναλαμβάνω προσωπικά την ευθύνη”, “σας υπόσχομαι προσωπικά”, “εγώ και το κόμμα”. Δεν υπαινίσσομαι ότι κατείχα ηγετικό ρόλο απέναντι στους πολίτες καταφεύγοντας σε φράσεις όπως: “σας καταλαβαίνω”, “θα εκφράσω τις επιθυμίες σας”, “θα αγωνιστώ για τα δίκαιά σας”. Η αριστοκρατική αντίληψη για την πολιτική μου ήταν ξένη. Ωστόσο, δεν ήμουν ούτε της σχολής του λαϊκού εκπροσώπου που συμφωνεί με όλες τις απόψεις και όλες τις ιδέες. Η συνήθης σε δεκάρικους λόγους φράση “ο λαός γνωρίζει και κρίνει” δεν με εξέφραζε. Πίστευα ότι τόσο οι πολιτικοί όσο και οι πολίτες έχουν ευθύνη για όσα συμβαίνουν στην χώρα και δεν επιτρέπεται να τη μεταθέτουν σε τρίτους, είτε στον “λαό” είτε σε διάφορους “άλλους” Έλληνες και ξένους».
Το παραπάνω παράθεμα είναι από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κώστα Σημίτη, «Δρόμοι ζωής» (Πόλις, 2015) και συμπυκνώνει αυθεντικά το πρότυπο ηγεσίας του με βάση το οποίο πορεύτηκε σε όλη την πολιτική του καριέρα στην μεταπολίτευση: επρόκειτο για ένα αντιλαϊκιστικό προφίλ, ενός μεθοδικού, ψύχραιμου, μετριοπαθή και ορθολογιστή πολιτικού, που δεν αρεσκόταν στην κολακεία του «λαού», και που χάρη στην ακαδημαϊκή του συγκρότηση είχε μάθει να μιλάει με συμπαγή επιχειρήματα και τεκμηριωμένες προτάσεις, και γενικώς να πολιτεύεται με βάση το απτό έργο του και όχι τις κούφιες υποσχέσεις. Υπήρξε επίσης ένας αταλάντευτος υπερασπιστής της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, εξ ου άλλωστε και επένδυσε τόσα πολλά στην ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, έστω και αν το κράτος δεν ήταν πλήρως έτοιμο γι’ αυτό το στοίχημα όπως αποδείχτηκε και από την χρεωκοπία που ακολούθησε (αυτό όμως δεν ήταν δική του ευθύνη). Τον ίδιο δρόμο εξάλλου ακολούθησε και για την περίπτωση της Κύπρου με τον αριστοτεχνικό χειρισμό της ένταξή της στην Ε.Ε. (έστω και πάλι αν αυτό αποδείχτηκε αργότερα αντικίνητρο για την επίλυση του προβλήματος της διχοτόμησής της. Αλλά ούτε αυτό ήταν δική του ευθύνη). Ήταν με άλλα λόγια ένας αντιεθνικιστής πατριώτης, υπό την έννοια ότι κατανοούσε την υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας αποκλειστικά μέσα στο πλέγμα των διεθνών ισορροπιών, και πάντοτε με όχημα τη ρεαλιστική διπλωματία και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Τέλος, ήταν εκείνος που το 2001 είχε το θάρρος να ξεκινήσει τη μεγάλη πρωτοβουλία της μεταρρύθμισης της «βόμβας» του ασφαλιστικού με την περίφημη πρόταση Γιαννίτση - Σπράου. Η αποτυχία της πρωτοβουλίας οφείλεται περισσότερο στην απουσία οποιασδήποτε συναίνεσης όχι μόνο στην αντιπολίτευση αλλά και εντός της κυβερνώσας παράταξης, και λιγότερο στο έλλειμμα ηγεσίας. Αν ο Σημίτης επέμενε να φέρει προς ψήφιση την πρόταση Γιαννίτση, η κυβέρνηση είναι σίγουρο ότι θα έπεφτε, την στιγμή που είχε μπροστά της το κυπριακό και την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Θα είχε αξία να προστεθεί εδώ και κάτι που ίσως υποτιμάται. Ο Κ. Σημίτης διατηρούσε στενότατες σχέσεις με την προοδευτική ιντελιγκέντσια της χώρας (ξεκινώντας από τον Ν. Θέμελη και τον Ν. Διαμαντούρο και φθάνοντας μέχρι τον Κ. Τσουκαλά και τον Γ. Δερτιλή, καθώς και πολλούς άλλους) Η αναφορά σε αυτό δεν γίνεται για να υποδηλώσει απλώς το «υψηλό» επίπεδο του πρώην πανεπιστημιακού που έγινε πρωθυπουργός αλλά για να δείξει τη μεγάλη εξάρτηση που έχει πάντα η εξουσία από την έγκυρη διανόηση, αν θέλει να διαθέτει εργαλεία σωστής ανάγνωσης του παρόντος και του μέλλοντος. Εντέλει, ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων, ιδεολογικών και υφολογικών, ήταν που του απέδωσε και τον χαρακτηρισμό του εκσυγχρονιστή, δηλαδή εκείνον τον ηγέτη που στο όνομα της προόδου της χώρας και της προώθησης του γενικού καλού είναι συχνά έτοιμος να λάβει και αντιδημοφιλείς αποφάσεις ευνοώντας έτσι τους περισσότερους έναντι των ισχυρών μειοψηφιών και των ομάδων συμφερόντων. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι παρά το προφίλ του αυτό, ο Σημίτης κατάφερνε και εκλέγονταν πρώτος βουλευτής Πειραιά επί σειρά ετών, γεγονός που δείχνει ότι αυτό που ονομάζουμε δημοφιλία είναι σύνθετο μέγεθος.
Αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την περίοδο της Μεταπολίτευσης, όχι με οδηγό τις πολιτικές παρατάξεις ή τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις αλλά με το ηγετικό προφίλ των εκάστοτε πρωθυπουργών, τότε μπορούμε να καταλήξουμε σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Οι τύποι ηγεσιών που χαρακτήρισαν αυτά τα 50 χρόνια της πολιτικής μας ζωής ήταν κατά βάση δύο, και βρίσκονταν σε όλες τις παρατάξεις: οι εθνολαϊκιστές και εθνεγέρτες που επένδυαν ιδιαίτερα στην υποτιθέμενα αδιαμεσολάβητη σχέση με τον «λαό» υποσχόμενοι να «αγωνιστούν για τα δίκαιά του», τα «λαϊκά» και τα «εθνικά». Εδώ μπορεί να συμπεριλάβει κανείς πρώτο και καλύτερο τον Ανδρέα Παπανδρέου αλλά και τον Κώστα Καραμανλή, τον Αλέξη Τσίπρα ή τον Αντώνη Σαμαρά (που πάντως ως πρωθυπουργός επέδειξε πολύ περισσότερο ρεαλισμό από ό,τι πριν και μετά τη θητεία του). Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι τόσο ο Κώστας Καραμανλής όσο και ο Αλέξης Τσίπρας έχουν εκφραστεί κατά καιρούς με κολακευτικό τρόπο για εκείνον που διατύπωσε το δόγμα, «η Ελλάδα στους Έλληνες» και έθεσε το πρότυπο του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού.
Και, από την άλλη πλευρά, οι αντιλαϊκιστές πολιτικοί που επειδή έθεταν το δημόσιο συμφέρον πάνω από το «δίκαιο του εργάτη», κατάφεραν να συνδέσουν το όνομά τους και με περισσότερες δομικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες συχνά μνημονεύουμε ως παρακαταθήκη της Μεταπολίτευσης. Εδώ, θα μπορούσε να αναφέρει κανείς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Κώστα Σημίτη και τον Κυριάκο Μητσοτάκη - που παρότι το έργο του ως εν ενεργεία πρωθυπουργός θα αποτιμηθεί ασφαλώς εν ευθέτω, έχει ωστόσο καταφέρει να εδραιώσει ήδη το προφίλ του αντιλαϊκιστή πολιτικού. Θεωρώ ότι θα ήταν δικαιότερο να αφήναμε έξω από αυτές τις δύο κατηγορίες τον κατά τα άλλα εκσυγχρονιστή Γιώργο Παπανδρέου που όμως ανέλαβε την «καυτή πατάτα» της διακυβέρνησης της χώρας στη φάση της χρεωκοπίας της, κατά την οποία δεν χωράνε εύκολες κρίσεις (αφήνουμε επίσης εκτός βραχύβιους πρωθυπουργούς κυβερνήσεων υπηρεσιακών ή ειδικού σκοπού όπως π.χ. τον Ζολώτα, τον Τζαννετάκη ή τον Παπαδήμο).
Αν δούμε τους ηγέτες της δεύτερης κατηγορίας, θα διαπιστώσουμε κοινούς τόπους στη ρητορική τους και μάλιστα σε προεκλογικές περιόδους ή και όταν ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση και θεωρητικά δεν κόστιζαν όσα έλεγαν. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν φοβόταν να επισημάνει σε προεκλογική του ομιλία στη Θεσσαλονίκη, στις 23 Οκτωβρίου 1977 ότι «Η Δημοκρατία προϋποθέτει ηγεσία που να έχει το θάρρος να λέγει την αλήθεια, αλλά και λαό που να έχει το θάρρος να ακούει την αλήθεια και να την τιμά.» Στο ίδιο πνεύμα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε πει τον Φεβρουάριο του 1993 για το Σκοπιανό κάτι διόλου δημοφιλές τότε: «Και αντίθετα, πρέπει να βλέπουμε, φίλες και φίλοι, λιγάκι μπροστά μας. Μετά από ένα χρόνο, πολύ περισσότερο μετά από δέκα χρόνια, κανείς δεν θα θυμάται αυτή την κουβέντα. Σαρανταπέντε χρόνια δεν την είχαμε ανακινήσει αυτή την συζήτηση. Σαρανταπέντε χρόνια δεν μας ενοχλούσε αυτό το όνομα. Θα το έχουμε ξεχάσει. Η ουσία μας ενδιαφέρει. Και αυτή η Δημοκρατία πρέπει να στηριχθεί στην Ελλάδα. Πρέπει να την στηρίξουμε να υπάρχει και να την προσεγγίσουμε να πλησιάσει προς εμάς». Ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωνε, τον Σεπτέμβριο του 2016 (σημειωτέον, όσο ήταν ακόμη στην αξιωματική αντιπολίτευση ως πρόεδρος της ΝΔ), ενόψει της ομιλίας του στη ΔΕΘ εκείνη τη χρονιά: «Στη σημερινή εποχή δεν είναι εύκολο να είναι κανείς αρεστός σε όλους. Και αν είναι αρεστός σε όλους, μάλλον θα σταματήσει να είναι χρήσιμος. Και εν όψει της Δ.Ε.Θ. δεν προτίθεμαι να επαναλάβω τα σφάλματα του παρελθόντος, να προδικάσω, δηλαδή, ένα πλέγμα ακοστολόγητων και μαξιμαλιστικών προτάσεων μόνο και μόνο για να είμαι αρεστός και ευχάριστος στο εθνικό ακροατήριο. Δεν ζητούν οι Έλληνες σήμερα αυτό από την ηγεσία τους. Αυτό το οποίο ζητούν είναι τεκμηριωμένες και συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες μπορεί ναι μερικές φορές να συνεπάγονται και ορισμένες δύσκολες επιλογές. Αυτό θα κάνουμε στη Δ.Ε.Θ.»
Αν δεν ήταν δημοφιλείς, τι ήταν τότε αυτό που τους οδήγησε και τους κράτησε στην εξουσία; Εδώ αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η ιστορική συγκυρία. Από τα συνολικά 50 χρόνια της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, οι αντιλαϊκιστές κυβέρνησαν τα 23 και οι υπόλοιποι, τα 27. Περίπου μοιρασμένα, με άλλα λόγια. Αν όμως κοιτάξουμε προσεκτικότερα το εκκρεμές των εναλλαγών τους στην εξουσία, θα δούμε ότι αυτά τα 23 χρόνια ήταν και τα κρισιμότερα καθώς έρχονταν πάντα μετά από μεγάλες εθνικές κρίσεις. Η επταετία Καραμανλή (και Ράλλη, 1974 - 1981) καλούνταν να εδραιώσει μια νεοπαγή Δημοκρατία μετά από μια καταστροφική χούντα και γενικώς από μια πολυετή κρίση των θεσμών που κρατούσε από το 1915. Τιτάνιο έργο, ομολογουμένως. Η τριετία Μητσοτάκη του πρεσβύτερου (1990 - 1993) ερχόταν μετά από το απώγειο του οικονομικού λαϊκισμού της δεκαετίας του 1980 που είχε οδηγήσει την χώρα σε παρολίγο χρεωκοπία. Η οκταετία Σημίτη (1996 - 2004) ήταν επιφορτισμένη με την τεράστια, στρατηγική πρόκληση της ένταξης στο Ευρώ. Και η μέχρι τώρα 5ετία του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε και έχει αποστολή την ανάταξη της χώρας μετά από την χρεωκοπία, την αντιμνημονιακή λαίλαπα και την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής της προοπτικής, την περασμένη δεκαετία.
Με άλλα λόγια, όσα ξήλωναν οι εθνολαϊκιστές, καλούνταν κατόπιν να τα συμμαζέψουν οι αντιλαϊκιστές. Στους τελευταίους ήταν που κατέφευγε η χώρα κάθε φορά που βρισκόταν ενώπιον μιας ιστορικής πρόκλησης για το μέλλον της. Και αφού έκαναν οι «αντιπαθητικοί» και οι «απόμακροι» τη δύσκολη δουλειά, έρχονταν ξανά μετά οι «συμπαθητικοί» και οι «συμπονετικοί» για να χαλαρώσουν τους κανόνες, και να ξαναρχίσει το πάρτι.
Αν κάτι συνεπώς πρέπει να κρατήσουμε από την παρακαταθήκη Σημίτη είναι η ανάγκη της αλλαγής της σχέσης μας με την εξουσία. Όσοι επιλέγουμε να μας κυβερνούν, δεν (πρέπει να) είναι «οι δικοί μας άνθρωποι» αλλά κάποιοι που απλώς έχουν κληθεί να κάνουν μια (μάλλον δυσάρεστη αλλά απαραίτητη) δουλειά για λογαριασμό μας. Συνομιλώντας ισότιμα εκτός από την εσωτερική και με την εξωτερική πολιτική σκηνή. Όπως το θέτει ο ίδιος ο Σημίτης στο βιβλίο του που στους δικούς του καιρούς συνομιλούσε με τον Τόνυ Μπλερ και τον Μπιλ Κλίντον: «Σε μια συνέντευξη με ρώτησαν αν οι Έλληνες θέλουν άλλον τύπο πολιτικού από εκείνον που ταιριάζει στους Ευρωπαίους. Απάντησα ότι “δεν υπάρχουν Ευρωπαίοι πολιτικοί και πολιτικοί της Ανατολής. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ευρωπαίοι χρειάζονται πολιτικούς που κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Και η δουλειά τους δεν είναι άλλη από το να λύνουν τα προβλήματα της χώρας'. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η Ελλάδα δεν είναι Ευρώπη, καλό είναι οι Έλληνες να αναζητούν ηγέτες που, πέρα από το εσωτερικό, απευθύνονται και στα ξένα ακροατήρια. Διαφορετικά, δεν θα είναι σε θέση να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της χώρας.»