Πολιτικη & Οικονομια

Διαφθορά στον Δημόσιο Τομέα: Τι είχες Ελλάδα, τι είχα πάντα

Δεν υπάρχει χειρότερη κατάντια από την ανοικτή «διαπαιδαγώγηση» της κοινωνίας στην παρανομία και στον χρηματισμό. Η κυβέρνηση έχει ευθύνη και πρέπει να την αναλάβει

Λεωνίδας Καστανάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο δημόσιος τομέας ασθενεί και μια από τις πολλές του ασθένειες είναι και η διαφθορά.

Πριν 10 χρόνια η μικρή Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού. Είχε χάσει σε μια νύχτα το 25% του ΑΕΠ της και φλέρταρε με την ανοικτή χρεοκοπία και την έξοδο από το ευρώ και, γιατί όχι, από την ΕΕ. Σήμερα η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από τον Μ.Ο της ευρωζώνης, δανείζεται με επιτόκιο χαμηλότερο από αυτό που δανείζεται η Γαλλία και μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τη Γερμανία, τη χώρα που της έλεγε «πόσα θέλεις για να φύγεις από την Ευρωζώνη να γλιτώσουμε». Ωστόσο, παρ’ όλη την ανάκαμψη της οικονομίας και την ανάπτυξη του ιδιωτικού, ο δημόσιος τομέας ασθενεί και μια από τις πολλές του ασθένειες είναι και η διαφθορά.

Παρά την εκτεταμένη μηχανοργάνωση, η γραφειοκρατία καλά κρατεί με αποτέλεσμα τη δημιουργία καθυστερήσεων, οι οποίες έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην λειτουργία των επιχειρήσεων όσο και στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Κλασσική και διασημότερη όλων η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, την οποία δεν έχουμε καταφέρει μέχρι στιγμής να περιορίσουμε. Είναι η ίδια η λειτουργία του κράτους με τον ωχαδερφισμό αλλά και την πολυνομία του που οδηγεί σχεδόν αυτόματα σε παράνομες και αθέμιτες διεξόδους.

Πρόσφατα γίναμε θεατές δύο σκανδάλων διαφθοράς στις εφορίες Χαλκίδας και Κέρκυρας, όπου οι κρατικοί υπάλληλοι εκβίαζαν με τη βοήθεια και ιδιωτών διάφορους επαγγελματίες των περιοχών αποσπώντας τεράστια χρηματικά ποσά. Η ιστορία αυτών των δοσοληψιών μεταξύ ελεγκτή και ελεγχόμενου με αντικείμενο τις λογιστικές διαφορές πρέπει να κρατάει από την εποχή της τουρκοκρατίας. Και στέκει αγέρωχη παρ’ όλες τις μεταρρυθμίσεις που έχουν επιχειρηθεί κατά καιρούς. Τόσα πηγαίνουν στο κράτος, τόσα στους επίορκους ΔΥ και τόσα στον επιχειρηματία, ώστε όλοι να είναι ευχαριστημένοι και να δουλεύει απρόσκοπτα η αγορά. Δηλαδή δεν πρόκειται ακριβώς για εκβιασμό, αλλά για μια συναλλαγή που όλοι βγαίνουν κερδισμένοι εκτός από το κράτος που χάνει σε έσοδα. 

Ένας άλλος τομέας, περίπτωση του οποίου έσκασε πρόσφατα στην Χαλκιδική, είναι οι πολεοδομίες. Ο χρηματισμός των πολεοδόμων για την έκδοση οικοδομικής άδειας σε εύλογο χρονικό διάστημα, το λεγόμενο «γρηγορόσημο», και η συγκάλυψη των παρανομιών κατά την κατασκευή. Παρανομίες που μπορεί να έχουν και ευρύτερες επιπτώσεις για την περιοχή στην οποία γίνονται. Ένα κτίσμα σε κάποια ακατάλληλη θέση, μια επιχωμάτωση μπορούν να προκαλέσουν πλημμύρες και φυσικά θύματα. Η πρόσφατη δολοφονία του τοπογράφου της Μυκόνου είναι ένα θλιβερό πλην όμως κορυφαίο γεγονός το οποίο φυσικά και μένει ανεξιχνίαστο. Όποιοι έχουν δουλέψει στις κατασκευές έχουν να σου διηγηθούν απίθανες ιστορίες για τους ποικίλους ευφάνταστους τρόπους «λαδώματος» σε βαθμό που είναι να απορείς πως δεν έχει ενδιαφερθεί το Χόλυγουντ να σκαρώσει μια σχετική ταινία. Διότι όλα αυτά δεν είναι μυστικά αλλά ανέκδοτα που κυκλοφορούν ευρέως εδώ και πολλά χρόνια και για συγκεκριμένες πολεοδομίες χωρίς κανένας μηχανισμός να ασχολείται με την αλήθεια ή όχι των ανεκδότων.

Φυσικά και το κράτος διαθέτει βαρβάτες, πολυάνθρωπες και πολυδάπανες υπηρεσίες καταπολέμησης της διαφθοράς, με πενιχρά ωστόσο αποτελέσματα. Η Ελλάδα συνεχίζει να είναι στα κόκκινα στους ευρωπαϊκούς δείκτες διαφάνειας και ακεραιότητας. Και οι περιπτώσεις που αναδύονται κατά καιρούς επιβεβαιώνουν την αβελτηρία και όχι την πρόοδο. Μάλιστα, η αγορά εκεί έξω λέει ότι τα παράνομα κυκλώματα δίνουν από μόνα τους, δηλαδή καρφώνουν, κάποιους επίορκους που αποθρασύνονται και υπερβαίνουν τα εσκαμμένα, ώστε να διασώσουν τους υπόλοιπους. Διότι η διαφθορά έχει και αυτή τους κανόνες της. Όποιοι χαλάνε την πιάτσα πρέπει να αποσύρονται, ώστε να επιβιώνει το σύστημα.

Και έπρεπε να προσαχθούν στις αστυνομικές αρχές 21 άτομα στη Χαλκιδική, και να βρεθεί ένα ζεστό εκατομμύριο ευρώ στα χέρια των παρανόμων για να εξαγγείλει αμέσως ο υπουργός τη δημιουργία μηχανισμού που θα εποπτεύει την αυθαίρετη δόμηση και θα γκρεμίζει τα νεότερα αυθαίρετα ώστε να μην υπάρχει κίνητρο για τη δημιουργία τους. Τώρα το θυμήθηκε, τι να πω, κάλιο αργά παρά ποτέ. Και εξήγγειλε ακόμα και δειγματοληπτικό έλεγχο σε όλες τις πολεοδομίες για θέματα διαφθοράς. Δηλαδή οι υπηρεσίες οι ίδιες δεν διαθέτουν τέτοιους μηχανισμούς, το κράτος δεν έχει εμπιστοσύνη στις διευθύνσεις τους και απαιτείται εξωτερικός μηχανισμός αδιάφθορων για να πιάσει τα λαμόγια. Αν αυτό δεν είναι η παραδοχή της ήττας του Δημόσιου Τομέα τότε ποιο είναι; 

Αν θέλουμε να βρούμε τη μήτρα αυτής της διάχυτης παθολογίας πρέπει να ανατρέξουμε στην πρώιμη μεταπολίτευση και στη μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε στο Δημόσιο Τομέα. Όταν έγινε άγραφος κανόνας ότι το Δημόσιο εργάζεται πρωτίστως για τους εργαζόμενους σε αυτό και όχι για τους πολίτες. Ένας κανόνας που θεωρήθηκε προοδευτική αλλαγή, εκεί στις αρχές του ‘80. Όπου οι ελεγκτικοί εσωτερικοί μηχανισμοί θεωρούντο αυταρχισμός και «χούντα», και το να κάνει ο καθένας ότι γουστάρει δημοκρατία και «σοσιαλισμός». Και είναι απορίας άξιο ότι όλα τα αφιερώματα για τα 50 χρόνια μεταπολίτευσης δεν ασχολήθηκαν μέχρι στιγμής με αυτό το φαινόμενο που είναι κορυφαίο στη μεταπολιτευτική μας ιστορία. Διότι παρήγαγε πολιτική, εγκατέστησε ήθη και έθιμα, έφτιαξε το δικό του παράπλευρο «δίκαιο» και το χειρότερο, έγινε αποδεκτό από το κοινωνικό σύνολο.

Τα σκάνδαλα διαφθοράς, η συναλλαγή και η αδιαφάνεια, παράγουν εκτεταμένη δυσπιστία, τρόμο και απογοήτευση στον πολίτη και τον οδηγούν να σηκώνει τα χέρια ψηλά μπροστά στα κυκλώματα. Να παραδίνεται και να συμμετέχει στην παρανομία προκειμένου να κάνει τη δουλειά του. Διότι το ταγκό θέλει πάντοτε δύο. Η δε κατά καιρούς αποκάλυψη κάποιων τρανταχτών περιπτώσεων είναι απλώς η παραδοχή της αποτυχίας των όποιων ελεγκτικών μηχανισμών. Η κινητοποίηση του κράτους κατόπιν εορτής επιβεβαιώνει απλώς την αβελτηρία του. Όταν μάλιστα οι επίορκοι πέφτουν συνήθως στα μαλακά, το κακό γίνεται συνήθεια και το χειρότερο, δεν ξενίζει πια κανέναν. 

Αν λοιπόν κάποιοι ομιλούν ακόμα για μεταρρυθμίσεις που δεν γίνονται, δεν αναφέρονται σε θεωρίες περί δημόσιας διοίκησης, ούτε σε παράξενα οργανογράμματα, ούτε σε περίπλοκους νόμους που δεν θα βρουν ποτέ εφαρμογή. Αλλά στο κλείσιμο των παραθύρων που επιτρέπουν την παρανομία και φυσικά στους εσωτερικούς μηχανισμούς των υπηρεσιών που τις ανέχονται. Διότι είναι προφανές ότι τέτοια κυκλώματα με τόσο έντονη δραστηριότητα είναι γνωστά στους πάντες. Τόσο στους ανώτερους όσο και στους κατώτερους. Δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Δεν υπάρχει χειρότερη κατάντια από την ανοικτή «διαπαιδαγώγηση» της κοινωνίας στην παρανομία και στον χρηματισμό. Στην εμπέδωση του κακού. Η κυβέρνηση έχει ευθύνη και πρέπει να την αναλάβει. Δεν είναι παρωνυχίδες της δημόσιας διοίκησης, είναι πλοκάμια ολόκληρα που παράγουν εκτός των άλλων και διαλυτική ιδεολογία. Και πρέπει να κοπούν.